Η
λογοτεχνία, οι Έλληνες, η Ευρώπη…
Κωνσταντίνος Μαλέας, Η Ακρόπολη από την Πνύκα, 1914- 17, λάδι σε χαρτόνι, 50 x 100 εκ. |
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ
ΣΥΝΘΗΚΩΝ που συνέγειραν το κρίσιμο διανοητικό πρόταγμα του Διονύσιου Σολωμού
στην –άμεση είτε έμμεση– ανάμειξή του στο πολιτικό και ιδεολογικό γίγνεσθαι (όπου
συμπεριέχονται η εθνικοπατριωτική προθετικότητα και η διατύπωση συγκεκριμένων
αντιλήψεων περί έθνους, κοινωνικής ταυτότητας και διαχειριστικής ικανότητας στην
ατομική-συλλογική συνείδηση) είναι μια υπόθεση εργασίας με αρκετές συνιστώσες
και προσεγγίσεις.
Στο πλαίσιο του ρομαντικού ρεύματος, η ποιητική του
Σολωμού εντάσσεται ξεκάθαρα στο διακύβευμα της τρέχουσας ευρωμεσογειακής
πραγματικότητας. Εμπνέεται από αυτό το διακύβευμα: προωθεί τις ιδεολογικές και
πολιτικές προθέσεις του, γνωρίζει τα ζητούμενα της ποιητικής τέχνης και
επεξεργάζεται –εντός αυτής– τις δικές του υψηλές απαιτήσεις μέσα από τον
δοσμένο ρόλο της «εθνικοποίησής» του. Από την ψυχολογική ενατένιση μιας θαλερής
επανάστασης στα νεανικά χρόνια έως την ώριμη κριτική προσέγγιση των πολιτικών
γενομένων, ο ποιητής διακρίνει σταθερά τα τεκταινόμενα: από τη μια, η σύσταση ενός
εθνικού κράτους με σημαίνοντα γεγονότα, δρώσες προσωπικότητες και δεδομένα σε
επίπεδο επικαιρότητας κοινωνικοπολιτικής, διπλωματικής αλλά και
στρατιωτικής-πολεμικής. Και, από την άλλη, η κινητικότητα των ευρωπαϊκών
εξελίξεων με αρκετές συνέπειες. Είναι οι γενικότερες συνθήκες μετά τους
Ναπολεόντειους Πολέμους, η επαναφορά στο κραταιό (αλλά όχι εφησυχασμένο πλέον) σύστημα
της μοναρχίας, εκ παραλλήλου με τα επαναστατικά κινήματα και τις σχετικές
προεργασίες για τη δημιουργία εθνών-κρατών.
Σαφώς αντλεί έμπνευση
από αυτές τις συναρτώμενες πραγματικότητες ενώ, κυρίως, τις αντιλαμβάνεται μέσα
από το κάτοπτρο του κοσμοπολιτισμού που ο ίδιος πρεσβεύει ως αστός διανοούμενος˙
και μάλιστα ζώντας σε μια τόσο μικρή «συντεταγμένη» του χάρτη –στα διαρκώς
μεταβαλλόμενα ως προς τους κτήτορές τους Επτάνησα–, και γενικότερα μέσα στο
θέατρο των εξελίξεων μεταξύ των ισχυρών της εποχής.
Δεν είναι μόνον τα
γνωσιακά εφόδια που τον ενδυναμώνουν αλλά και η οξύδερκεια που τον διακρίνει, με
χαρακτηριστικό παράδειγμα την καταγραφή της ρεαλιστικής πραγματικότητας που
γίνεται διακριτή στον Ύμνο εις την
Ελευθερίαν. Για παράδειγμα, μερικές παρατηρήσεις εντοπισμένες: 1. Σχόλιο
επί της επιτελεστικής διαχείρισης των Επτανήσων με την ίδρυση της Ιονίου
Πολιτείας, «…και εις το μέτωπο γραμμένο/
έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά» (στρ. 21), 2. Καταγγελτική αναφορά στον σφαγιασμό
της Τριπολιτσάς, «Προσοχή καμία δεν
κάνει/ Κανείς, όχι, εις τη σφαγή˙/ Πάντε πάντα εμπρός. Ω! Φθάνει,/ Φθάνει˙ έως
πότε οι σκοτωμοί» (στρ. 66), 3. Προτροπή ομόνοιας έναντι του καταστροφικού εμφύλιου
πάθους, «Μην ειπούν στο στοχασμό τους/ Τα
ξένη έθνη αληθινά:/ Εάν μισούνται ανάμεσό τους/ Δεν τους πρέπει ελευθεριά»
(στρ. 147). Ο ποιητής «έρχεται» από μια Ιταλία με διαφορετικά ερείσματα αντίληψης
περί εθνικής κυριαρχίας,[1]
συγκριτικά με την πραγματικότητα των Ελλήνων που, το 1818, στηρίζονται
περισσότερο σ’ ένα δυναμικό φαντασιακό περί ανεξαρτησίας (αργότερα μεταπλασμένο
σε μεγαλοϊδεατισμό) παρά σε μιαν απτή κρατική οντότητα.
Η συνάντηση με τον
Σπυρίδωνα Τρικούπη επιφέρει σημαντική επίδραση στη συνειδητοποίηση της
λεγόμενης «εθνικής υπόθεσης» για εκείνον˙ η πειθώ του πολιτικού επενεργεί
προσηλυτιστικά στον 23χρονο ποιητή. Και η ιταλική του ταυτότητα, ως φυσική
διαδικασία εκπαίδευσης, γλωσσικής επάρκειας και βιωματικής εμπειρίας, υποχωρεί
όχι μόνον υπέρ μιας απλής, συγκινησιακής φόρτισης, επηρεασμένης ίσως από το
γενικότερο κλίμα του φιλελληνισμού, και ειδικότερα από την επιδραστική παρουσία
του Μπάυρον στον «ελληνικό ορίζοντα»˙ είναι η ιδεολογική και πολιτική
διασαφήνιση μιας σπερματικής αναθεώρησης, συγκεκριμένα η «στράτευσή» του, η
οποία αποτελεί έναυσμα στον ρόλο του ως «εθνικού ποιητή».
Παρενθετικά, πρέπει να
διευκρινιστεί ότι ετούτος ο ορισμός είναι πολύσημος. Στη σύγχρονη αντίληψη της
εποχής, θεωρουμένου «εθνικού» εκείνου του λογοτέχνη που αναλαμβάνει να
προσδώσει –με το έργο του– σ’ ένα έθνος τη σημασία που του πρέπει ως
αυτοσυνείδητου σχήματος ανάμεσα σε άλλους λαούς, περιπτωσιολογικά ο Σολωμός τον
επιτελεί στο έπακρο. Bεβαίως,
η συζήτηση είναι εκτενής και τα παραδείγματα πάμπολλα ανάμεσα στις λογοτεχνίες
των μεγάλων ευρωπαϊκών γλωσσών. Λόγου χάρη, η ποιητική απεικόνιση της κοινωνικής
πραγματικότητας είναι ένας επόμενος-διαφορετικός ορισμός, όπως διατυπώθηκε για
τη ρωσική συγκεκριμένα, από τον κριτικό Βισαριόν Γκριγκορίεβιτς Μπελίνσκι,[2] που
βρίσκει επακριβή έκφραση στο πρόσωπο του Πούσκιν και στο έργο του. Όπως κι άλλοι
ποικίλοι ορισμοί, που εμφανίζονται να «…ψυχανεμίζονται και τείνουν να
πραγματώσουν την ιδιαίτερη υπόστασή τους»[3] με
φανερή ή αφανέρωτη προεργασία από μια σειρά πρόδρομων ομοτέχνων τους. Ως προς αυτό
το τελευταίο, αξίζει να υποσημειωθεί η «δυσχέρεια» της νεοελληνικής λογοτεχνίας
(όντως αποκομμένης από τις δυτικές εκβολές της σύγχρονης πνευματικής
δημιουργίας) ν’ αναπτυχθεί οργανικά στο πλαίσιο μιας σειράς ιστορικών
δεδομένων, όπως συνέβη για άλλες εθνικές λογοτεχνίες στον δυτικό κόσμο. Αφενός,
η κρητοεπτανησιακή αναγέννηση ανακόπτεται απότομα στα μέσα του 17ου αιώνα,
αφήνοντας μετέωρο ένα corpus
σημαντικών-κορυφαίων έργων (π.χ. ο Ερωτόκριτος
του Βιτσέντσου Κορνάρου). Κι αφετέρου, επιπλέον ο Σολωμός, παρότι θεωρούμενος
«γενάρχης της νέας ελληνικής ποίησης», αργεί ν’ απασχολήσει (ή έμμεσα να
επιδράσει γόνιμα) στην ποιητική συνείδηση της Γενιάς του 1880 και των μεταγενέστερων.
Κατά την περίοδο της
ποιητικής εξέλιξης του νεαρού Ζακύνθιου, η γεωγραφική θέση των Επτανήσων
αποτελεί πυλώνα κομβικής σημασίας για την αναδιευθέτηση των ισορροπιών σε
Ευρασία και Μεσόγειο από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται τον
δημιουργούμενο αντίκτυπο από τις εξελίξεις στα όρια μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κι
από τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που συγκρούονται άμεσα. Όπως ακόμη,
διακρίνει τη σημασιοδότηση που έχει η καταρρέουσα βενετική κυριαρχία για την επαχθή
πραγματικότητα που επιφυλάσσει τα κατοπινά χρόνια στους Επτανήσιους από τους
νέους επικυρίαρχους: οι Γάλλοι του Ναπολέοντα Βοναπάρτη αρχικά και οι Ρώσοι με
τους Τούρκους στη συνέχεια, προκαλούν ραγδαίες εξελίξεις κι αναταραχή στον πληθυσμό,
σε επίπεδο οικονομίας και ταξικών διαφορών. Αποκορύφωση αυτών, όμως, η
δημιουργία του κρατιδίου (1801) με τον πηχυαίο τίτλο «Πολιτεία των Ηνωμένων
Επτά Νήσων» και πρωτεύουσα την Κέρκυρα. Οι δε μεταβολές που συντελούνται στην
Ευρώπη μετά την πρώτη δεκαετία του αιώνα, επηρεάζουν το διακύβευμα της Ιονίου
Πολιτείας. Μόλις έχει ξεκινήσει η «αγγλική προστασία», παρά τις διπλωματικές
αυτενέργειες του Ιωάννη Καποδίστρια (με προτεταγμένες τις προσδοκίες του για την
απαρχή δημιουργίας ενός γεωγραφικά ευρύτερου ελλαδικού κράτους).
Ο Σολωμός,
επιστρέφοντας στα Επτάνησα ύστερα από δεκάχρονη παραμονή στην Ιταλία, βρίσκεται
ενώπιος ενωπίω με τη διαδικασία σύμπηξης της εθνικής ιδέας όσο και με την
πρόσληψη του Ελληνισμού ως μιας ξεχωριστής ανθρωπογεωγραφίας εντός Ευρώπης –
στοιχεία από κοινού τεκμηριωμένα στον στοχαστικό-εθνικοαπελευθερωτικό λόγο του
Αδαμάντιου Κοραή και του κύκλου του. Οι Νεοέλληνες διαφωτιστές αξιώνουν το
πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που βρήκε απτή έκφραση
με την Επανάσταση του 1789, να μετακενωθεί στον ελληνικό χώρο ώστε να
πραγματώσουν το αίτημα για ελευθερία (με τη διπλή υπονόηση μιας συνείδησης που
θα συνεπάγεται την απεξάρτηση από τον οθωμανικό ζυγό –με ένοπλα και διπλωματικά
μέσα– όσο και την ευήμερη ύπαρξη κρατικής οντότητας με ευρωπαϊκό πρόσημο). Ο
ποιητής βρίσκεται στο επίκεντρο της όσμωσης που δημιουργείται˙ αθέλητα, κατόπιν
της αφορμής-παρότρυνσης από τον Τρικούπη στην υπόθεση του Αγώνα. Και εισέρχεται
στη λογική που επιβάλλει ο Διαφωτισμός, με άμεση προτεραιότητα σε πράξεις
έναντι της θεωρίας. Το αποτέλεσμα είναι η αντιπαράθεση με τα πολιτικοπολιτισμικά
ιδεώδη που ενστερνίζεται πλέον[4]
και τις λογοτεχνικές στοχεύσεις του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στον
Έλληνα πολιτικό επέδειξε ένα ιταλικό ποίημά του[5] ως
αντιπροσωπευτικό δείγμα της ακόμη ανώριμης ποιητικής του…
[Η συνέχεια την επόμενη
Κυριακή]
Ο Βασίλης Ρούβαλης
είναι ποιητής και υπ. δρ
[1] Είναι η εποχή της «Παλινόρθωσης»
και των έντονων ανακατατάξεων στην ιταλική χερσόνησο με πρωταγωνιστές τους
εκπροσώπους του Παλαιού Καθεστώτος, την Ιερή Συμμαχία, την Παπική Εκκλησία, τα
μέλη των μυστικών εταιρειών (Καρμπονάροι κ.ά.) και των φιλελεύθερων
επαναστατικών ομάδων που ζητούσαν την αποτίναξη των Αυστριακών αλλά και την
ενεργοποίηση ενός δημοκρατικού συντάγματος.
[2] Βλ. στην έκδοση Μπελίνσκι Β.
(1970). Ανάλεκτα. Μετ.: Λιλίκα
Γεωργίου, Μάχη Γεωργίου-Κορωναίου. Αθήνα: Κάλβος, σ. 71.
[3] Είναι η άποψη που υποστηρίζει ο
Γιώργος Αράγης κάνοντας λόγο, αναλυτικότερα, για την αναγκαία επικέντρωση στην αυθεντικότητα
της λογοτεχνίας και όχι απαραιτήτως στην εθνικότητά της. Διατυπώνει, πάντως, τα
βασικά σημεία των συλλογισμών που αφορούν το έρμα του κάθε έθνους, την ιστορία
των εθνικών λογοτεχνιών, συναρτώντας τις συνθήκες, τα πρόσωπα και τα έργα με
την περιόδο της διαμόρφωσης και ανάπτυξής τους. Βλ.: Αράγης Γ. (2001). Αστική εμπειρία και αστική ιθαγένεια της
νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Σοκόλη, σ. 45-52.
[4] «Αν ο άνθρωπος του Διαφωτισμού γνωρίζει τη φύση προκειμένου να την
κατακτήσει διαμέσου της επιστήμης και της τεχνικής, τότε η μήτρα της νεότερης
φιλοσοφίας είναι η πράξη. Με άλλα λόγια, ο σκοπός της φιλοσοφίας δεν συνίσταται
στη σύλληψη έσχατων μεταφυσικών αληθειών μέσω της καθαρής νόησης αλλά στην
ηθικοπρακτική της ωφέλεια για πεπερασμένα όντα ριζωμένα στον αισθητό κόσμο»,
βλ. τη θεώρηση της Φωτεινής Βάκη γύρω από τη συνάρτηση του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα έναντι της Ελληνικής Επανάστασης,
στο: Βάκη Φ. (2011). Ελληνική Επανάσταση
και Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Ιόνιος Λόγος: επιστημονική επετηρίδα του Τμήματος
Ιστορίας του Ιονίου Παν/μίου, 3, σ. 155-167.
[5] Πρόκειται για το ποίημα “Ode per prima messa” (=Ωδή για πρώτη λειτουργία),
ένα από τα έξι ιταλικά ποιήματα, γραμμένα στην Παβία κατά τη διάρκεια της
φοίτησής του στο πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου