12/8/18

Η αλήθεια του Παπαδιαμάντη

Νίνα Παπακωνσταντίνου, Εκίνησε η Σταυριανή, 2018, αρχειακοί μαρκαδόροι σε χειροποίητο χαρτί 


ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ

Ο γράφων παρουσιάζεται δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, κατ’ αποκοπήν διηγηματοτογράφος.

Η αυτοπαρουσίαση του Παπαδιαμάντη, στην αρχή του «Λαμπριάτικου ψάλτη» (1893), και ο συνειδησιακός του διάλογος, που, ανάμεσα στα άλλα, περιέχει και την ερώτηση: πόθεν έλαβες αφορμήν να υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας αναμνήσεις σου ή συγκινείται από από τα αισθήματά σου;
μας δίνει την ρεαλιστική βάση του διηγήματος –όπως έχει υποστηριχθεί–, συγχρόνως όμως μας δίνει και την ποιητική υπέρβαση του ρεαλισμού. Και τούτο γιατί υπέρβαση δείχνει ο ορισμός της αναγνωστικής απόλαυσης με τις λέξεις θέλγεται και συγκινείται, ενώ οι τεχνικές της ανάμνησης και της διάχυσης του αισθήματος δημιουργούν τον χώρο της ποιητικής μεταφοράς.
Οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη, κατά κανόνα, είναι τραγικές. Κοινωνικά στερεότυπα, συμπεριφορές, προλήψεις και η τρικέφαλος ανθρωπίνη κουφότητα («Ναυαγίων ναυάγια») ενεργοποιούν την κακή τύχη, την μοίρα, που άλλοτε την φέρει σε πέρας η φύση και άλλοτε ο κρυπτόμενος (πολυπρόσωπος) δαίμων. Σε κάθε περίπτωση, η αφήγηση μιας ιστορίας είναι η προβολή εκδοχών της ανθρώπινης μοίρας, που συνήθως τιμωρεί. Γι’ αυτό το λόγο, η μεταφυσική αισθητική έχει ιδιαίτερη ισχύ στην διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη, όπου η λύση έρχεται από φυσικά, θρησκευτικά, μαγικά και μυθικά μέσα. Ο άνθρωπος εμφανίζεται γυμνός από δυνατότητες, έρμαιο, πιασμένος για τα καλά στα δίχτυα της μοίρας. Ακόμα κι όταν ευτυχεί, πληρώνει.

Τυπικό παράδειγμα είναι ο νεαρός βοσκός στο «Όνειρο στο κύμα» (1900). Η τύχη θέλησε να αισθανθεί την θωπεία του απαλού σώματος της αγνής κόρης Μοσχούλας, καθώς την έσωζε από το κύμα, αλλά η κατσίκα του, που έχει το ίδιο όνομα Μοσχούλα, πνίγηκε με το σχοινί της. Θαρρείς πως η μοίρα ζητούσε την αμοιβή της για την στιγμιαία ευτυχία. Όμως, την απόλυτα καταστρεπτική δράση την ασκεί ο κρυπτόμενος δαίμων, στο διήγημα «Ναυαγίων ναυάγια» (1893)· σχεδόν στο μισό της έκτασης του διηγήματος απλώνεται η εικόνα της δράσης του, ενώ στο υπόλοιπο, ξεδιπλώνεται η «συνεργασία» της λαϊκής πρόληψης και της συμφεροντολογικής πονηριάς: η παράδοση για το μάτι της λίμνης και τον αφαλό της θάλασσας, για την μαγική επικοινωνία τους αλλά, ταυτόχρονα, είναι και το μικροσυμφέρον που δηλώνεται με την βία της κλεψιάς. Στο διήγημα αυτό, ο ρεαλισμός της φουρτουνιασμένης θάλασσας εμποτίζεται με το πληγωμένο συναίσθημα του θρησκευόμενου, εξαιτίας των αμαρτωλών ναυτών, και η αρχή του διηγήματος κατακλύζεται από την ορμητική ρομαντική εικόνα, κυριαρχούμενη από την ποιητική λειτουργία της γλώσσας. Ο Παπαδιαμάντης καταφεύγει σε έκφραση υπερθετικού βαθμού, ικανή να προκαλεί το συναίσθημα, παρουσιάζοντας την σχέση φύσης/ανθρώπου ως σχέση διαρκούς αντιπαλότητας, με την φύση να έχει ταυτιστεί με τον χριστιανικό θεό (ή το πονηρόν πνεύμα, κατά θείαν πραχώρησιν).
Στο πλαίσιο αυτό, το ναυάγιο είναι η θεϊκή δίκη για τους τρεις άνδρες που ήσαν αμαρτωλοί, υποπεσόντες κατά κόρον εις τα συνήθη και κοινά παρά πάσι πταίσματα, ίσως και εις ολίγην λαθρεμπορίαν πλέον μικράς δόσεως ναυταπάτης. Η εξήγηση του ναυαγίου, τελικά, πέρα από την ρεαλιστικά και αισθητικά άρτια περιγραφή των πελωρίων κυμάτων, μετακινείται προς την χριστιανική μεταφυσική, και μέσα στον δικό της χώρο συναντά το υποκειμενικό κριτήριο του βαθιά θρησκευόμενου ανθρώπου. Εκεί, ο ρεαλισμός που απεικονίζει την ασήμαντη ζωή, την κυνηγημένη από την ανέχεια, από τις δοκιμασίες και από τα βάσανα, χαλαρώνει, παρακάμπτεται, ενώ, την ίδια στιγμή, δυναμώνουν οι αντοχές, στερεώνεται η κοινωνική συνοχή και εντείνεται η αφοσίωση στη μεταφυσική εξήγηση των ανθρωπίνων.
                Είναι και ο μηχανισμός της ανάμνησης που κατατείνει στον ίδιο στόχο. Από τη μια, ελευθερώνει την εμπειρία από τις αιχμές της, ενώ, από την άλλη, δύσκολο είναι να μην προσεγγίσει επιθυμίες και να μην εκφράσει νοσταλγίες. Στον Παπαδιαμάντη, όπως βλέπουμε στα «Ναυαγίων ναυάγια», δεν είναι τόσο η ρεαλιστική απόδοση ενός ναυαγίου αλλά η μεταφυσική υπόσταση του κύματος. Έτσι, το ναυάγιο περιγράφεται με τη θάλασσα «μανιωδώς παφλάζουσα» και με κύματα που έχουν ενσωματώσει τον δαίμονα και την πρόθεση να ρίξουν το καράβι (τον ελεεινόν φελλόν – «Ναυαγίων ναυάγια» και «Φώτα ολόφωτα», 1894) στο βράχο. Αυτός ο ανιμισμός του κύματος, εμπλουτίζει την φύση με δύναμη μαγική, που παρόμοια βρίσκουμε μόνο στα παραμύθια και στις αναμνήσεις από την παιδική ζωή.
Εξάλλου, όλο το δεύτερο μέρος του διηγήματος κάνει αναφορά σε πράγματα που τον συνοδεύουν από την παιδική του ηλικία τον Παπαδιαμάντη, όπως το δείχνουν οι λαϊκές πεποιθήσεις για μεταφυσικές διαδρομές ή οι αφηγήσεις που τις υποστηρίζουν. Η επιστροφή στο χαμένο κέντρο της αθωότητας δεν σημαίνει μόνο ένα απολογισμό αλλά και μια συνάντηση με την στιγμή προκαθορισμού της μοίρας.

Η Γεωργία Λαδογιάννη είναι καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: