11/2/18

Η έμμετρη ποίηση ως έκφραση της παρωδιακής στάσης

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Βαγγέλης Γκόκας, James Ensor, 2017, λάδι σε μουσαμά, 39 x 26 εκ.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΑΜΕΛΟΣ, Ο Δήμιος, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 44

Η αιρετική στάση του Κυριάκου Σταμέλου (γ.1956;), όπως εξελίχθηκε στα μετά το 1973 χρόνια και τη νεανική συμμετοχή του στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μοιάζει να έχει την απόλυτη αναλογία της και στα ποιητικά του, προς τα οποία στράφηκε αργότερα. Όχι τόσο διανοητικά αιρετική, ως επιβεβαίωση δηλαδή κάποιας προϋπάρχουσας θεωρίας, αλλά κυρίως οργανικά αιρετική, καθώς ψάχνει συνεχώς την συναισθηματική έκφρασή της στην ποιητική ρήξη και ανατροπή. Περίπου όπως ήταν και η προς πολλές κατευθύνσεις: αισθητικές (αναστροφή προς τα παλιά μετρικά συστήματα) και ηθικές (θέματα που προβάλλουν έναν νέο κοινωνικό ριζοσπαστισμό), αιρετική στάση του ποιητή Ηλία Λάγιου (1958-2005), της αναντίρρητα πιο ηγετικής και εμβληματικής μορφής στην προσπάθεια επαναμάγευσης της ποίησης. Όλα αυτά, ως στοιχεία που συνόδευσαν τα χρόνια της ποιητικής διαπλασης του Σταμέλου, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 με αρχές του ’80, όπως και άλλων, συνομήλικων με αυτόν: με πιο ευδιάκριτες περιπτώσεις αυτή του Γιώργου Κοροπούλη, με τον οποίο ο Λάγιος και ο Σταμέλος συναντήθηκαν και έδεσαν αμέσως μετά, ή του Διονύση Καψάλη και των αρχαιότερων Μιχ. Γκανά, Άντειας Φραντζή, Νάσου Βαγενά, μεταξύ άλλων.
Τα σπέρματα της αποκλίνουσας μάχιμης θέσης από την μονοκρατορία του ελεύθερου και ανομοιοκατάληκτου στίχου, που συνιστούν και την λογοτεχνική ιδιοσυστασία ρήξης της νεανικής παρέας, έχει ομολογηθεί ήδη ότι έπεσαν στα φιλόξενα βραδινά που οργάνωνε την εποχή εκείνη η Ελένη Βακαλό και ο σκηνογράφος (και ζωγράφος) άντρας της, Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγή, Γιώργος, στο διώροφο σπίτι τους, σχεδιασμένο από τον Επαμεινώνδα Κυπριάδη στην ομώνυμη, κάποτε κηπούπολη. Άλλωστε, για να φανεί περισσότερο η σχέση μαθητείας των νεαρών με το ζεύγος Βακαλό, ας αναφερθεί ότι ο Σταμέλος, ανάμεσα στα έργα του, μνημονεύει και τη μετάφρασή του της Οπτικής σύνταξης (1988) του γιου τους, Εμμανουήλ Βακαλό, αρχιτέκτονα και καθηγητή τότε στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ). Πρόκειται για ένα βιβλίο δομικής τεχνολογίας, σταθερό σημείο αναφοράς για τις μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές, που αφορά ιδίως στη γλώσσα και στη σύνταξη των καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων και με βασική αρχή του το αξίωμα ότι το όλον αποτελείται από κάτι επιπλέον από τα μέρη του.

Το πρώτο βιβλίο του Σταμέλου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Γραφή πρώτη, βγήκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η παρέα δοκίμαζε τα φτερά της, ενισχυμένα από τη μαθητεία στους Βακαλό. Το 1981 ακριβώς, με τη συνδρομή του Μανώλη Γιακουμάκη και της Μίτσας Παλαιολόγου, ο Λάγιος έφτιαξε ένα μικρού σχήματος περιοδικό, σχεδόν λαθρόβιο και ευτελές στην όψη, αλλά με επιθετική/σατιρική διάθεση παρέμβασης, τον Ωλήνα, χρησιμοποιώντας ως τίτλο το όνομα του μυθικού προομηρικού ποιητή από τη Λυκία της Μικράς Ασίας, επινοητή, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, του εξάμετρου στις ωδές. Στις εκδόσεις του Ωλήνα, λοιπόν, αλλά φυσικά ιδίοις αναλώμασι, βγήκε τόσο η Γραφή πρώτη όσο και τα δυο αρχικά ποιητικά του Ηλία Λάγιου, Πρόοδοι εν προόδω (1981) και Ασκήσεις Ι-Χ (1984) - εκείνα με το ψευδώνυμο Αλεξ. Φωκάς. Ο προσανατολισμός του Σταμέλου προς το έμμετρο και ομοιοκατάληκτο ποίημα, ως αντίδραση προς τον σταθερό επί δεκαετίες κανόνα του ελεύθερου στίχου, πέρασε από διάφορες φάσεις, ακολουθώντας άλλοτε τον τύπο της ανά στροφικό τετράστιχο σολωμικής ωδής, που εμφανίστηκε στην σύνθεση ρομαντικής μίμησης She, of Zante (1994), αλλά και προηγουμένως, το 1992, στο Ad Absinthium.
Μπορούμε να ξεχωρίσουμε ότι εδώ ο κατ’ απομίμηση υψηλός, ρομαντικός τόνος είναι άμεσα αναγνωρίσιμος, με εικόνες υποβλητικές, γεμάτες ένταση, αλλά και σκοτεινές ως προς την νοηματική τους αλληλουχία, καθώς φαίνεται ότι υπακούουν σε ένα είδος «αυτοματικών» συνειρμών. Η ομοιοκαταληξία είναι χαλαρή, το δέσιμο του μέτρου όχι με ακρίβεια, όμως ο ρυθμός δεν παύει, όπως και σε άλλους ποιητές της ίδιας πάνω κάτω χρονικής περίοδου (π.χ. στον Λάγιο και στο Βιβλίο της Μαριάννας, 1993 ή στον Βαγενά και στις Σκοτεινές μπαλάντες, 2001, αλλά και στον Κοροπούλη και στα Ποιήματα χωρίς ιδιότητες, 2009 ) να φρονιματίζει τον ελεύθερο στίχο, έστω και με «διασαλευμένη» την αυστηρή ρυθμικά συνθήκη της ρίμας: «Ακατάλυτο το βράδυ/ με τυλίγει στη νομή/ του απέραντού σου δέους/ μάννα μου υποταγή.// Αν την πιείς πιοτί σαν αίμα,/ μην νομίσεις πώς μπορείς,/ όπως πρώτα καλοκαίρι/ ν’ αναλώνεσαι, ν’ ανθής// και το αίμα π’ αναβλύζει/ τ’ αδελφού μου του κατή,/ κινά ταις μέραις που γυρίζουν/ με αγκούσα, με βοή// Κούνα τα, σεισ΄ τα δέντρα,/ σπάνε τα γερά κλωνιά,/ τ’ αλμυρίκια από ταις ρίζαις/ σκύβε, ερήμωνε κυρά.» Το μικρό αυτό δείγμα από το Ad Absinthium του Σταμέλου μάς δείχνει τη νοούμενη συνύφανση της εν μέρει παραδοσιακής φόρμας και ενός είδους καρυωτακικού έντονου συναισθήματος που εξακολουθητικά υπερβαίνει την αποστασιοποίηση της μοντέρνας ποίησης. Είναι μια συνύφανση την οποία ακολούθησαν (ασκούμενοι ή όχι) κι άλλοι ποιητές κατά την ίδια χρονική περίοδο, όπως λ.χ. ο Μιχάλης Γκανάς στη συλλογική Ανθοδέσμη με Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα (1993)[1], η Άντεια Φραντζή ( ήδη ασκημένη με τα πολίτικα Μισμαγιά, 1993) στο Στεφάνι (1993), οι νεώτεροι Κώστας Κουτσουρέλης, Δημήτρης Φύσσας, Γιώργος Βαρθαλίτης, Θεοδόσης Βολκώφ κ.α.
Αντιθέτως, στον σχετικά πρόσφατο Δήμιο, δεν αλλάζει μόνο η δομή της ποιητικής σύνθεσης, αφού ο Σταμέλος περνά σ’ ένα ιδιότυπο σχήμα τρίστιχων ομοιοκατάληκτων επιγραμματικού χαρακτήρα, με ένα επιπρόσθετο ημιστίχιο ελεύθερο που κατά κάποιο τρόπο ολοκληρώνει και απαντά στα προηγούμενα: «Σαΐτα άκουσε, φτιάξε το ντύμα,/ που θα τυλίξουν νεκρό μες στο μνήμα,/ κόκκινο να ’ναι γιατί μου για θύμα,// με τάξαν αι Μούσαι.» (σ.11)· κατεβαίνει επίσης, όπως είναι φανερό από το προηγούμενο παράδειγμα, ο όλος ανυψωμένος τόνος, στην κυριολεξία γειώνεται στο τραχύ, αφτιασίδωτο παρόν. Ξεχωρίζουν καθαρά τα πραγματολογικά, αυτοαναφορικά στοιχεία, μια και πρόκειται για μια σύνθεση 158 τρίστιχων που σχηματίζουν όλα μαζί μια εις εαυτόν απολογία ή μια κομματιασμένη μπαλάντα στην οποία ο ποιητής, σαρκάζοντας και αυτοσαρκαζόμενος, γίνεται τιμητής αλλά και μάρτυρας του εαυτού του: «Έτσι μας έπλασ’ ο πρώτος πηλός,/ κι έτσι το όρισ’ ο Πρώτος Ξωμάχος,/ ου δύναται καυλιάρης μονάχος// την μοίρα ν’ αλλάξη» (σ.25) Όπως βλέπουμε, η συνειρμική σύνδεση αντιθετικών εικόνων ή εννοιών επαναλαμβάνεται, το αμάλγαμα των διαφόρων επιπέδων της ελληνικής διατηρεί την κινητικότητά του, οι υποτίθεται «αντιποιητικές», βλάσφημες λέξεις δεν περιορίζονται στην πρόκληση αιφνιδιασμού στον αναγνώστη, αλλά τον κρατούν σε εγρήγορση, έστω και αν αυτό συμβαίνει καθ’ υπερβολήν, έτσι ώστε να διατηρεί το αυτί του την ευαισθησία στην ανοικείωση της γλώσσας.
Σκέπτομαι, πάντως, ότι αν ο Σταμέλος αντί για τα σχετικώς ομοιοκατάληκτα τρίστιχα του Δήμιου, είχε τη δυνατότητα (και την μετά γνώσεως πειθαρχία βέβαια) να επαναλάβει το παράδειγμα του Λάγιου με τη «Μπαλάντα της δασκάλισσας όλων των γενεών» ή το παράδειγμα του Διονύση Καψάλη με τη «Μπαλάντα των Ατθίδων» (βλ. Μπαλάντες και περιστάσεις, 1997) ή την αποκλίνουσα του παραδείγματος αλλά εντός των ορίων του «Ωδή στην τίγρη» του Ν. Βαγενά, θα είχαμε την άκρως ενδιαφέρουσα μετουσίωση μιας σύγχρονης ποιητικής ομιλίας δοσμένης με την παμπάλαιη φόρμα της μεσαιωνικής μπαλάντας – και μάλιστα εκείνης των τροβαδούρων! Και τούτο διότι όπως είπα και στην αρχή αυτού του κειμένου η σχέση του Σταμέλου με την ποίηση είναι απολύτως οργανική, απολύτως βιωματική· όπως όλοι οι πλάνητες του κόσμου, έτσι κι αυτός σαρκάζει λυσσαλέα τη ζωή, από έρωτα και πάθος.
Εξάλλου, τα επιμέρους στοιχεία υπάρχουν όλα εδώ: η διάθεση του παιχνιδιού με τα νέα και τα παλιά ποιητικά σχήματα, η βωμολόχα έξαρση, η πολυσπερμική γλώσσα, η εναλλαγή του έρωτα και της απελπισίας, της ζωής και του θανάτου, το ανακάτεμα ιδιολέκτων διαφόρων λογιών και διαφόρων χρονικών στιγμών, η γλωσσοπλαστική έμπνευση, το «ανίερο» μπέρδεμα του λαϊκού με το λόγιο κ.ο.κ. Δείγματος χάριν: «Ακούστε με, φίλοι μου αγαπημένοι,/ κι εσείς νταλικάδες στη νύχτα χαμένοι,/ υπάρχει κάτι που μας περιμένει, // να το γευτούμε ή να χαθούμε» (σ.16), «Όποιος γεννήθηκε καλός Σαμαρείτης,/ εν καιρώ θα ριμάρει κι ερημοσπίτης,/ της αφραγκιάς θα είναι-γουστάρω-παιδί της// αγαπημένο» (σ.16) ή, ακόμα πλησιέστερα στην τροβαδούρικη αναγεννησιακή δίψα για ελευθερία: «Ξέρω να τρω’, να γαμώ, να κρεμώ,/ να δένω καλά τη θηλιά στο λαιμό,/ γύρ’ απ’ τον τάφο μου ’λαφροπατώ,// δεν είναι και λίγο» (σ.18)· «Μα εγώ τους γράφω στην κάσα μου όλους,/ και τους αθώους και τους εμπόρους,/ έτσι τους θέλω τους αχθοφόρους// στην εορτή» (σ.20).

 Ο Αλέξης Ζήρας είνα κριτικός λογοτεχνίας

[1] Βλ. και την συγκρατημένη ανταπόκριση του Γ.Π.Σαββίδη προς την τότε κατακλυσμική τάση επιστροφής προς τις παραδοσιακές ποιητικές μορφές, σε βιβλιοκριτική της εφ.Τα Νέα, 2 Νοεμ.1993.

Δεν υπάρχουν σχόλια: