29/4/18

Σύγχρονη αμερικανική μεταμυθοπλασία


Τα φαντάσματα του Λίνκολν

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ

GEORGE SAUNDERS, Λήθη και Λίνκολ (Lincoln in the Bardo), μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 472

Ο βίος του Αβραάμ Λίνκολν, του αμερικανού προέδρου της Διακύρηξης Χειραφέτησης, του φωτεινού, οικουμενικού συμβόλου του αγώνα κατά της δουλείας, έχει δώσει τροφή για μια απέραντη βιβλιογραφία, αποτελούμενη από χρονικά, απομνημονεύματα, ιστορικές μελέτες, αλλά και λαϊκούς θρύλους που μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα για πολλές δεκαετίες, μετά τη δολοφονία του το 1865. Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς η μνήμη του Λίνκολν να έχει εμπνεύσει έκτοτε αμέτρητες σελίδες του κανόνα της αμερικανικής λογοτεχνίας, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, τουλάχιστον μετά τα γνωστά ποιήματα-ελεγείες των μεγάλων σύγχρονών του ποιητών, Walt Whitman και James Russell Lowell. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μια πρόχειρη αναζήτηση σε όλο το εύρος της αμερικανικής πεζογραφίας του εικοστού αιώνα, δεν εντοπίζει παρά μόνο έργα λαϊκής λογοτεχνίας, του ιδιώματος του ιστορικού μυθιστορήματος, του αστυνομικού μυθιστορήματος ή του θρίλερ μυστηρίου. Η οριακή, ως προς την παραπάνω διάσταση, περίπτωση του μυθιστορήματος Lincoln (1984) του Gore Vidal, δεν είναι αρκετή για να αλλάξει τη γενικότερη εικόνα, παρ’ ότι μετέρχεται με ενδιαφέροντα τρόπο εργαλεία της πολυφωνικής αφήγησης.
Δεδομένης λοιπόν της συνθήκης αυτής, το μυθιστόρημα Lincoln in the Bardo, του George Saunders, που κυκλοφόρησε το 2017 και τιμήθηκε με το βραβείο Booker, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Πόσω μάλλον όταν στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε τη σύσταση του Thomas Pynchon: «Μια εκπληκτικά ρυθμισμένη φωνή –ευφρόσυνη, σκοτεινή, αυθεντική, και αστεία– που αφηγείται ακριβώς το είδος των ιστοριών που χρειαζόμαστε να διαβάσουμε σήμερα». Ποιο είναι όμως κατά Pynchon «ακριβώς το είδος των ιστοριών που χρειαζόμαστε να διαβάζουμε σήμερα», παράδειγμα του οποίου αποτελεί το μυθιστόρημα του Saunders;

Ο βασικός κορμός, πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η συναρπαστική πολυφωνική μετα-αφήγηση του Lincoln in the Bardo, αφορά το ιστορικό συμβάν του θανάτου από τυφοειδή πυρετό του τρίτου γιου τού Αβρράμ Λίνκολν, την 5η Φεβρουαρίου 1862, κι ενώ ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος μοιάζει να παίρνει άσχημη τροπή για τον Βορρά. Ο εντεκάχρονος Willie αφήνει την τελευταία του πνοή στον Λευκό Οίκο, μετά από ασθένεια λίγων μόνο ημερών, ενώ, την ίδια ώρα, στο ανατολικό δωμάτιο το προεδρικό ζεύγος δεξιώνεται το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Ο πρόεδρος, συντετριμμένος από το χαμό του γιού του, δεν αρκείται μόνο στο θρήνο της νεκρώσιμης ακολουθίας, αλλά επισκέπτεται μυστικά το νεκρό αγόρι στο κοιμητήριο του Oak Hill μερικές φορές ακόμη, αγκαλιάζοντας, κατά τον τύπο της εποχής, το νεκρό σώμα του παιδιού.
Ο τρόπος που ο Saunders επιλέγει να αφηγηθεί το ιστορικό αυτό συμβάν είναι αποσπασματικός, μέσα από συγκλίνουσες αλλά και αντιφατικές κάποιες φορές μαρτυρίες της εποχής, από πολιτικούς και στρατιωτικούς, συντρόφους και αντιπάλους του Λίνκολν, δημοσιογράφους και δημοσιολογούντες, λογοτέχνες όπως ο Nathaniel Hawthorne, το υπηρετικό προσωπικό του Λευκού Οίκου, τον φύλακα του νεκροταφείου του Oak Hill, πιθανότατα και από επινοημένους χαρακτήρες που συνθέτουν ένα πολύμορφο μωσαϊκό της αμερικανικής κοινωνίας του εμφυλίου πολέμου.
Αλλά η «λογοτεχνία τεκμηρίων» δεν είναι παρά μόνο το πρώτο επίπεδο πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται τα πιο παιγνιώδη και τολμηρά αφηγηματικά σχέδια του Saunders. Εμπνεόμενος από τις ύστερες επισκέψεις του Αβραάμ Λίνκολν στο κοιμητήριο, ο Saunders επινοεί ένα πρόσθετο επίπεδο μυθοπλασίας, διαπλεκόμενο διαρκώς με αριστοτεχνικό τρόπο με το πρώτο επίπεδο των αφηγήσεων των ιστορικών συμβάντων. Πρόκειται για τη «μεταθανάτια ζωή» του μικρού Willie, ο οποίος σε μια ιδιότυπη νέκυια περνάει μερικές μέρες σε έναν κάτω κόσμο, βασισμένο στο βουδιστικό Μπάρντο Τοντόλ του τίτλου του μυθυστορήματος. Σύμφωνα με τη «Θιβετιανή Βίβλο τον Νεκρών», οι ψυχές των νεκρών, τουλάχιστον όσων από αυτούς δεν κατάφεραν εν ζωή να φθάσουν στο στάδιο της Νιρβάνα, «μετεωρίζονται» στο Μπάρντο έως ότου επιστρέψουν στα εγκόσμια μετενσαρκωμένες. Και εκεί, στον φανταστικό κόσμο του Saunders, εκτός από τον πρόσφατα αφιχθέντα μικρό Willie, ενδημούν πάμπολλοι αντιπρόσωποι όλων των εκφάνσεων της αμερικανικής κοινωνίας της εποχής: αριστοκράτες και επιχειρηματίες, στρατιωτικοί και χειρώνακτες, δούλοι και παραβατικοί, λευκοί, μαύροι και μιγάδες, άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, συντηρητικοί πρώην οικογενειάρχες και καταπιεσμένοι ομοφυλόφιλοι. Με αυτό που τους ενώνει όλους να είναι ένα αίσθημα ανεκπλήρωτου, για τις ματαιωμένες ζωές που άφησαν πίσω τους. Έτσι ο Saunders, με βάση τρεις ενδεικτικούς «μεταθανάτιους» χαρακτήρες της εποχής, πέρα από τον ίδιο τον Willie Lincoln, αλλά και με τις σύντομες παρεμβολές πολλών ακόμη, στήνει ένα καταχθόνιο πολυφωνικό γαϊτανάκι από νεκρικούς διαλόγους.
Η αρχική επιρροή από το Spoon River Anthology (1915) του Edgar Lee Masters, μια σύνθεση από επιτύμβια ποιήματα των νεκρών της κοινότητας της ομώνυμης μικρής αμερικανικής πόλης, μετασχηματίζεται στο Lincoln in the Bardo σε έναν ανώτερο βαθμό διαλογικότητας. Οι ιδιόμορφοι χαρακτήρες του Saunders αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με ευφάνταστους τρόπους, πέρα από τη μορφή του διαλόγου ανάμεσα σε διακριτά, σαφώς οριοθετημένα υποκείμενα. Σε κάποιες στιγμές, η συνείδηση, ο λόγος και το ύφος τού ενός εισχωρούν σε αυτά ενός άλλου. Σε άλλες στιγμές, οι ίδιοι οι χαρακτήρες περνούν από τις διαφορετικές μορφές που είχαν αποκτήσει σε διαδοχικά στάδια της ζωής τους, ή και από δυνητικές μορφές που δεν πρόλαβαν να λάβουν εν ζωή. Οι νεκροί πασχίζουν, ενίοτε, ακόμη και να αποικήσουν τη σκέψη των ζωντανών της ιστορικής αφήγησης και να επικοινωνήσουν μαζί τους, με το αμφίδρομο αυτής της σχέσης να μένει αναπάντητο μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος.
Όλη αυτή η πλούσια σε πειραματισμούς παλέτα ίσως να δίνει την εντύπωση μιας προσέγγισης υπέρμετρα παιγνιώδους, στα πρότυπα του προ δεκαετιών πανηγυρικού μεταμοντερνισμού ενός νέου αβαθούς, ή του εξτρεμιστικού μοντερνισμού του ξεχασμένου, πέραν των βιβλίων θεωρίας και κριτικής, «νέου μυθιστορήματος». Πόσω μάλλον, αν προστεθεί και η χρήση από τον συγγραφέα ποικιλόμορφων υφολογικών σπαραγμάτων και εικόνων, από μια ευρεία αισθητική γκάμα. Ο Saunders καταφέρνει να περνάει αθόρυβα, μέσα σε λίγες γραμμές, από έναν «παραδοσιακό» αμερικανικό λυρισμό του 19ου αιώνα σε έναν γοτθικού σχεδόν τύπου εξπρεσσιονισμό, από έναν ιμπρεσσιονισμό με αναφορά σε εικόνες βουδιστικών θεοτήτων σε έναν παρωδιακό τόνο στα όρια του vaudeville, και όλα αυτά «διανθισμένα» με εκφράσεις της αμερικανικής αργκό, που δίνουν ώρες-ώρες στο κείμενο μια απόχρωση beat. Αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, το στοίχημα κερδίζεται, και όχι μόνο χάρη στη μοναδική δεξιοτεχνία του συγγραφέα όσον αφορά το χειρισμό της λογοτεχνικής φόρμας, αλλά και λόγω του συγκινησιακού φορτίου που ο Saunders καταφέρνει να ενσταλάζει περίτεχνα, μέσα από τις φωνές των ηρώων του, σε κάθε σχεδόν σελίδα του μυθιστορήματος. Ταυτόχρονα, στήνεται ευφυέστατα ένας πολυδιάστατος νοηματικός ιστός, που αποτελεί γόνιμο πεδίο για ποικίλους συνειρμούς, εν είδει μικρών αλληγορικών χειρονομιών: η προσωπικότητα του Λίνκολ, και η συμβολική της ισχύς, προσεγγίζεται μέσα από την ίδια την πρόωρα χαμένη κληρονομιά του, τον γιο του Willie. Ή, μήπως η κληρονομιά δεν έχει χαθεί αλλά περιμένει ακόμη στο Μπάρντο, να μετενσαρκωθεί σε ένα νέο πρόσωπο, σε μια νέα συμβολική μορφή; Μια μορφή η οποία δεν μπορεί παρά να σχηματιστεί μέσα από την πολλαπλότητα των φωνών, των επιτευγμάτων και των ματαιώσεων, επιφανών ή αφανών προσώπων, ζωντανών ή φασματικών, των οποίων οι ταυτότητες και τα όρια επαναπροσδιορίζονται και αναθεωρούνται συνεχώς.
Το επίτευγμα του Saunders δεν είναι λοιπόν τίποτε λιγότερο από τα να μας δώσει ένα μετα-πορτρέτο του Αβραάμ Λίνκολν που να ανταποκρίνεται στο σύγχρονο κοσμοείδωλο, μια πρωτοπόρα σύλληψη του πώς μπορούμε σήμερα να προσεγγίσουμε τη φασματική κληρονομιά του ημιτελούς, χειραφετητικού, διαφωτιστικού προτάγματος των προηγούμενων αιώνων. Και αυτό γίνεται με τον πλέον πρόσφορο τρόπο της λογοτεχνικής γραφής του καιρού μας: αυτόν της ιστορικής, πολυφωνικής, μεταμυθοπλασίας.

Ο Γιώργος Καχριμάνης είναι δοκιμιογράφος

Μιχάλης Νικολινάκος, Λακωνία- Παρόρι, 1953, ακουαρέλα, 55 x 38 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: