Χρύσα Ρωμανού, από την σειρά Luna Park International, 1965, κολάζ σε μουσαμά, 134 x 164 εκ. |
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Το μουσείο των τύψεων και άλλα
διηγήματα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 148
“Μ’ αρέσουν οι παραδοξολογίες.
Είναι το πιο νόστιμο καρύκευμα της μυθοπλασίας”
Η σχέση
του Αχιλλέα Κυριακίδη με τον Μπόρχες είναι γνωστή σε όλους, εδώ και πάρα πολλά
χρόνια. Ωστόσο, στον ανά χείρας τόμο αποτυπώνονται θραύσματα της σχέσης αυτής,
που με λαβυρινθώδη τρόπο ξεδιπλώνεται, αφού παρεισφρέει ο διάσημος Αργεντινός
στην όλη σχέση του Έλληνα με την τέχνη. Ένα οιονεί πλάνο μυθιστορήματος με θέμα
την αναγνωστική περιπέτεια ενδεχομένως
του εκάστοτε συγγραφέα, κάτι σαν το alter ego του Κυριακίδη μετατρέπεται σε
ήρωα ως “ο Άλλος” στο κείμενο “Η λέσχη της μυστικής μελαγχολίας”, όπου μάλλον
σαν σκιά ή είδωλο στον καθρέπτη ακολουθεί τον βασικό ήρωα στους δρόμους του
Παρισιού. Οι αναγνωστικές περιπέτειες στην κατά μόνας διατριβή, εντός της
λέσχης-αναγνωστηρίου-βιβλιοθήκης, αποδεικνύεται το φάρμακον για τη νόσο
που βιώνει στον έξω κόσμο, όπου ο Άλλος, με το βιβλίο του Μπόρχες ανά χείρας,
τον καταδιώκει και απειλεί να του “ζήσει τη ζωή” σε ένα σκηνικό που θυμίζει
“μεταρεαλιστικό θρίλερ καταδίωξης” (σ. 45). Από το πρώτο έως και το τελευταίο
“διήγημα”, όπως τα ονομάζει –αν και παραλείπει τον σύνδεσμο-πρόθημα “μετά”–, ο Jorge Luis Borges είναι πανταχού
παρών και στοιχειώνει κάθε ομολογία περί “αναγνώσεων” (εν είδει διακειμενικού
διαλόγου) του εκάστοτε αφηγηματικού υποκειμένου με διάφορους καλλιτέχνες
(συγγραφείς, σκηνοθέτες, ζωγράφους κλπ.).
Στο “The Εnder” o Κυριακίδης
αναφέρει τον “Νότο” του Αργεντινού, αλλά στην ουσία βρίσκεται πίσω από τις
γραμμές ο Πιέρ Μενάρ και κάνει παρέα με τον δικό μας Κωνσταντίνο Σιμωνίδη, και
οι δύο μεγάλοι αντιγραφείς-γραφείς-συγγραφείς, σε μια πολύ επιτυχημένη
σύγκριση. Το ανοιχτό έργο δεν αρέσει στους εκδότες, που κατά τον Πόε
παραγγέλνουν τα έργα “με τον πήχη”, και έτσι ενίοτε (απο-)τελειώνουν ανοιχτά
έργα, όπως ο “Νότος” του Μπόρχες, εξ ου και ο τίτλος “The Εnder”. Η άρση του παιχνιδιού της
πολυσημίας αίρει, επί της ουσίας, την ίδια την “λογοτεχνικότητα” ως τέτοια και
την κατευθύνει προς τον μονοσήμαντο (ή ξηρό) επικοινωνιακό λόγο.
Στο
εξαιρετικά πυκνό κείμενο “Το Μουσείο των Τύψεων”, που δίνει και τον τίτλο στην
όλη συλλογή, έχουμε την λαβυρινθώδη περιπέτεια της ανάγνωσης των αναγνώσεων για
τις αναγνώσεις (κ.ο.κ) όχι μόνο βιβλίων, αλλά και πινάκων ζωγραφικής.
Ταυτόχρονα αναδεικνύει την όλη εμπειρία χωρίς να διακρίνει τη “γλώσσα” από τη
“μεταγλώσσα” της λογοτεχνίας ή της ζωγραφικής, Θα μπορούσε να θεωρηθεί
παράλληλα και αυτοβιογραφικό, αν σκεφτεί κανείς τη σχέση του Κυριακίδη με τον
Μπόρχες. Ο ήρωας παίρνει τα Borges papers και ξεκινά την
ανάγνωση. Έτσι, μέσω των σχεδίων για δυνάμει έργα, ταξιδεύει στον μυθοπλαστικό
μπορχεσιανό λαβύρινθο και βρίσκεται να συνθέτει μια ιστορία που μπορεί να γίνει
με τη σειρά της (δυνάμει) ένα μυθιστόρημα ή έστω διήγημα. Η περιπέτεια όμως
εμπλέκει την “αφήγηση” που επιχειρείται για έναν πίνακα με ένα παλίμψηστο
μυστικό στο ιστορικό του, ώστε αναγκάζει τον αναγνώστη-αφηγητή-συγγραφέα να
ανασυνθέσει την περιπέτεια του πίνακα που αφηγείται ένα βιβλικό θέμα αλλά και
ταυτόχρονα την περιπέτεια του ζωγράφου. Θυμίζοντας Πόε σε κάποια σημεία με τους
γρίφους που οι ήρωές του λύνουν, ο αφηγητής αφήνει φυσικά ανοιχτό το τέλος με
ένα αίνιγμα που δεν είναι δύσκολο, αλλά απαιτεί ο αναγνώστης να συμμετάσχει
ενεργά στη συγγραφή ξαναδιαβάζοντας το αφήγημα.
Στη
“Λέσχη της μυστικής μελαγχολίας” έχουμε, όπως προαναφέρθηκε, τη συνάντηση του
αφηγητή (ίσως του συγγραφέα;) με τον Άλλο, που δε διαφέρει από τον εαυτό του.
Παράλληλα, μπορχεσιανοί στη φύση τους είναι και οι ήρωες, όπως για παράδειγμα,
η αναφώνηση του πρωταγωνιστή “Παιχνίδι είναι η λογοτεχνία, φενάκη...” (σ. 49),
που ακολουθείται από τη δεύτερη αφοριστικού τύπου αναφώνηση “Λογοτεχνία είναι η
ζωή που ξαναρχίζεις όταν τελειώσει το διάβασμα. Πιάσε το γρίφο κι άσε το
αίνιγμα να κάνει τη δουλειά του” (σ. 50). Αναδεικνύεται έτσι η διπλά
διαμεσολαβημένη παρουσία του Αργεντινού, αφού πίσω από τη δεύτερη φράση υπάρχει
κείμενο του Μπόρχες. Ο αστυνομικός γρίφος του Ισίδρο Παρόδι, που κρύβεται πίσω
από τη φράση, συνδέεται με τη σειρά του με τους γρίφους του Πόε, σε ένα
παλίμψηστο πολλαπλών αναγνώσεων.
Στο
εξαιρετικά σύντομο “25 Ιανουαρίου. Ένα καλοκαιρινό διήγημα”, ο αργεντινός
συγγραφέας-ήρωας αποτελεί μπορχεσιανό είδωλο και συνομιλεί με τη σιωπή,
αναβάλλοντας το ίδιο έργο που ο τίτλος υπόσχεται πως θα γράψει. Αντίθετα, στο
επόμενο, “Ο Τζόρτζι στο κτήμα. Πρωτοχρονιάτικο διήγημα”, η γραφή διακόπτεται
από την πραγματικότητα, με την οποία ταυτίζεται γεγονοτικά, αφού εξελίσσονται
σχεδόν παράλληλα και εν μέρει με ίδια συμβάντα, ενίοτε διαφοροποιούμενο (σ.
60-61) και άλλοτε εν μέρει κατοπτρικά ίδιο (σ. 62), μέχρι που στο τέλος
ακούγεται “από το πουθενά της άγραφης μυθοπλασίας η φωνή του ξαδέλφου του” (σ.
63), με τη γραφή να υπάρχει φασματικά και να δηλώνεται από τον αφηγητή πως όλα
παγώνουν στην γραφή και ο χρόνος είναι παγωμένος, ανανεώνεται στην κάθε
ανάγνωση.
Στο
αφήγημα “Με τον Φούνες” ο αφηγητής συναντιέται με ήρωα του Μπόρχες, ο οποίος
τους είχε συστήσει, και το κεντρικό θέμα είναι η μνήμη, ενώ παράλληλα επανέρχεται
(μετά το προηγούμενο στο βιβλίο αφήγημα) η έννοια του χρόνου στη μυθοπλασία,
στον αντίποδα της συμβατικής του έννοιας στο πλαίσιο της εξωκειμενικής
πραγματικότητας. Η μνήμη και η έννοια του χρόνου στην αφήγηση συναντιούνται και
αλληλοκαθορίζονται, αφού ο ατομικός μνημονικός χρόνος κυριεύει τη γραφή (σ.
68). Κι εδώ θεματοποιείται η φύση του έργου που σε κάθε ανάγνωση ξαναπαίζεται
στα μάτια του αναγνώστη, όπως στο τέλος του προηγούμενου κειμένου: “Κανείς δε
γερνάει στις μυθοπλασίες” (σ. 71), ενώ “Ο συγγραφέας είναι ελάσσων [θεός],
μπροστά στους θεούς που διέπουν τη λογική της αφήγησης” (σ. 72).
Στα
“Κτερίσματα” ο ίδιος ο Μπόρχες πια παίρνει τον λόγο και τον καταθέτει, ενώ στο
τέλος του υπάρχει (έστω και σε αγκύλες) η υπογραφή του. Η πορεία των κειμένων
αναδεικνύει τη βαθμιαία παραχώρηση λόγου και στον Άλλο ως συν-συγγραφέα, ή
μάλλον αναδεικνύει τον ανοιχτό διάλογο με τον Αργεντινό. Η έννοια της ανάγνωσης
και η έννοια της γραφής συναντιούνται με ρυθμιστή τον Α. Μανγκέλ, γνωστού για
το έργο του Ιστορία της ανάγνωσης. Εγκιβωτίζεται, λοιπόν, ένα αφήγημα
του Μανγκέλ στον Μπόρχες, οπότε οι λόγοι περιπλέκονται, ενώ το θέμα του είναι η
μνήμη και η σημασία της. Θα λέγαμε ότι είναι ολοφάνερο πως τα κείμενα της
συλλογής συνδέονται μεταξύ τους ποικιλοτρόπως καθιστώντας τη ένα έργο
σπονδυλωτό.
Επανεμφάνιση
ηρώων από άλλα έργα έχουμε εν είδει κατάλογου-παρέλασης στο επόμενο κείμενο (“Casting”), με τη
διαφορά όμως ότι εδώ πρόκειται για έργα άλλων συγγραφέων, όπως αποκαλύπτεται
στο τέλος. Οι λόγοι τους συνιστούν ένα πολυσυλλεκτικό κολλάζ που αναδεικνύει με
ακραίο τρόπο μια συνάντηση πολλών συγγραφέων στη σκηνή του Casting. Ακόμα πιο
προκλητικό μεταμυθοπλαστικά είναι και το “Διαβάζοντας το υστερικό κέντρο της
Αθήνας”, όπου τα ονόματα δρόμων της πόλης ζωντανεύουν, αφού είναι πρόσωπα
συγγραφέων. Πρόκειται για το μοναδικό κείμενο που δεν έχει άμεση σχέση με τον
Αργεντινό συγγραφέα, εκτός από την αναφορά στη μικρή φόρμα και τον εμφανή
παραδοξολογικά μεταγλωσσικό του χαρακτήρα.
Τα
επόμενα δύο καταληκτικά κείμενα είναι από τα πιο συμπυκνωμένα της συλλογής μαζί
με τα άλλα δύο στην αρχή του τόμου (“Μουσείο των τύψεων” και “Λέσχη της
μυστικής μελαγχολίας”), αλλά αφορούν στην αφήγηση του έργου (και το διάλογο με
αυτό) ενός θεωρητικού της τέχνης και ενός σκηνοθέτη, συνδεδεμένων και των δύο
με τον Μπόρχες. Κοινό σημείο των δύο κειμένων είναι η ειδολογική κατηγορία της
βιογραφίας σε μορφή σχεδόν καταλόγου. Το “Φάλαινες και αναισθητικά” γίνεται a la
manière de Μπόρχες και η άμεση σύνδεσή του με το επόμενο (“Το εξωφρενικό αριστούργημα”)
γίνεται στο τέλος του, όταν αναφέρεται ο τίτλος και το όνομα του Μπάτον (σ.
109). “Το εξωφρενικό αριστούργημα”, που αποτελεί και τη μοναδική αναφορά εξ
ολοκλήρου στον κινηματογράφο ως τέχνη, αποτελεί προφανώς επιλογή του ίδιου του
Κυριακίδη, η ιδιαίτερη σχέση του οποίου με τον κινηματογράφο είναι εξίσου
σημαντική για την ιδιοσυστασιά του λόγου του, όπως και οι σχέσεις του με
συγγραφείς.
Το
“Βιογραφικό σημείωμα” ως επίλογος, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας κατάλογος
αναγνώσεων κειμένων, μουσικής, ταινιών του ίδιου του συγγραφέα, ενώ η μόνο
πραγματική εξωκειμενική πληροφορία είναι η ημερομηνία γέννησης.
Αντιμετωπίζοντας
τη συλλογή ως όλον, θα πρέπει να τονιστεί πως βασικός ήρωας είναι ο Μπόρχες (με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο) και από τα βασικότερα θέματα η ανάγνωση και η
συν-γραφή. Ο μεταμυθοπλαστικός κόσμος είναι η εξομολογητικού τύπου ενδοσκόπηση
ενός συγγραφικού υποκειμένου που περιπλανιέται και αναζητά συν-γραφείς και
συνάμα συντρόφους για την ίδια τη γραφή του. Είναι πρώτα αναγνώστης στους
λαβυρίνθους της συσσωρευμένης παράδοσης της τέχνης (ζωγραφικής, λογοτεχνίας,
κινηματογράφου, μουσικής) και μετά συγγραφέας ή κινηματογραφιστής. Οι “τύψεις”,
όπως και η “μελαγχολία”, είναι πρόφαση μετριοπάθειας ή φενάκη, αφού πίσω από
τις γραμμές χαμογελάει, καθώς αναδεικνύει τη χαρά του συγγραφέα που διαλέγεται
με τους ήρωες και τους συγγραφείς των “αναγνωσμάτων”: “Λογοτεχνία είναι η ζωή
που ξαναρχίζεις όταν τελειώσει το διάβασμα”.
Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου