1/4/18

Η μεταμυθοπλασία ως κριτική του μεταμοντερνισμού

Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Πεθερά, 2008, λάδι σε καμβά, 18 x 24 εκ. 



ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ

Είναι ενδιαφέρον, και ορισμένες φορές προκλητικό, να επισκοπούμε από την αρχή τους φορτισμένους όρους. Ας δούμε τον όρο «μεταμυθοπλασία». όρο σχετικά αμήχανο, όχι επειδή είναι δανεικός ή αντιδανεικός, ούτε γιατί συνδέεται με το όχι πλήρως ψυχαναλυμένο τραύμα του «μετά-», που το βιώνουμε με το δικό μας τρόπο εμείς οι Νεοέλληνες, αλλά γιατί ενσωματώνει τη διαφοροποίησή του από το μεγάλο, κάποτε αντιδραστικό, άλλο «μετα-», τον μεταμοντερνισμό.
Τι είναι λοιπόν μεταμυθοπλασία; Μια αφήγηση που προσπαθεί να δείξει πως δεν είναι αθώα: πως είναι αυτοσυνείδητη ή αυτοαναφορική. Πως ακόμη κι αυτός που την αφηγείται είναι μυθοποιημένος, μπλεγμένος στις παγίδες και στις κλωστές της. Μια αφήγηση που διερευνά αυτό που κάνει παρουσιάζοντάς το αλλιώς, από απόσταση.
Τι διακρίνει τη μεταμυθοπλασία από την απλή μυθοπλασία; Η ανάδειξη του «ψευδούς» (της πλασματικής ψευδαίσθησης), του τεχνητού, της «αιτιολογίας» και της κάλυψης· η στροφή του ενδιαφέροντος στη διαδικασία, στο μέσο, στη συγγραφή και τη δημιουργία του έργου, που γίνονται μέρος της αφήγησης και όχι εξωτερικές συνθήκες και προϋποθέσεις της: με άλλα λόγια, η συνειδητή και ορατή ή εύληπτη ενσωμάτωση του στοιχείου του στοχασμού μέσα στην πλέξη του κειμένου. Και, κρυμμένος πίσω από τη συνείδηση, ο ίσως ασυνείδητος φόβος μήπως κανείς δεν ερευνήσει το αρχείο μας, η φροντίδα να ελέγξουμε εμείς την πρόσληψή του. Όλοι μας άλλωστε, αυτοί που διαβάζουμε και γράφουμε, έχουμε προσβληθεί από τον «ιό της μεταμυθοπλασίας». Αυτό φαίνεται ανάγλυφα στο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, Η μεταμυθοπλασία στην νεοελληνική πεζογραφία (εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2017), που συγκεντρώνει κείμενα μεταμυθοπλασίας και περί μυθοπλασίας.

Τα κείμενα του βιβλίου αποδίδουν, άλλωστε τα τέσσερα πιο τυπικά είδη μεταμυθοπλαστικών κειμένων:
−Κείμενα που γράφονται με τη γνώση ότι η ιστορία στην οποία αναφέρονται είναι κατασκευασμένη (διηγητικά).
−Κείμενα που γράφονται με συναίσθηση ότι η γλώσσα τους είναι κατασκευασμένη (γλωσσικά).
−Κείμενα κριτικής, ερμηνείας και θεωρίας (εμφανή).
−Κείμενα με ενσωματωμένα τα μεταμυθοπλαστικά στοιχεία τους, στην πλοκή και στον μύθο τους (συγκεκαλυμμένα).
Παράλληλα, η μεταμυθοπλαστική ιδιότητα αφορά την αυτοσυνείδητη και αφηγηματοποιημένη εξωτερική σύγκλιση των παραπάνω κειμένων, τον τρόπο με τον οποίο επιλέγονται, συνδυάζονται και οργανώνονται μεταξύ τους. Συγχρόνως, δηλαδή, η μεταμυθοπλασία αποτελεί μια αφήγηση για την υπόσταση, συνύπαρξη και σύνθεση των κειμένων που την συναποτελούν: μια αφήγηση για τον τρόπο και το λόγο που κείμενα διαφορετικών ειδών και στόχων συνδυάζονται, ιεραρχούνται και δημοσιεύονται.
Με άλλα λόγια, υπάρχει η συγκαλυμμένη και εμφανής υπόσταση της μεταμυθοπλασίας: το μέσα και το έξω της, το βάθος και το πλάτος της, το μικρό και το μακρό, η στοιχειακότητα και η συμβαντικότητά της. Κάθε προσέγγισή της, άλλωστε, αποτελεί κι ένα συμβάν ανάγνωσης, κριτικής, παιγνίου, μαθητείας και διδασκαλίας. Το βλέμμα του μεταμυθοπλάστη είναι αναγνωστικό και σχολιαστικό: κείμενα εναλλάσσονται με μετακείμενα και μας μεταμορφώνουν σε διαφορετικούς αναγνώστες κάθε φορά: αναγνώστες της κρεβατοκάμαρας, της πολυθρόνας ή του γραφείου, μαθητές ή δασκάλους, ερευνητές ή φίλους…
Ως εκ τούτου, η μεταμυθοπλασία προτείνει τις αναγνώσεις της: σενάρια προσεγγίσεων ολοκληρωμένα, που μπορούν να λειτουργήσουν αυτούσια ή επιλεκτικά. Σενάρια που μιλούν για την παράδοση, τον μοντερνισμό, τον μεταμοντερνισμό, την ιστορία, την πραγματικότητα, την επιστημολογία, τη φιλοσοφία, την ιδεολογία. Ο πλουραλισμός, βέβαια, θεωρητικός, κριτικός και μετακριτικός, είναι κι αυτός ένα από τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού. Πόσο, όμως, η μεταμυθοπλασία συγκλίνει με −ή αποκλίνει από− τον μεταμοντερνισμό; Το εν λόγω βιβλίο του Kώστα Βούλγαρη αποτελεί μία εκδοχή μεταμυθοπλασίας που εκλαμβάνεται εδώ ως υποδειγματική. Η συζήτηση είναι μεγάλη.
Ο μεταμοντερνισμός προκύπτει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, και αποτελεί αναγέννηση, μετα-αποκαλυπτική φιλοσοφία που επιδιώκει να γιατρέψει τη νεωτερικότητα του Διαφωτισμού στις σκοτεινές πλευρές της. αποτελεί συγχρόνως ανάμνηση και καταστροφή αυτής της νεωτερικότητας. Στην ιστορία του μοντέρνου υπάρχουν, μάλιστα, κυρίαρχες, υψηλές και αρνητικές ή κριτικές στιγμές, στιγμές δηλαδή ηγεμονικές, ανώτερες και κατώτερες, θετικές και αρνητικές.[1]
Αντιστοίχως, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στην ιστορία της αισθητικής του δεύτερου μισού του 20ού και στον 21ου αιώνα, υπάρχουν τρεις διαφορετικές στιγμές, μία κυρίαρχη, μία υψηλή, και μία κριτική: ο μεταμοντερνισμός (που συμπεριλαμβάνει τις μεγάλες αφηγήσεις και τις μετα-αφηγήσεις), το παράλογο και η μεταμυθοπλασία. Αν θέλαμε να δούμε τη διαφορά τους, θα λέγαμε ότι ο μεταμοντερνισμός είναι η κυρίαρχη ιδεολογία, το παράλογο η υψηλή στιγμή, και η μεταμυθοπλασία η μηδενιστική, πιο κριτική, και πιο κρίσιμη στιγμή της φάσης της μετανεωτερικότητας (ενσωματώνοντας και τις μικρο-αφηγήσεις, αλλά και τα γλωσσικά παίγνια).[2]
Ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η μεταμυθοπλασία (η ενσωμάτωση του θεωρητικού και ιδεολογικού λόγου στην αφήγηση, η κριτική του Lyotard στις μετα-αφηγήσεις, του Althusser στις επερωτήσεις, και του Baudrilliard στην υπερπραγματικότητα) συνιστά την υπονομευτική, ή ελεγκτική στιγμή του μεταμοντερνισμού, θα μπορούσε να αφορά τη σχέση της μεταμυθοπλασίας με την ιστορία.
Μεταμυθοπλασία και ιστορία
Μήπως η χρήση της ιστορίας, η παρέμβαση σε αυτήν, αποτελεί τον κατεξοχήν τρόπο υπονόμευσης της κυρίαρχης μεταμοντερνιστικής αφήγησης; (Μένει να δούμε –αλλά δεν θα το κάνουμε εδώ− αν αυτή η υπονόμευση χαρακτηρίζει τη νεοελληνική περίπτωση, ή αν υπάρχει στα καθ’ ημάς και κυρίαρχος μεταμοντερνισμός, κάτι που επίσης έχει τεθεί και συζητηθεί με μεγάλο ενδιαφέρον).
Η σχέση της μεταμυθοπλασίας με την ιστορία αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής μεταμυθοπλασίας. Πιστεύω ότι η νεοελληνική μεταμυθοπλαστική επιμονή με την ιστορία[3] βασίζεται άλλωστε και στην περιφερειακότητα της νεοελληνικής κουλτούρας, αλλά και στη συμβολική της κεντρικότητα: δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ιστορία, αλλά δεν μπορούμε και να την συμπεριλάβουμε εύκολα και χωρίς αβεβαιότητες, χωρίς κενά και ερωτηματικά.
Από την άλλη πλευρά, η (νεοελληνική) λογοτεχνία ελάχιστα μπορεί να αναγνωσθεί κλειστά ή μονομερώς, γιατί δεν είναι σχεδόν ποτέ απλώς κάτι, κλασική, ρομαντική, ή μοντερνιστική: πάντα υπεισέρχονται η μικρο-ιστορία και τα ιστορικά μας παίγνια: οι έτερες αφηγήσεις και πραγματικότητες, οι άλλοι λόγοι, οι άλλες φωνές, και οι πιο προσωπικές, οι φωνές των φίλων, τα βιβλία που διάβασαν ή δεν πρόλαβαν να διαβάσουν, οι αναμνήσεις, οι εμπειρίες, που ακόμη κι αν δεν τις βίωσες, ήταν τόσο ισχυρές που αναρωτιέσαι αν ήταν δικές σου…[4] Παράλληλα, όπως φαίνεται σε σημαντικά κείμενα και ολόκληρες ενότητες του βιβλίου, η μεταμυθοπλασία δεν είναι μόνον ο στοχασμός περί ιστορίας, αλλά και η λογοτεχνία της ιστορίας.
Η λογοτεχνία, προφανώς, νομιμοποιείται όχι μόνον αισθητικά αλλά και ιστορικά, συνήθως και σε μεγάλο βαθμό υπονομεύοντας την ιστορία. Οι λογοτεχνικές θεωρίες περί ιστορίας υπερασπίζονται την ισχύ τους, χτίζοντας το δικό τους «μουσείο λάθους», ανάγοντας έτσι τα ιστορικά δεδομένα σε μεταφορές.[5] Βεβαίως, όπως η λογοτεχνία, έτσι και η ίδια η ιστορία διαθέτει τις δικές της αντιρρητικές εκδοχές. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, δύο εκδοχές της ιστορίας: η ιστορία ως σοβαρό και νομιμοποιητικό πολιτιστικό έδαφος (που προβάλλει τον νόμο, την τάξη, την αλήθεια, την αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα), αλλά και ως νομαδικό πεδίο (που βρίσκεται διαρκώς σε εκκρεμότητα και προσαρμογή).[6] Όσον αφορά λοιπόν τη σχέση της με την ιστορία, θα τολμούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία παρακολουθεί μια νομαδική επιστήμη της ιστορίας και, έτσι, πολύ συχνά, γίνεται κι αυτή νομαδική.
Κεντρικό παράδειγμα μεταμυθοπλαστικού χειρισμού της ιστορίας αποτελεί η πολυσυζητημένη Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού, που ενσωματώνεται στο βιβλίο του Βούλγαρη. Μια συζήτηση έχει ανοίξει και εξακολουθεί να διεξάγεται: μια συζήτηση που συμπεριλαμβάνει, εκτός από τον Θανάση Βαλτινό, την Τζίνα Πολίτη, τον Κώστα Βούλγαρη, τον Άγγελο Ελεφάντη και πολλούς άλλους, και μαζί όλα τα τραύματα, ιστοριογραφικά, πεζογραφικά και ποιητικά, του εμφυλίου, όλα τα κενά αέρος της ιστορίας. Ανασκάπτοντας τα πολύμορφα κείμενα του βιβλίου του Βαλτινού, η συζήτηση περί ιστορίας αναδεικνύει την πολλαπλή στρωματογραφία τους. Η βασιλική οδός της αφήγησης διαλύεται, ξεσκάβεται, ξαναγίνεται χωματόδρομος, που προσδίδει τα ορυκτά του χρώματα. Μας ενοχλεί αυτή η επιστροφή. Πώς το τρύπημα από τις σφαίρες ή τα κοντάρια, το χτύπημα ή η θανάτωση, τα κίνητρα και τα αποτελέσματά τους, ονομάζονται πόλεμος, και τι μαθαίνουμε από την ιστορία χωρίς την ανάδειξη των κεντρικών σημασιών του πολέμου; Διαπιστώνουμε μια εκκρεμότητα: πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τα δεδομένα μας.
Ο αναγνώστης των κειμένων αλλά και των αναγνώσεων της λογοτεχνικής ιστορίας καλείται να σκεφτεί: να αντιδράσει, και ίσως να αγανακτήσει· να ρωτήσει: «τι θέλεις να κάνω με αυτά»; Δηλώνουν σεβασμό ή άρνηση της λογοτεχνίας; Ποια είναι η παρτίδα, το παιχνίδι «λογοτεχνίας και ιστορίας» που θέλετε να παίξω; Εκεί ακριβώς βρίσκεται η βασική υπονόμευση της κυρίαρχης αφήγησης.
Κι όμως, στην μεταμυθοπλασία τίποτε δεν συσσωρεύεται άκριτα, όπως θα γινόταν σε μία «αποικιοποίηση του μυθοπλαστικού»[7] που θα αναλάμβανε ο μεταμοντερνισμός, αλλά τα χαρτιά τα ξαναρίχνουν ο στοχασμός και η κριτική σκέψη, φέρνοντας στο προσκήνιο την ιδεολογία. Ουσιαστικά, η μεταμυθοπλασία είναι ένα πεδίο που αντιδρά στον (μετα)μοντερνισμό (και τις μετα-αφηγήσεις του: της επιστήμης, της λογικής και των δογματισμών) και επαναφέρει στην λογοτεχνία την ιδεολογία, δομώντας τα κείμενα με βάση το πολιτικό ασυνείδητο. Ο μοντερνισμός έχει άλλωστε αρθρώσει τον εξουσιαστικό του λόγο, ως πρωτότυπο και ατομικιστικό, ακόμη και μέσα στην απελπισία του. Όπως καταλαβαίνετε, κι εμείς αυτή τη στιγμή μεταμυθοπλάθουμε….
Και μια τελική σκέψη. Πιστεύω πως η μεταμυθοπλασία μας καλεί να ξαναδιαβάσουμε τα κείμενα που την συνθέτουν, όχι ως αρχειακό υλικό (ή στη μορφή μιας αποχρονικοποιημένης ανάμνησης), αλλά με όλους τους κινδύνους και τις ανασφάλειες της αυθεντικής έναρξης. Να βρεθούμε ενώπιόν τους μέσα σε έναν χρόνο ανοικτό. Σε μια επανάληψη που αντιτίθεται στην ανάμνηση. Με φροντίδα και εγγύτητα σε έναν διαρκή διάλογο μεταξύ αναγνώστη και κειμένου, να ενταχθούμε σε μια δραστηριότητα διαρκούς συμμετοχής και επανεξέτασης.
Η εμπειρία της εκτυλίξεως του διαλόγου μας με τα κείμενα της μεταμυθοπλασίας προχωρεί όχι μέσω της καταναγκαστικής χωρικοποίησης (αν τα δούμε ως αρχείο) ή της αναμνηστικής ερμηνείας (αν τα δούμε ως πεδίο ιμπρεσσιονιστικής ανάγνωσης), αλλά μέσω της κυκλικής συμμετοχής σε −και εξερεύνησης τής− υπάρχουσας χρονικότητας των κειμένων αυτών ως διαδικασίας. Έτσι, ανοίγονται πολλές πιθανότητες για τη σημασία και την αλήθεια τους. Το με ανοιχτό τέλος συμβάν της μεταμυθοπλασίας αντιστέκεται σε όλους τους αποκλεισμούς, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και κάθε αναγωγή στην αποκλειστικά κειμενική της μορφή: ο μεταμυθοπλαστικός λόγος θα αποτελεί πάντα αφορμή νέων συναντήσεων.

Η Ελισάβετ Αρσενίου διδάσκει Νεοελληνική λογοτεχνία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης


[1] Το υψηλό αναλαμβάνει να συμβολίσει μια θετική σύλληψη ενός συγκεκριμένου φιλοσοφικού ή πνευματικού ρεύματος (π.χ. τη θεϊκή εξύψωση του χριστιανισμού ή τον ανθρωπισμό του διαφωτισμού) ενώ ο μηδενισμός να αποδώσει μια αρνητική σύλληψη (π.χ. τη λογική του χριστιανισμού ή την εξουσιαστική θεότητα του Διαφωτισμού). Η άποψη αυτή διατυπώνεται από τον Will Slocombe στη μελέτη του Nihilism and the Sublime Postmodern: The (hi)story of a Difficult Relationship from Romanticism to Postmodernism Routledge, 2006, σ. 57
[2] Βλ. Will Slocombe, ό, π., σ. 68.
[3] Ξεκινώ με μία αναφορά του Κώστα Βούλγαρη σε συνέντευξή του, με την οποία συμφωνώ: «Στον τομέα της μεταμυθοπλασίας έχουμε μάλιστα ένα πολύ ιδιαίτερο ελληνικό χαρακτηριστικό, την επιμονή με την Ιστορία. Πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με το λατινοαμερικανικό ρεύμα των Μπόρχες και Κορτάσαρ. Αλλά υπάρχει το πρόβλημα της γλώσσας. Ήδη από την εποχή του Σολωμού στην Ελλάδα γίνονταν κατά καιρούς πράγματα πιο προωθημένα από ό,τι σε άλλες κουλτούρες, αλλά η ελληνική γλώσσα δεν είχε το ειδικό βάρος που θα έκανε τους άλλους να της δώσουν σημασία. Πρόκειται απλώς για θέματα ισχύος…» Κώστας Βούλγαρης, «Στην Ελλάδα, τα σημαντικά πράγματα γίνονται στις αποκλίσεις», συντ. Μανώλης Πιμπλής, Τα Νέα, 30/09/2017.
[4] Παραλλήλως βέβαια, η μεταμυθοπλασία είναι η φιλοσοφία της ιστορίας. Με την έννοια αυτή, όπως ευφυώς επισημαίνει η Τζίνα Πολίτη, και ο Μάρξ, δημιουργεί μία τραγική μεταμυθοπλασία για την ιστορία, με στέρηση, καταπίεση και αίσιο τέλος. Βλ. Τζ. Πολίτη, «Το βουβό πρόσωπο της ιστορίας», πρωτοδημοσιευμένη στο περ. Η λέξη, τχ. 125, 1995, που επαναδημοσιεύεται στο Κώστα Βούλγαρη Η Μεταμυθοπλασία…, ό.π., σ. 275.
[5] Σχολιάζοντας στο βιβλίο του, Pataphysics: the Poetics of an Imaginary Science, τον υποβιβασμό της ιστορίας από την επιστήμη, ο Christian Bök επισημαίνει πως όσες φορές η επιστήμη ανασκαλεύει την ιστορία της αφηγείται τη μετάβαση από το λάθος της ποίησης στη δική της ακρίβεια, παρότι η ιστορία βλέπει την επιστήμη όχι ως πρόοδο στη αλήθεια αλλά ως συνθήκη αλήθειας. Έτσι η ιστορία γίνεται αυτό που ο George Canguilhem αποκαλεί Le passé dépassé, ένα μουσείο λάθους, όπου ο χρόνος ανάγει κάθε έννοια σε μεταφορά (Northwestern University Press, Evanston, Illinois, 2002, σ. 13).
[6] Η νομαδικότητα είναι μια έννοια που οι Deleuze και Quattari επεξεργάστηκαν εκτεταμένα, ήδη από τη δεκαετία του ’70, στον Αντι-Οιδίποδα. Η επαναστατική τους «μικροπολιτική της επιθυμίας», ως ο μοναδικός τρόπος υπέρβασης των σκοτεινών πλευρών του μοντερνισμού, περνά μέσα από τα άτομα, ως «νομάδες επιθυμίας». Τα άτομα υπερβαίνουν όλες τις καταπιεστικές και στατικές μορφές ταυτότητας, γινόμενα νομάδες (και όχι μονάδες) της επιθυμίας σε μία διαρκή διαδικασία γίγνεσθαι και μεταμόρφωσης.
[7] Σύμφωνα με την πολυσυζητημένη άποψη του Fredric Jameson, η σύγκλιση όλων των λόγων σε ένα αδιαφοροποίητο όλον ήταν το αποτέλεσμα της «αποικιοποίησης της πολιτιστικής σφαίρας», που είχε διατηρήσει κάποια μερική αυτονομία κατά τη διάρκεια του πρώιμου μοντερνισμού, από ένα πρόσφατα οργανωμένο εταιρικό καπιταλισμό. (Postmodernism: Or, the Cultural Logic of Late Capitalism (Poetics of Social Forms) 1st Edition, Duke University Press, (1984), 1991, σ. 405)

Δεν υπάρχουν σχόλια: