27/4/19

Χάννα Άρεντ

Πίστη και θαύμα

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Η εκκοσμίκευση θεολογικών εννοιών στη συνάφεια της νεοτερικότητας, οι μεταμόρφωσή τους κατά τη μετάβαση από τον θεοκεντρισμό στον ανθρωποκεντρισμό, διασαφηνίζει αρκετές όψεις της πραγματικότητας. Ανάμεσα σ’ αυτές τις έννοιες ξεχωρίζουν η έννοια του θαύματος και της πίστης. Έτσι η Χάννα Άρεντ στη δική της ερμηνεία έχει ως αφετηρία την αντιπαράθεση των δύο διαφορετικών εννοιών της ελευθερίας: την ελευθερία του πράττειν και την ελευθερία της βούλησης. Ωστόσο η ελευθερία της πράξης διαφέρει από την τρέχουσα έννοιά της, για την οποία ένα διοικητικό (μη-πολιτικό) κράτος μεριμνά για την άρση των εμποδίων, την ελεύθερη κίνηση των οικονομικών υποκειμένων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το διοικητικό κράτος μεριμνά για την ομαλή εκτύλιξη όσων διαδικασιών υπόκεινται στους αμετάβλητους, αιώνιους νόμους της οικονομικής αγοράς. Η ελευθερία της πράξης, σύμφωνα με την Άρεντ, προϋποθέτει την πόλη και άρα την ανθρώπινη πολλότητα, την αρχαία αγορά, όπου οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να άρχουν, να κάμουν δηλαδή μια νέα αρχή. Άρχοντες, λοιπόν, ή κύριοι του εαυτού τους, θα έλεγε κανείς, είναι όσοι εκδηλώνουν, εξωτερικεύουν τον εαυτό τους, κάνοντας μια νέα αρχή.
Κάτι τέτοιο όμως έρχεται σε αντίθεση με όσες διαδικασίες έχουν τεθεί σε κίνηση, που όμοια με τις φυσικές διαδικασίες ακολουθούν τη δική τους αμετάβλητη πορεία. Εδώ ακριβώς, μας λέει, βρίσκεται η ανθρώπινη ελευθερία. Οι άνθρωποι επεμβαίνουν σ’ αυτές τις διαδικασίες και με την πολιτική πράξη κάνουν μια νέα αρχή, μεταβάλλουν δηλαδή τους νόμους οι οποίοι διέπουν αυτές τις διαδικασίες. Η καντιανή ανακάλυψη πως ο άνθρωπος είναι παραγωγός νόμων δίνει και το μέτρο της ελευθερίας, της δυνατότητας του ανθρώπου να μεταβάλλει όσους νόμους έχει ο ίδιος θεσπίσει. Αυτή είναι η μία πλευρά της πολιτικής θεολογίας της Άρεντ, της ερμηνείας του θαύματος: Όμοια με τον Θεό του θεϊσμού, ο άνθρωπος μπορεί να επέμβει και να μεταβάλει όσους νόμους διέπουν τον κόσμο (αντιθέτως, ο ντεϊσμός, όμοια με τον φιλελευθερισμό, υποστηρίζει τη θέση πως ο Θεός αφού έπλασε τον κόσμο δεν επεμβαίνει πλέον, και οι νόμοι του παραμένουν αμετάβλητοι).
Αλλά η πολιτική θεολογία της δεν σταματά εδώ· το επόμενο βήμα, που δεν δηλώνεται ευθέως, είναι η αμφισβήτηση του (εργαλειακού) Λόγου και των περιορισμών του, αφού προϋπόθεση για την ελεύθερη θέσπιση νέων νόμων γίνεται για την Άρεντ η πίστη. Σε αντίθεση με την κριτική του Σπινόζα στην αποκάλυψη και στο θαύμα ως δεισιδαιμονία, η Άρεντ αναπτύσσει μια εκκοσμικευμένη επιχειρηματολογία που δικαιώνει το θαύμα, την παρέμβαση του Θεού και τη μεταβολή όσων νόμων διέπουν τον (ανθρώπινο μα και τον φυσικό) κόσμο.
[Βέβαια, ό,τι συνέχει τον κόσμο από την κατάρρευση και τη διάλυση είναι η πίστη σ’ αυτόν, η νομιμοποίησή του, που συμπυκνώνεται σε μια κοσμοεικόνα με κυρίαρχο, στα διαδοχικά στάδια, την πίστη στο θεολογικό, στο μεταφυσικό, στο αισθητικό και τέλος στο επιστημονικό-οικονομικό φαινόμενο (Καρλ Σμιτ). Η εκάστοτε κοσμοεικόνα καθορίζει την ολότητα της ζωής, όλες τις σφαίρες της ύπαρξης και του νοήματος, μια και αποτελεί το κανονιστικό πλαίσιό της. Όσον αφορά το πολιτικό, αυτό εκδηλώνεται σε όλες τις πολιτικές αποχρώσεις με βάση τα ίδια δεδομένα, εφ’ όσον οι διενέξεις και οι αντιπαλότητες αφορούν την ερμηνεία αυτής της κοσμοεικόνας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, για παράδειγμα, ερμηνεύονται και μεθερμηνεύονται απ’ όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, μέσω της πίστης σε τούτα, κι είναι το καθολικό κριτήριο νομιμοποίησης. Υπ’ αυτή την έννοια, κυρίαρχος είναι όποιος ερμηνεύει δεσμευτικά την εκάστοτε κοσμοεικόνα.]
Είναι ένα ζήτημα τι εννοεί η Άρεντ με το θαύμα μιας νέας αρχής. Κι αυτό γιατί η γέννηση κάθε νέου ανθρώπου προφανώς είναι, όπως γράφει, μια νέα αρχή αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν συνεπάγεται μια νέα πολιτική αρχή αλλά εντάσσεται στο φυσικό γεγονός της αυτοσυντήρησης του είδους. Κι αυτό το φυσικό γεγονός μπορεί εξ ίσου να προξενεί αισιοδοξία μα και απαισιοδοξία. Το «μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον», (το καλύτερο απ’ όλα είναι να μην έχεις γεννηθεί) είναι ισοβαρές με την προσδοκία της Άρεντ.
Θα μπορούσε κάλλιστα να συνδέσει κανείς αυτή τη νέα αρχή με την ιδέα της επανάστασης, οπόταν ο κύριος (οι κύριοι) της αρχής, ο κυρίαρχος μεταβάλει τον κόσμο. Ωστόσο η Άρεντ δεν δηλώνει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον στα υπό συζήτηση συγγράμματά της (Η ανθρώπινη κατάσταση, και, Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος). Κι εάν στις θεολογικές νύξεις ο Αυγουστίνος πρωτοστατεί, ο Θωμάς Ακυινάτης, για τον οποίο το ενδεχόμενο ενός άλλου κόσμου μ’ εντελώς άλλους νόμους είναι δυνατός, απουσιάζει από την προοπτική της. Εδώ, κατά κύριο λόγο φαίνεται να τίθεται το ζήτημα της κίνησης (του γίγνεσθαι) και της επανεκκίνησης του πολιτικού συστήματος, μιας νέας αρχής του.
Προκειμένου να διασαφηνίσουμε αυτό το θέμα, θα ανατρέξουμε στη διάκριση δύο διαφορετικών πολιτικών καθεστώτων –και δυο διαφορετικών εκδοχών του θαύματος– όπως τα έχει αναλύσει ο Καρλ Σμιτ: αφ’ ενός την εντεταλμένη δικτατορία, τη δικτατορία των κομισάριων, και αφ’ ετέρου την κυρίαρχη δικτατορία, την επαναστατική τέτοια. Ανατρέχοντας και πάλι στη Ρώμη, έχουμε τον διορισμό ή την εκλογή κάποιου δικτάτορα σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ώστε να αποκατασταθεί ή να διαφυλαχθεί η τάξη και η συνοχή από ένα εσωτερικό εχθρό (εμφύλιος πόλεμος) ή από ένα εξωτερικό εχθρό. Η εξουσία του εντεταλμένου δικτάτορα έχει περιορισμένη διάρκεια, αρχίζει και τελειώνει με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, παρ’ ότι τα όρια παραμένουν ασαφή, δεν μπορούν να οριστούν με νομικούς όρους. Από την άλλη πλευρά, η κυρίαρχη δικτατορία ισοδυναμεί με μια κατάσταση εξαίρεσης και αλλάζει ριζικά, ανατρέπει την κοινωνική τάξη με στόχο τη δημιουργία (εκ του μηδενός) μιας νέας τάξης πραγμάτων. Ο Π. Κονδύλης ήταν εκείνος που διασαφήνισε τις δύο εκδοχές του θαύματος και συσχέτισε αφ’ ενός την κατάσταση έκτακτης ανάγκης με το μερικό θαύμα που δεν ξεφεύγει από τον κανόνα, και αφ’ ετέρου την κατάσταση εξαίρεσης με το ολοκληρωτικό θαύμα που δημιουργεί εκ του μηδενός ένα νέο κανόνα. Επειδή όμως ο Κονδύλης εμμένει στην πολεμική τοποθέτηση έναντι του Καρλ Σμιτ,  αρνείται να προβεί σε μια ευρύτερη ερμηνεία και να τη συνδέσει με το σύνολο του έργου του.
[Η διαφορά ανάμεσα στην πολεμική και στην ερμηνεία –κι αυτό έχει να κάνει με το σύνολο των στοχαστών κι όχι μόνο με την Άρεντ και τον Κονδύλη– είναι η αντίθεση μεταξύ της κατεδάφισης ενός οικοδομήματος και της ανακαίνισής του. Στην πρώτη περίπτωση τα υλικά από την κατεδάφιση ενός θεωρητικού σώματος χρησιμεύουν για τη δημιουργία εκ του μηδενός ενός νέου οικοδομήματος, πράγμα που σημαίνει την αμφισβήτηση της αυθεντίας και άρα της παράδοσης· στη δεύτερη περίπτωση, της ερμηνείας, τα κείμενα θεωρούνται ιερά και γίνονται μπούσουλας που απαιτεί την επανεξέταση προγενέστερων ή αντίθετων ερμηνειών. Εδώ οι κάθε λογής αιρέσεις είναι στην ημερήσια διάταξη και προϋποθέτουν την αποδοχή της αυθεντίας του συγγραφέα.]
Εν πάση περιπτώσει, και στις δύο εκδοχές του θαύματος τίθεται το μείζον ζήτημα της κυριαρχίας (του κύριου της αρχής), που ούτως ή άλλως καθορίζει την εκκοσμίκευση των θεολογικών εννοιών του θαύματος μα και το σύνολο της νεοτερικής πολιτικής θεωρίας.

[Απόσπασμα από ευρύτερο κείμενο για την πολιτική θεολογία της Άρεντ που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό «έρμα»]

Sharon Kivland, Liseuses de Capital, 2019 (λεπτομέρεια)

Δεν υπάρχουν σχόλια: