ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, Θέριστρον, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 117
Την γλώσσα
που η πνοή σου τόσο ξέρει / το γλωσσοπύρσευτο ας μάθει, τώρα, χέρι. /
Ας γίνει αυλός, γεννώντας ξένους ήχους, / κι ας χάνει ό,τι δεν
κλείνεται σε στίχους. // … Έλα, φιλέρημο αγαλλίαμα, τρυγόνι, / μελάγρια
ρίζα του φωτός, τριζόνι / άχρονης εποχής πτηνό και συντριβάνι
Το Μεταμοντέρνο,
σύμφωνα με τον Brian McHale,
μεταθέτει τη λογοτεχνία από την επιστημολογική δεσπόζουσα, η οποία χαρακτηρίζει
τον Μοντερνισμό, στην οντολογική. Οι συγγραφείς του Μεταμοντερνισμού θέτουν
ερωτήματα σχετικά με το πλήθος και τη συγκρότηση των πραγματικοτήτων που μπορεί
να υφίστανται αντί να επινοούν και να εξετάζουν, όπως οι Μοντερνιστές, τους
κειμενικούς τρόπους για τη προσέγγιση της δεδομένης πραγματικότητας (Postmodernist Fiction,
Routledge, London – New York 1989, 9 και 10). Υπό το
πρίσμα του προηγούμενου διαχωρισμού η κάθε σύνθεση της συλλογής Θέριστρον ανήκει
στη μεταμοντέρνα οντολογία, αφού δημιουργείται με μιμητικές τεχνικές οι οποίες
εφαρμόζονται στην επιφάνειά της, με σκοπό από εκεί να ξεκινήσει η κατάδυση προς
ένα βάθος το οποίο δεν ανήκει στον σύγχρονο κόσμο αλλά σε κάποιον διαφορετικό.
Αναλυτικότερα,
οι μιμητικές τεχνικές αφορούν καταρχάς την επιστροφή σε παρελθοντικές ποιητικές
φόρμες: την επαναφορά του μέτρου, της ομοιοκαταληξίας των στροφικών συστημάτων,
κυρίως του σονέτου. Κατά δεύτερον, αφορούν το ύφος, που συνδέεται επίσης με το
παρελθόν, γιατί υπαγορεύεται τόσο από την ανάγκη της προσαρμογής στους
συγκεκριμένους μετρικούς και μορφικούς κανόνες όσο και από την παράδοση, δηλαδή
το λεκτικό των ποιημάτων που έχουν γραφεί με τους ίδιους κανόνες προγενέστερα.
Οι μιμητικές τεχνικές συναριθμούνται σε μία ποιητική η οποία θα μπορούσε να
ονομαστεί «ποιητική πεδίου»: Επειδή, από τη μία, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην
επιφάνεια της εκάστοτε σύνθεσης, όπου ο λόγος αναπτύσσεται σε συζυγία με τους
τύπους του μέτρου και της μορφής. Από την άλλη, επειδή η επιφάνεια του εκάστοτε
ποιήματος συνιστά τη δισδιάστατη προβολή ενός κόσμου με απροσμέτρητο οντολογικό
βάθος.
Ο λόγος στο Θέριστρον
έχει λοιπόν ως βάση παλαιότερα λυρικά ιδιώματα, ταυτοχρόνως όμως
επαμφοτερίζει ανάμεσα σε μία γλώσσα κοντινότερη στην καθημερινή και σε μία
αρχαιοπρεπέστερη, πλησιέστερη στην εκκλησιαστική ρητορική και υμνογραφία.
Μερικές φορές ακολουθεί το πρότυπο της δημώδους γλώσσας. Από τη λυρική βάση,
τέλος, προέρχονται σπάνιες ή νεόκοπες σύνθετες λέξεις. Τον κόσμο προς τον οποίο
ανοίγονται οι συνθέσεις πληροί με νόημα η χριστιανική εμπειρία. Σύμβολα,
εικόνες και αλληγορίες κατανέμονται επάνω στην επιφάνεια των ποιημάτων, για να
αποτελέσουν στοιχεία που αντιστοιχούν σε οντολογικές καταστάσεις σχετιζόμενες
με τη θρησκεία. Συνακόλουθα, ο σύγχρονος υπερτεχνολογικός πολιτισμός απορρίπτεται
ή παρωδείται. Ο διάλογος με τους νεκρούς, σε αρκετές συνθέσεις, καταδεικνύει
την εκκρεμή θέση της ποίησης, καθώς η σύγχρονη πραγματικότητα περιφρονεί τα
ουσιώδη, με συνέπεια η ποίηση να καταλήγει ανεπίδοτη, να αντιπροσωπεύει ένα
κείμενο για παραλήπτες απόντες.
Σε ορισμένες
περιπτώσεις, στη συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου, οι μιμητικές τεχνικές
της «ποιητικής πεδίου» δεν ευδοκιμούν καθ’ ολοκληρίαν και οι συνθέσεις
παγιδεύονται στην επιφάνειά τους. Στις περισσότερες όμως, χάρη στη μετρική, τη
μορφική και την υφολογική μίμηση, τα ποιήματα φθάνουν στον κρίσιμο βαθμό
υπερχρονικότητας, ο οποίος απαιτείται ώστε να προβάλλεται στην επιφάνειά τους η
χαμένη πλέον για αυτήν την πραγματικότητα διάσταση του βάθους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ
Νίκος
Κεσσανλής, Νίκος Χατζηκυριάκος- Γκίκας-
Αναμόρφωση, 1976, μεικτή τεχνική, 187,5 x 125,5 εκ., Πινακοθήκη Γκίκα- Μουσείο Μπενάκη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου