3/3/19

Χαμηλόφωνη πρόκληση

Άρτεμις Ποταμιάνου, Which side are you on?, 2019, εγκατάσταση, φωτ. Χ. Δουλγέρης



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ, Θυμάσαι τι είναι ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 350

Ο τίτλος του βιβλίου είναι προκλητικός· μας προϊδεάζει για μια γραφή εριστική, καθώς και για ικανές ποσότητες λυρικού νεορομαντισμού, από εκείνες που συνοδεύουν τις απαντήσεις στα οντολογικά ερωτήματα περί ποιήσεως, καταλήγοντας σε αφόρητες ταυτολογίες, όπως π.χ. ότι η ποίηση είναι αυτόχρημα επαναστατική, ή έστω πράξη αντίστασης, κλπ κλπ.
Και όντως, ο τίτλος φτιάχνει έναν τέτοιον ορίζοντα προσδοκιών. Όμως, το βιβλίο δεν τον υπηρετεί. Μάλλον, τον προσγειώνει απότομα. Άνευ προλόγου, που θα προοικονομούσε τα ως άνω, ήδη από την πρώτη σελίδα μπαίνει στο ψητό, αρχίζοντας να μιλά για ένα βιβλίο του Χέρμαν Έσσε, για να περάσει απνευστί στον Έζρα Πάουντ και να συνεχίσει, μόλις στην τρίτη σελίδα, με τον Νίκο Καχτίτση, σημειώνοντας την «καλόβουλη συμβουλή»: διαβάστε τον, αν δεν τον έχετε διαβάσει, ή ξαναδιαβάστε τον.
Αυτός είναι ο καμβάς, και το κεντρικό μοτίβο που αναπαράγεται, άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα, σε όλη την έκταση του βιβλίου, ως χαμηλόφωνη πρόκληση: μάλλον δεν διαβάζετε, γιατί νομίζετε ότι μπορείτε να ζήσετε κι έτσι· δεν πειράζει, όμως εγώ συνεχίζω να διαβάζω, να ζω την προσωπική μου περιπέτεια με τα βιβλία· πώς σας φαίνεται; είναι μάταιη; αν το νομίζετε, δεν πειράζει.

Ο επόμενος σκόπελος που συναντά σε αυτή την περιήγηση των 350 σελίδων στην παγκόσμια γραμματεία είναι ο διδακτισμός, που ελλοχεύσει και στις καλύτερες των προθέσεων, με την επίκληση του κύρους της λογοτεχνίας ανά τους αιώνες και την αίγλη των ενδόξων αυτής λειτουργών. Όμως η Λαϊνά, με μια κίνηση αφοπλιστική, στο μέσον περίπου του βιβλίου, προσγειώνει τον αναγνώστη και πάλι απότομα, αφού εστιάζει το ενδιαφέρον της σε μια «λαθραία» έκδοση: Σημειώσεις, έκδοση Ανωνύμων, Λαμία 1975, όπου στο σύντομο προλογικό σημείωμα τονίζεται ότι «οι ιδιότητες των προσώπων, που μιλούν, παρουσιάζονται ή αφηγούνται, είναι παροδικές για κάθε κείμενο».
Εν μέσω όλων αυτών, δεν θα μπορούσε να λείπει και μια ευθεία αναφορά στο ερώτημα, τι είναι ποίηση· θα ήταν τελικά υπεκφυγή. Κι εδώ, όμως, η Λαϊνά επιλέγει να μην απαντήσει υποδυόμενη τη γνώστρια, απευθυνόμενη δηλαδή στον καλοπροαίρετο αναγνώστη που όντως τον έπεισε να την ακολουθήσει σε αυτή την αναγνωστική περιήγηση. Αντ’ αυτού, προτιμά να απευθυνθεί στην πλέμπα, εκείνη που κυκλώνει ασφυκτικά τη λογοτεχνική συντεχνία, ζητώντας αυτάρεσκα ολίγη από την αχλύ της, ως συμπλήρωμα του συμβατικού βίου, διεκδικώντας μια ιδιότητα με το θράσος του πελάτη, ως αυτονόητο δικαίωμα: «Το κακό με τη λογοτεχνία, κατεξοχήν με την ποίηση, είναι ότι γράφεται με λέξεις, και τις λέξεις τις θεωρούμε δεδομένες και κτήμα όλων από γεννησιμιού μας και δεν είναι σαν τις νότες ή τα χρώματα που πρέπει να τα σπουδάσεις».
Στο ίδιο αυτό κείμενο, αντιμετωπίζει την τρέχουσα αφελή αξίωση του ζειν ποιητικώς,
και, περνώντας από το παράδειγμα ενός στελέχους του ΠΑΣΟΚ, που κι αυτός επιδίδεται σε στιχοποιητικές αυθαιρεσίες, κάνει την ελάχιστη διάκριση: Ποιητής είναι αυτός που γράφει καλά ποιήματα, ούτε καν αυτός που γράφει ποιήματα. Για να καταλήξει στο αυτονόητο: «ενώ όσοι δεν γράφουν ποιήματα δηλώνουν ανενδοίαστα ποιητές, ορισμένοι που κάθονται σπίτι τους και κάνουν όσο καλύτερα μπορούν τη δουλειά τους (γιατί για δουλειά πρόκειται, ούτε για ασχολία ούτε για ενασχόληση) ντρέπονται να το δηλώσουν, από φόβο ότι θα προκαλέσουν την μήνιν της Μούσας και τα ειρωνικά χαμόγελα του περιβάλλοντος».
Η αντίστιξη, λοιπόν, τίτλου και περιεχομένου του βιβλίου μας οδηγεί σε αυτή την αναγνωστική περιήγηση, και εν τέλει στον υπότιτλο του βιβλίου, «Ιστορίες ποδηλασίας», που όσο κι αν υπόρρητα παραπέμπει στον γνωστό ορισμό του Εμπειρίκου, «η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου» (που έχει πια καταλήξει μια ακόμη κοινόχρηστη κοινοτοπία), τελικά μας πάει στη επόμενη φράση του, που την «ξεχνούν» πάντα οι λογοτεχνίζοντες: «μέσα της όλοι μεγαλώνουμε». Αυτό είναι και το μοναδικό επιχείρημα και «συμπέρασμα» του βιβλίου. Τόσο απλό, και τόσο προκλητικό για τη ραθυμία και τον καταναλωτισμό της περιρρέουσας καθημερινότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: