29/4/18

Οι συμβολικές αναπαραστάσεις και οι διαρρέουσες μυθοπλασίες

Μιχάλης Νικολινάκος, Σούρουπο, 1949, ακουαρέλα, 18 x 29 εκ.



ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ήταν ήδη φανερή μια γενετική, ριζική δηλαδή, κατάσταση κρίσης, στο πεδίο της θεωρίας των καλλιτεχνικών και των αισθητικών γεγονότων. Η κρίση αφορούσε κατά κύριο λόγο στο νόημα της αναπαραστατικής τους διαδικασίας, καθώς την εποχή εκείνη ήταν σε τροχιά εξάντλησης οι δύο, κατ’ ουσίαν ομογάλακτες, αν και φαινομενικά αποκλίνουσες, θεωρίες που είχαν δημιουργηθεί από την επικυριαρχία του τότε επαναστατικού μοντερνισμού, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κι έπειτα. Αφ’ ενός, η κλειστή, υλιστική ερμηνεία της επιστήμης και της τέχνης, με βάση τον σοσιαλιστικό εμπειρισμό και στη συνέχεια τον σοβιετικό μαρξισμό, ερμηνεία που με το ζολαϊκό απόλυτο είχε ανοίξει από το 1870-1880 το δρόμο για την εφαρμογή τής θεωρίας της μηχανιστικής αντανάκλασης· και, από την άλλη, τα κλειστά, φορμαλιστικά και αυτοαναφορικά θεωρήματα της αισθητικής και της τέχνης, με έναν θρησκευτικής προσήλωσης εστιασμό στο γλωσσικό συμβάν.
Δεν χρειάζεται ίσως να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο μοντερνισμός, με τις διάφορες εκδοχές του, ριζοσπαστικοποιούσε το στοιχείο της μορφής, βλέποντάς το ως κινητήριο όλον· θα έλεγα μάλιστα ότι στον νου πολλών θιασωτών του ρεαλισμού, το περίφημο «περιεχόμενο», η δαμόκλεια σπάθη του μαρξισμού εν αγνοία του Μαρξ, επείχε τη θέση μιας έννοιας αυτόνομης, που μαχόταν, όσο και ο φορμαλισμός, την ταυτοτική πολλαπλότητα του αισθητικού γεγονότος!

Ωστόσο, στα χρόνια αυτά, του τέλους του ’70 −πολύ πριν από τις πρώτες πληροφορίες για την «έλευση» ενός νέου εκλεκτικισμού, μιας νέας αναδοχής του παστίς, της αισθητικής και της λογοτεχνίας που θέλουν εκ πεποιθήσεως να δουλέψουν με τα υλικά από τις κατεδαφίσεις τής τώρα πια «εξαντλημένης» προσπάθειας να εκσυγχρονιστούν οι ποιητικές μορφολογίες, οι μυθοπλασιακές αφηγήσεις και εν γένει οι τακτικές αναπαραστάσεις−, πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια του «μετά» δεν διέφερε ουσιωδώς από την έννοια ενός ακόμη μοντερνισμού. Η έννοια ντυνόταν το σχήμα ενός νέου μοντερνισμού που απλώς εξαλλασσόταν. Διότι δεν είχε εξαντληθεί καθόλου (και ίσως δεν έχει εξαντληθεί ούτε σήμερα) η βαθιά ριζωμένη άποψη της γραμμικής κίνησης των ιστορικών και των άλλων φαινομένων. Δεν γινόταν να εννοηθεί μια συνθήκη που τρέφεται από τα «αποφάγια» των προηγούμενων εποχών. Και το γεγονός ότι το «μετά» έδειχνε ότι θέλει να εγκαταλείψει το σπίτι του, δεν σήμαινε ότι κουβαλούσε μαζί τα οικοδομικά υλικά του, αλλά ότι απλώς έκλεινε την πόρτα και έπαιρνε το δρόμο προς έναν νέο ορίζοντα που το περιμένει!
Μια μεταβατική άποψη, πάντως, ως προς το τι αναμένει το «νέο» μετά την ορφάνια του, συνιστούσαν για μένα οι συμβολικές αναπαραστάσεις, η θεωρία του Τόμας Κουν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο (όπου σημειωτέον δίδαξε αρκετά χρόνια ο Χέρμπερτ Μαρκούζε). Γι’ αυτές διάβασα για πρώτη φορά στο αμερικανικό Telos, ένα περιοδικό της ριζοσπαστικής φιλελεύθερης αριστεράς, που μαζί με το αγγλικό New Left Review ήταν ό,τι το πιο πρωτοποριακό για τη γενιά μου, προς το κλείσιμο του ’60 με αρχές του ’70. Εντυπωσιάστηκα ως προς τον Τόμας Κουν, από μια αποφατική κατακλείδα που περιλαμβανόταν στο κλασικό, εμβληματικό του βιβλίο Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (1962). Ήταν ένα βιβλίο που θα το συνυπολόγιζα σήμερα στον ίδιο κύκλο στοχασμού με τη θεωρία του χάους του Ιλιά Πριγκοζίν και την πολιτισμική θεωρία του Γιούρι Λότμαν, έλεγε όμως ειδικότερα τα εξής, περιγράφοντας έναν μη συστημικό φιλοσοφικό στοχασμό, τον οποίο ο αναγνώστης μπορούσε να προεκτείνει σε κάθε μορφή κριτικής σκέψης για τα υφιστάμενα. Οι συμβολικές αναπαραστάσεις, τεχνοτροπικές και τεχνολογικές κατά κύριο λόγο, επειδή ως εργαστηριακά ή ως εννοιολογικά προεικονιζόμενα έχουν τη θέση συμβόλων μιας διαδικασίας πολλαπλών εφαρμογών, υπόκεινται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον ατελή, μεταφορικό και διαδραστικό τους χαρακτήρα. Μολονότι, κινητήριες απαρχές, που ιδρύουν και καταλύουν, δεν θα μπορέσουν ποτέ να αναπαραστήσουν τον κόσμο στην πληρότητά του, να ολοκληρώσουν δηλαδή το πλήρες και απόλυτο αφήγημά τους, πράγμα που σημαίνει ότι και τα εγχειρήματα των επιστημών στην ουσία είναι καταδικασμένα να μένουν ατελή, ανολοκλήρωτα, ή, αλλιώς, να μη διαγράφουν τον πλήρη κύκλο τους.
Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, από την άλλη μεριά, ήταν ένα βιβλίο ευρύτατα διαλεκτικό, όχι βέβαια με την υλιστική αντίληψη της μονότροπης κοινωνικής ή της πολιτισμικής αναπαραγωγής των φαινομένων· ο Κουν υποστήριζε το αεικίνητο των συμβολικών αναπαραστάσεων, το πέρασμά τους (και τη μετάπλασή τους) από ρήξη σε ρήξη, έστω και αν παρενέβαιναν στην τεθλασμένη τους κίνηση περίοδοι στατικές και αδρανείς. Κάθε ήττα, κάθε καταστροφή, όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε, είναι ένα κίνητρο μιας καινούργιας εξόδου, εκκίνηση για μια νέα σύνθεση, χωρίς τις ηθικές και θεολογικές επενδύσεις των εννοιών του θετικού προοδευτισμού και της αρνητικής συντήρησης.
Όμως, έτσι όπως διάβασα τότε αλλά και αργότερα τον θεωρητικό μεταδομισμό του Κουν μέσω των συμβολικών αναπαραστάσεων, νομίζω ότι η ελλειπτική του πολιτισμική αντίληψη είχε ήδη αποκολληθεί από την πανοπλία της μοντερνιστικής ολοκρατίας, δογματικής στα ίδια τα θεμέλιά της. Και πάντως, δεν εννοούσε την κίνηση των φαινομένων σαν την πορεία ενός τραίνου που ξεκινάει από μια αρχή και φτάνει σ’ ένα τέλος, και που στέκεται μόνο σε εκ προοιμίου ορισμένους σταθμούς, παρασύροντας όλα τα άλλα στο πέρασμά του. Η κατ’ εκείνον ρηξικέλευθη αναπαράσταση (κι αυτή δεν αφορά μόνο στις επιστήμες αλλά επίσης σε μια μεγάλη σειρά φαινομένων, κοινωνικών ή και αισθητικής ακόμα φύσεως) συντελούσε στο να μη μπορούμε να επιστρέψουμε σε μια κατάσταση πρότερη. Γιατί κάθε σταθμός, κάθε ανακοπή και κάθε ρήξη δεν αλλάζει μόνο τον κόσμο, αλλάζει ιδίως τον τρόπο που βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Αλλάζει τα συμβολικά του νοήματα, που έχουν αλλάξει κι αυτά από τις ποικίλες εν τω μεταξύ ανατροπές, χωρίς να σημαίνει ότι οι ανατροπές ετούτες έχουν, όπως είπαμε, θετικό ή αρνητικό ιστορικό πρόσημο.
Και για να μεταφέρω αυτό τον συλλογισμό σ’ ένα πεδίο διαφορετικό, σ’ εκείνο της λογοτεχνικής δημιουργίας, η λογοτεχνία ως πεδίο συμβολικής αναπαράστασης του πραγματικού (και εδώ σηκώνει βέβαια πολλή συζήτηση για το τι είναι και πώς αναδομείται η έννοια του πραγματικού), άπαξ και δημιούργησε την αναπαράστασή της δεν είναι δυνατόν να την επαναλάβει, δεν μπορεί να μιμηθεί αυτό που ήδη περιέγραψε, καθώς η μίμησή της στοιχειοθετεί εκ των πραγμάτων την ειρωνική της στάση. Και δεν έχει σημασία αυτή η ίδια η τεχνική, όπως αφελώς πίστεψαν γενιές και γενιές συγγραφέων, ποιητών και κριτικών της λογοτεχνίας. Ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνει, αφηγείται αλλιώς γιατί βλέπει αλλιώς και εννοεί αλλιώς.

 Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: