Λίγες σκέψεις
ΤΗΣ
ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ηλίας Δεκουλάκος, Nature morte, 1971, enamel, 195 x 130 εκ. |
Είναι
πλέον κοινός τόπος στη συζήτηση περί της μυθοπλασίας, ότι η μεταμυθοπλασία
αποτελεί μια συνειδητή, αναστοχαστική, και συχνά παιγνιώδη μορφή τέχνης, η
οποία αναδεικνύει και συνάμα προβληματικοποιεί παραδοσιακές αντιλήψεις, τόσο για
τη σχέση της τέχνης με τη γλώσσα και την πραγματικότητα όσο και τη σχέση των
δύο τελευταίων.
Βέβαια,
η μεταμυθοπλαστική τεχνική της αυτοαναφορικότητας δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο.
Αποτελεί καταστατικό χαρακτηριστικό του μοντερνισμού, αλλά επίσης απαντά και
πολύ παλαιότερα, για παράδειγμα στα μυθιστορήματα του δεκάτου ογδόου αιώνα που
θεματοποιούν τη διαδικασία της γραφής (μνημειώδες παράδειγμα ο Tristam Shandy του Lawrence Sterne) ή ακόμη και στον
ρεαλισμό, ο οποίος υποτίθεται αποτελεί καθρέφτη του πραγματικού. Μέσα από την
καθοδήγηση του «παντογνώστη αφηγητή», ο οποίος προειδοποιεί, κατηγορεί,
στοχάζεται και απευθύνεται στον αναγνώστη, αίρεται ενίοτε η αληθοφάνεια της
μυθοπλασίας, αυτό το παράδοξο που προϋποθέτει ο ρεαλισμός ως αισθητικό ρεύμα. Όμως,
η μεταμυθοπλασία συνδέεται χρονικά, όσο και εννοιολογικά, με την πολιτισμική
συνθήκη που o Fredric Jameson ονόμασε «μεταμοντερνισμό»
και τη συνέδεσε με τη λογική και την οικονομία του ύστερου καπιταλισμού. Γίνεται, δηλαδή, αντιστοίχιση μιας κυρίαρχης αισθητικής
μορφής με ένα ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον, σε συμφωνία με την ορθόδοξη
μαρξική προσέγγιση.
Η
μεταμυθοπλασία, επομένως, «ανήκει» σε μια ιστορική πραγματικότητα, την ίδια
στιγμή που ανακηρύσσει την αυτονομία της γραφής από την κοινώς εννοούμενη «πραγματικότητα»,
ακόμη πιο κατηγορηματικά από ό,τι έκανε ο μοντερνισμός. Αυτό το φαινομενικά οξύμωρο
θα θιγεί εν συντομία αμέσως παρακάτω. Όμως, εν προκειμένω, το ερώτημα που
τίθεται συχνά κατά τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ μεταμυθοπλασίας και της
«μεταμοντέρνας κατάστασης», δηλαδή το ερώτημα, εάν η μεταμυθοπλασία αναπαράγει
ή ασκεί κριτική στον μεταμοντερνισμό ως το ιστορικό και πολιτισμικό της πλαίσιο,
δεν αποδεικνύεται ίσως τόσο γόνιμο, επειδή τελικά μπορεί να απαντηθεί με διπλή
κατάφαση και μόνον. Η μεταμυθοπλασία κάνει και το ένα και το άλλο, ακριβώς όπως για
παράδειγμα τα έργα του μοντερνισμού αποτελούν συγχρόνως παράγωγα της αστικής,
αλλοτριωτικής νεωτερικότητας (όπως τα κατηγορεί ο Georg Lukacs) και επίσης εναντιώνονται
σε αυτήν (όπως ανταπαντούν ο Bertolt Brecht και ο Walter Benjamin) ακριβώς μέσω της μορφής
τους. Και ασφαλώς, υπάρχουν πολλές διακρίσεις και περάσματα μεταξύ των ειδών
μεταμυθοπλασίας, που χρειάζεται να ερευνηθούν καθώς κλονίζουν την αναγωγικότητα
των θεωρητικών σχημάτων και διαμαχών με τις οποίες επιχειρούμε να την
κατανοήσουμε ορίζοντάς της.
Με
ποιον τρόπο, λοιπόν, η μεταμυθοπλασία φαίνεται να περιπλέκει την αναφορικότητα
της τέχνης; Ποια η σχέση της με την πραγματικότητα; Μια ιδρυτική στιγμή της
θεωρίας της μεταμυθοπλασίας εντοπίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν ο Roland Barthes ανήγγειλε τον
«θάνατο του συγγραφέα», ως θεμέλιο μιας κριτικής της λογοτεχνίας, η οποία δεν
απέδιδε πλέον το νόημα ενός κειμένου στην απαρχή του. Ένας εξίσου σημαντικός σταθμός
υπήρξε, επίσης, η διακήρυξη του Barthes, λίγα χρόνια αργότερα, το 1971, της μετάβασης από την παραδεδομένη
έννοια του «έργου», ως ενός κλειστού κόσμου, το νόημα του οποίου εξαρτιόταν από
τις προθέσεις του συγγραφέα-δημιουργού, στην ανοικτή θάλασσα της «γραφής» και
του «κειμένου», όπου οι οιονεί άπειρες συνδέσεις των γλωσσικών σημείων λειτουργούν
πολλαπλασιαστικά ως προς το νόημα και αντιστέκονται σε κάθε ιδέα ή απόπειρα
οριστικοποίησής του. Αυτή η νέα αντίληψη για την τέχνη, ή ευρύτερα την
αναπαράσταση, εξέθεσε την αστάθεια της αναφορικής λειτουργίας της. Η τέχνη δεν νοούταν
πλέον αυτομάτως ως αντανάκλαση της πραγματικότητας, αλλά μάλλον ελάμβανε το
νόημά της αυτοαναφορικά, μέσα στο πλαίσιο της εκάστοτε γλώσσας της, και
διακειμενικά, σε σχέση με άλλα κείμενα.
Eξάλλου, η παροιμιώδης έμφαση της μεταμυθοπλασίας στην ίδια τη διαδικασία
της κατασκευής της (καλλιτεχνικής) αναπαράστασης, θέτει ακριβώς το ζήτημα της
σχέσης τέχνης και πραγματικότητας, και μάλιστα με αμφίδρομο τρόπο. Δηλαδή, ενώ
αποκαλύπτει την ανεξαρτησία της τέχνης ως συμβολικό σύστημα από την αναφορά της
στην πραγματικότητα ως πηγή «αλήθειας», αντίστροφα, επισημαίνει, επίσης, τις
αφηγηματικές δομές που συγκροτούν την πραγματικότητα καταστατικά και όχι απλώς
περιστασιακά. Μπορεί ο σημειωτικός χαρακτήρας της πραγματικότητας, η
διαμεσολάβησή της από γλωσσικές κατηγορίες και έννοιες να αναφαίνεται πιο
εναργώς, για παράδειγμα, στο μεταμοντέρνο φαινόμενο της «υπερπραγματικότητας», όπως
το περιγράφει ο Jacques Baudrillard αναφορικά με
τη λειτουργία των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας που τείνουν να υποκαθιστούν το
πραγματικό. Όμως, η μεταμυθοπλασία αναδεικνύει την ύπαρξη μιας εγγενούς
αφηγηματικότητας σε κάθε σύλληψη του πραγματικού διαχρονικά. Παραβάλετε, για
παράδειγμα, τη γραφή του Μπόρχες που κατασκευάζει επιδεικτικά φανταστικούς
κόσμους με λεπτομερή αληθοφάνεια.
Η αφηγηματική διαμεσολάβηση της πραγματικότητας Heyden White, όταν στο
κεφαλαιώδες βιβλίο του Metahistory καταρρίπτει την
αξίωση αντικειμενικότητας που προβάλλει η Ιστορία, η κατεξοχήν επιστήμη του
πραγματικού, όχι βάσει των αντιτιθέμενων πηγών, αλλά λόγω της γλωσσικής
υποδομής της Ιστορίας, του ρητορικού της χαρακτήρα που την καθιστά συγγενή με
τη λογοτεχνί α. O White δεν αρνείται ότι υπάρχουν
γεγονότα, αλλά επισημαίνει ότι ένα γεγονός γίνεται ιστορικό μόνον όταν ενταχθεί
στην ιστορική αφήγηση, που εν τέλει μοιράζεται σχήματα και τρόπους με τη
λογοτεχνική αφήγηση. υπογραμμίζεται
ακόμη εναργέστερα στο έργο του σύγχρονου φιλοσόφου της ιστορίας του
Το να αποκαλύπτεται, βέβαια, η αναφορά στο πραγματικό τεχνητή, και ανεπαρκής
στο να περικλείσει το νόημα της τέχνης, δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι καταργείται πλήρως
η αναφορική λειτουργία της τέχνης ή η γνωσιακή της αξία. Η παραθεματική λογική
της μυθοπλασίας, όπως και η ιστορική μεθοδολογία του έργου των Στοών του Benjamin, αντιθέτως,
της προσδίδει μεγάλη πολιτική φόρτιση, καθώς αποκαλύπτεται η ιστορικότητα της
αφήγησης και ο μηχανισμός της ιδεολογίας που αποκρύπτει τη φύση της αφήγησης ως
κατασκευής, και αντίθετα παράγει υποτιθέμενα αρραγή αφηγήματα. Ωστόσο, πέρα από
την πολιτική τους λειτουργία, η παράταξη αταξινόμητων, επί σκοπού
αδιαμεσολάβητων από τον συγγραφέα παραθεμάτων από ιστορικά τεκμήρια, κείμενα
και άλλα γραπτά στοιχεία της καθημερινής ζωής που απαντά κανείς σε έργα μυθοπλασίας,
παραδείγματος χάριν στα Στοιχεία για τη
δεκαετία του ’60 του Θανάση Βαλτινού ή το Εμφύλιο σώμα του Κώστα Βούλγαρη, ανακαλεί, επίσης, σε έναν βαθμό
αυτό που αποκάλεσε ο Jacques Lacan «πραγματικό», αναφερόμενος
όχι στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά, αντίθετα, σε εκείνο που είναι αδιαφοροποίητο,
που αντιστέκεται στη συμβολοποίηση, και έτσι διαταράσσει μια αφελή εννοιολόγηση
της «αρχής της πραγματικότητας», προσδίδοντας στη μεταμυθοπλασία την συχνά τραυματική
της διάσταση.
Η Αγγελική Σπυροπούλου διδάσκει Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και
Θεωρία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου