Θεόφιλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, 1919, λάδι σε μουσαμά, 58 x 118 εκ. |
ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
Με συνοπτικές διαδικασίες
διαψεύστηκε στις αρχές του μήνα (ως «fake news», μάλιστα) η είδηση ότι η Τουρκία θα είναι η τιμώμενη χώρα
στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 2021, έπειτα από πρόταση της ελληνικής
κυβέρνησης. «Ωριμότερες» σκέψεις επεκράτησαν και οι αρμόδιοι θυμήθηκαν ότι η
χρονιά που επέλεξαν συμπίπτει με τη δισεκατονταετηρίδα της Ελληνικής
Επανάστασης, οπότε αθόρυβα μετέθεσαν την τιμή για το 2023, οπότε και
συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Θα ήταν
άλλωστε «οξύμωρο και αντιφατικό τη χρονιά που η Ελλάδα γιορτάζει την
απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, να τιμά την Τουρκία στη μεγαλύτερη έκθεση
της χώρας», σχολίαζε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης.
Είναι άραγε έτσι; Ας παραμερίσουμε
προς στιγμήν τις (κατανοητές) πολιτικές σκοπιμότητες· ας αφήσουμε στην άκρη τη
διάθεση κατευνασμού των εθνικιστικών αντανακλαστικών μιας μερίδας ψηφοφόρων,
ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα· κι ας αντιμετωπίσουμε το ερώτημα στις ιστορικές
του διαστάσεις: μπορούμε να μιλάμε για το Εικοσιένα χωρίς να μελετάμε το
αυτοκρατορικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώθηκε; Χωρίς να εξετάζουμε την
οθωμανική εξουσία και τη μακρά ιστορική διαδικασία που οδήγησε στην τελική της
κατάρρευση έναν αιώνα αργότερα;
Αν η Ελληνική Επανάσταση, μαζί με
τη Σερβική Εξέγερση που προηγήθηκε, υπήρξαν οι πρώτες που οδήγησαν στο
μετασχηματισμό του αυτοκρατορικού πλαισίου και στη δημιουργία εθνών κρατών στα
Βαλκάνια (την ίδια περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε εξεγέρσεις
και στα ανατολικά της εδάφη, στη Μικρά Ασία), ο τουρκικός Πόλεμος της
Ανεξαρτησίας, ενάντια στις δυνάμεις της Αντάντ -μαζί και τις ελληνικές- υπήρξε
η τελευταία πράξη αυτής της ιστορικής πορείας. Μια πορεία που σημαδεύτηκε από
συνέχειες αλλά και ρήξεις, διόλου ευθύγραμμη, με αλλεπάλληλες εκσυγχρονιστικές
απόπειρες, τόσο από την πλευρά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και από την
πλευρά των βαλκανικών εθνών κρατών που προέκυψαν από τη σταδιακή συρρίκνωσή
της.
Όσο κι αν η επίσημη ιστοριογραφία
για χρόνια διαμόρφωνε μια «εθνικώς ορθή» αφήγηση από την οποία σχεδόν απουσίαζε
όχι μονάχα ο Οθωμανός «άλλος» αλλά και τα γειτονικά βαλκανικά έθνη κράτη που
αναδύθηκαν από την υποχώρηση της αυτοκρατορίας (και ιδίως η Τουρκία), η
γεωγραφία παραμένει η «μοίρα» αυτής εδώ της γωνιάς της Ευρώπης, διαμορφώνοντας
κοινότητες και αντιπαλότητες. Η κυρίαρχη σχολή σκέψης που διαμόρφωνε το εθνικό
αφήγημα επεδίωκε να μελετήσει την Επανάσταση στη «μοναδικότητά» της, αποκομμένη
από τον ιστορικό της περίγυρο, και ταυτόχρονα να «ρυμουλκήσει» τον ελλαδικό
χώρο προς μια φαντασιακή Δύση, επενδύοντας τις ιστορικές ερμηνείες της με το
άκαμπτο κοστούμι της «μετακένωσης». Ένα τέτοιο σχήμα, κυρίαρχο στη δημόσια
ιστορία μέχρι τις μέρες μας, αδυνατεί να συλλάβει τους ιδιαίτερους τρόπους με
τους οποίους κάθε κοινωνικός σχηματισμός επαναδιαπραγματεύτηκε τις κάθε φορά
ερμηνείες της νεωτερικότητας, τόσο στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας όσο και σε
εκείνο του έθνους κράτους.
Πώς λοιπόν να χωρέσει η σύγχρονη
Τουρκία σε αυτό το αφήγημα; Σε αυτήν την εκδοχή της δημόσιας ιστορίας για το
1821, ο «Τούρκος» παραμένει πάντα ο βάρβαρος «κατακτητής», ποτέ ο σύνοικος που
μετασχηματίστηκε εξίσου μέσα στο καμίνι της Επανάστασης, ποτέ εκείνος που με
δικούς του τρόπους επανερμήνευσε τα προτάγματα της νεωτερικότητας, συγκροτώντας
ένα (εξίσου αυταρχικό με τους μεσοπολεμικούς γείτονές του) έθνος κράτος που σηματοδότησε
το οριστικό τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου