ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΓΙΩΓΙΑ
ΣΙΩΚΟΥ, Στα Δέντρα Μιλώ με τ’ Όνομά τους,
εκδόσεις Ωκεανός, σελ. 56
Στο
ανά χείρας ποιητικό έργο της η Γώγια Σιώκου, όπως και σε άλλα παλιότερα, μας
ενθουσιάζει με τον λεκτικό της πλούτο, με τον οποίο χτίζει το ποιητικό της
οικοδόμημα. Γιατί βέβαια η ποίηση δεν αποτελείται μόνον από ιδέες, νοήματα και
ισχυρά μηνύματα. Είναι κι ο «γλωσσικός» τρόπος (ο «ανοίκειος») με τον οποίο
χτίζεται ο κόσμος της (προσεγμένες λέξεις με νοηματική πυκνότητα, λέξεις-σύμβολα,
μετωνυμίες, μεταφορές με συμβολικές προβολές κ.ά.).
Σε
τούτο τη νέα ποιητική της συλλογή αντιλαμβάνεται μεν «βαθιά ρήγματα» στον
κοινωνικό χώρο και χρόνο, αλλά τελικά πιστεύει στη δυνατότητα ενός «ελεύθερου
ορμητικού καλπασμού» και σε μια αυθεντική επικοινωνία με τα πρόσωπα του
Ανθρώπου και της Φύσης σε πολλές εκδοχές και σημασίες τους. Βρίσκεται οχυρωμένη
στην καστροπολιτεία της ποίησης και μπορεί άφοβα να σπουδάζει την πολυσημία του
κόσμου που την περιβάλλει, αλλά και την πολυπρισματική παρουσία του ελληνικού
πολιτισμικού μηνύματος. Ξέρει ιδιαίτερα να ισορροπεί με τέχνη και λογισμό το
ελληνοκεντρικό στοιχείο με μια πανανθρώπινη κοινωνική ευαισθησία. Έτσι ενώ
αντλεί απ’ τον ιστορικό και πολιτισμικό πλούτο της Ελλάδας, όπως και από τις
άξιες μνήμες τόπων, που γι’ αυτήν έχουν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία (η Κρήτη
π.χ.), απ’ το πνεύμα της απουσιάζει η εθνική οίηση και υπερβολή. Ουσιαστικά
μιλά για δέσιμο νου και καρδιάς με τον τόπο που μας γέννησε, μας περπάτησε και
τον περπατήσαμε, μας έδωσε μια στέρεη κοινωνική ύπαρξη και έναν πλατύ
πολιτισμικό ορίζοντα. Το ελληνοκεντρική στοιχείο δίνεται με το πανανθρώπινο
άπλωμα της ματιάς της και δεν προβάλλεται ως μια εμμονή υπερβολής, που μπορεί
να σπάσει τη συνοχή του ευρύτερου κοινωνικού, που δεν ξέρει από εθνικά σύνορα
και αποκλεισμούς. Επίσης είναι δεμένο μ’ ένα λυρισμό, που χαρακτηρίζεται από
βαθιά ανθρώπινα στοιχεία, ενώ παράλληλα περιέχει έναν αναζωογονητικό κι
εμπνευστικό διάλογο με τα πρόσωπα της Φύσης.
Με
το ποιητικό της άνοιγμα αφήνει πλούσια περιθώρια για τις τόσο χρειαζούμενες
στις μέρες μας πνευματικές κι αισθητικές συνθέσεις, που πείθουν κι αναπτερώνουν
το ηθικό εκείνων που καταφάσκουν στη ζωή. Το ηθικό εκείνων που υιοθετούν
διδακτικά (αλλά όχι βέβαια «δασκαλίστικα») μηνύματα και επιμένουν να παλεύουν
κι ανάμεσα στα κύματα του αιώνα».
Αν
σ’ ορισμένα ποιήματα η ποιητική απόδοση καημών και βασάνων δίνει ένα τόνο απαισιοδοξίας
στο συγκεκριμένο έργο της, το συνολικό ποιητικό της τοπίο δεν γέρνει με
μονομέρεια προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχει σοβαρό ποιητικό αντιστάθμισμα με
λυρικό αισιόδοξο τόνο, μπολιασμένο με μια πηγαία αγάπη στην ομορφιά της Φύσης (βλ.
ποιήματα «Αρτεσιανή Πηγή», «Ξέφωτο», «Ροδώνας») και με μια πίστη στην ηθική και
την αισθητική της ήρεμης αντίστασης. Ακόμη η οποιαδήποτε ποιητική ανησυχία για
τη διασάλευση της οικολογικής ισορροπίας όπως και για τους κινδύνους της
ανθρώπινης αλαζονείας και καταστρεπτικότητας αντισταθμίζεται και πάλι από μια
πίστη στα «ξέφωτα», που μπορεί να συναντήσει ο άνθρωπος, όσο και κι αν
αναρριχάται σε «γκρεμούς».
Ας
πιστέψουμε, λοιπόν, ότι η ποίηση της Σιώκου ήρεμα πάντα μας προτρέπει ν’
αναζητούμε «ανθισμένους ροδώνες» και αδιάκοπα «προαναγγέλλει τα μαλάματα της
Άνοιξης», παρ’ όλα τα σπαράγματα (ιστορικά, κοινωνικά, πνευματικά) που μας
συνταράσσουν. Κι εκεί έγκειται ακριβώς η μεγάλη της αξία.
Jennifer Nelson, Untitled (Mesogheia) (λεπτομέρεια), 2016
– σε
εξέλιξη, τραπεζικοί λογαριασμοί, σπιτική κόλλα, χρυσή μπογιά (από τη Γερμανία) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου