Ο θάνατος της λογοτεχνίας (όπως την
ξέρετε)
ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Κάπου μαθαίνουμε την τέχνη μας,
πάντα κάπου θητεύουμε
Από αυτόγραφο
του Θανάση Βαλτινού
ΘΑΝΑΣΗΣ
ΒΑΛΤΙΝΟΣ, Ημερολόγιο της Αλοννήσου,
ψηφιακό μυθιστόρημα, φιλολογική επιμέλεια - επίμετρο Κωστής Δανόπουλος, εκδόσεις
της Εστίας, σελ. 136 + CD
Από
την πρώτη του εμφάνιση, με την Κάθοδο των
εννιά, στα χρόνια του ’60, ο Θανάσης Βαλτινός δεν έχει πάψει να μας
προσφέρει μορφές γραφής ανοίκειες ως προς τον ορίζοντα των αναγνωστικών
προσδοκιών.
Δεν
πρόκειται για το γνωστό πειραματικό άγχος των κινημάτων της πρωτοπορίας, ούτε και
για την επισπεύσασα αγοραία εκδοχή του μεταμοντερνισμού, αλλά για μορφικές/αισθητικές
αναζητήσεις που υπερβαίνουν ουσιωδώς το μοντερνιστικό σύμπαν, διαυγάζοντας το
ιστορικό παρόν διά της μορφής, μιας μορφής συμβατής με σύγχρονα κοσμοείδωλα.
Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι τόσο ανοίκεια και η θεματική του, εκεί
δηλαδή όπου έρχεται να τονίσει και να υπηρετήσει την ανοίκεια μορφή, η οποία μορφή
πάντως προηγείται και συνέχει το εκάστοτε πεζογράφημά του, ως έργο τέχνης.
Με
αυτό τον τρόπο, ο Βαλτινός δεν «πρωτοτυπεί», πρωτοπορώντας, αλλά ιδρύει νέες
περιοχές στην επικράτεια του λόγου και της τέχνης. Γιατί δεν στοχεύει σε έναν
νέο τρόπο φωτισμού της πραγματικότητας, όπως έκαναν οι περισσότερες
μοντερνιστικές πρωτοπορίες, και αρκετές μεταμοντέρνες πρακτικές, αλλά ιδρύει
νέες σχέσεις του λόγου και της τέχνης με την πραγματικότητα, καταργώντας τα
στεγανά, τα οποία όρθωναν τείχη που μέχρι τώρα έμοιαζαν ανυπέρβλητα. Ο Βαλτινός
εξαντικειμενικοποιεί τη γραφή και αισθητικοποιεί την πραγματικότητα.
Πάρα
πολλά έχουν γραφεί για στοιχεία της τεχνικής του Βαλτινού (π.χ. για τη δωρικότητα
της γραφής του ή για την προφορικότητα του λόγου του). Παρατηρήσεις σωστές και
χρήσιμες, που όμως δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν το μείζον, δηλαδή το
ερώτημα: πώς με αυτό τον τρόπο (π.χ., χωρίς λυρικές φιοριτούρες και με την
προσφυγή στις πιο ταπεινές εκφάνσεις του λόγου) προκύπτει υψηλή λογοτεχνία;
Η
μεταμυθοπλασία του Βαλτινού αποτυπώνει την πρόθεση και τη στόχευση μιας μεγάλης
αφήγησης, φτιαγμένης από τέτοια υλικά και τέτοιες τεχνικές συνάρθρωσής τους. Πρόκειται
για μια νέα μεγάλη αφήγηση, συμβατή με το δικό μας ιστορικό παρόν, φτιαγμένη ως
ιστορία, στη βαλτινική εκδοχή, μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων. Αυτό ακριβώς
διαχωρίζει τη γραφή του Βαλτινού από τον αγοραίο μεταμοντερνισμό, ο οποίος
έσπευσε να κηρύξει, αυτάρεσκα –και με τυπικά μοντερνιστικό τρόπο–, το τέλος των
μεγάλων αφηγήσεων.
Εν
ολίγοις, ο Βαλτινός συνέχισε μέχρι σήμερα να διανοίγει λογοτεχνικούς δρόμους, χωρίς
την ανάλογη είσπραξη του καλλιτεχνικού του διαβήματος, τόσο από την κριτική όσο
και από τη φιλολογία (με τις ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν εμπέδωσαν
μια ευρύτερη, αναγνωστική «συναίνεση»).
Μόλις
τα τελευταία χρόνια, βοηθούσης και της νουβέλας του Ο τελευταίος Βαρλάμης, όπου ο ίδιος ο συγγραφέας εκθέτει καταλεπτώς
την τεχνική του, η συζήτηση για το έργο του Βαλτινού αρχίζει να έχει αξιώσεις
αισθητικής προσέγγισης και αποτίμησης.
Αυτό
συνέβη ήδη, στο σύντομο διάστημα της κυκλοφορίας του, με το τελευταίο έργο του
Θανάση Βαλτινού, Ημερολόγιο της Αλοννήσου,
ακριβώς γιατί συνοδεύεται από εκτενή και επαρκέστατη φιλολογική τεκμηρίωση του
Κωστή Δανόπουλου, η οποία αυτόχρημα μεταθέτει το πεδίο της κριτικής κατευθείαν
στο «ψαχνό». Έτσι, η Κατερίνα Κωστίου έγραψε στις «Αναγνώσεις»: «Το Ημερολόγιο της Αλοννήσου συνιστά
κάτι περισσότερο από ένα ειδολογικό υβρίδιο. Είναι το πιο τολμηρό εγχείρημα
μιας διαρκώς εν εγρηγόρσει συγγραφικής συνείδησης, που από το πρώτο της
λογοτεχνικό επίτευγμα δεν έπαψε στιγμή να διερευνά τα όρια της
αφηγηματικότητας, τις δεσμεύσεις της γραφής και τις αντιστάσεις του λόγου. Και
δεν έπαψε να απαιτεί την όλο και πιο ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη στο
εγχείρημά του. Ο Βαλτινός είναι ο πιο θεωρητικός μεταπολεμικός μας πεζογράφος».
Αυτή
η τελευταία παραδοχή, δηλαδή πως ο Βαλτινός διαθέτει πλήρη συγγραφική συνείδηση,
άμα και θεωρητική, χρειάστηκαν πενήντα χρόνια για να διατυπωθεί. Και τώρα, πλέον,
εκθέτει ανεπανόρθωτα μια μακρά σειρά από κείμενα για τα βιβλία του Βαλτινού, τα
οποία τον αντιμετώπιζαν ως έναν ταλαντούχο και γοητευτικό, αλλά πάντως ναΐφ
πεζογράφο. Γιατί ο Βαλτινός δεν προκύπτει ως γραφή από εκεί που όλοι νόμιζαν,
π.χ. μέσα από την Ιστορία ενός αιχμαλώτου,
του Στρατή Δούκα, αλλά κατευθείαν από τη μεταμυθοπλασία του Ροΐδη στην Πάπισσα Ιωάννα. Είναι αυτό που λέει η
Κωστίου, ότι η γραφή του Βαλτινού «διερευνά τα όρια της αφηγηματικότητας, τις
δεσμεύσεις της γραφής και τις αντιστάσεις του λόγου». Άλλωστε, οι μέχρι τώρα
«ερμηνευτικές αντιστάσεις» απέναντι στο έργο του Βαλτινού, προέρχονται ακριβώς
από την ερμηνευτική αμηχανία, της κριτικής και της φιλολογίας, απέναντι στην Πάπισσα Ιωάννα. Ο Βαλτινός, συγγραφικά,
την προϋποθέτει απολύτως, και συνεχίζει πέραν αυτής. Η κριτική και η φιλολογία
απλώς δεν γνωρίζουν την Πάπισσα, ως τεχνική
και ως αισθητικό πρόταγμα. Οπότε, πώς να μιλήσουν για τον Βαλτινό;
Ήτοι,
πώς αλλιώς μπορεί να αξιολογηθεί αισθητικά η πανσπερμία των φωνών που εισβάλλουν
στο κείμενο, ή εκβάλλουν από αυτό, καθιστώντας το ένα πολυφωνικό μεταμυθοπλαστικό
κείμενο; Όπως έγραψε στην Εφ. Συν ο
Ιάκωβος Ανυφαντάκης, στο Ημερολόγιο της
Αλοννήσου «Οι φωνές είναι άλλοτε ψυχρές, άλλοτε
αποστασιοποιημένες, κάποιες σχεδόν κλινικές και έχουν τη μορφή δελτίων θυέλλης
και ασκήσεων γυμναστικής. Δίπλα τους, άλλες φωνές γεμάτες πάθος, αισθησιακές,
ψίθυροι αλλά και ερωτικές κορυφώσεις. Οι περισσότερες πραγματικές που έχει
ηχογραφήσει ο συγγραφέας σχηματίζοντας έτσι ένα κολάζ από την πραγματικότητα.
Μικρές ψηφίδες που επιτρέπουν σε κάθε ακροατή/αναγνώστη να καταλήξει στο δικό
του συμπέρασμα».
Βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά, δηλαδή πολύ μετά, τόσο από την
«έμπνευση», όσο και από το μονολογικό κείμενο, από τη μοντερνιστική συνθήκη,
όπου ο συγγραφέας, ως κακέκτυπο του θεού, αποκαλύπτει αυτή ή την άλλη αλήθεια,
στον καθηλωμένο αναγνώστη/θεατή. Εδώ, η ίδια η πραγματικότητα εισβάλλει στο
κείμενο, με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, καταργώντας όλες τις αξιώσεις για το
άβατο του κειμένου, την ιερότητα της γραφής, την ιερότητα της ανάγνωσης, την
ίδια τη σύμβαση του παθητικού αναγνώστη. Με αυτό τον τρόπο, δηλαδή με τη
μέγιστη οικείωση του λογοτεχνικού έργο προς τον αναγνώστη, ο Βαλτινός παράγει
ακριβώς το ανοίκειο της τέχνης: ιδρύει μια καινούρια αντίληψη, μια καινούρια
συνθήκη της τέχνης.
Με αυτό το βιβλίο, ο Βαλτινός κάνει ένα ακόμη βήμα έξω από το λογοτεχνικό
κείμενο, όχι απλώς εισάγοντας μέσα στη λογοτεχνία τυποποιημένες και ταπεινές
εκφάνσεις του λόγου (όπως το προσπέκτους του Kenwood στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα, ή η προφορική γλώσσα σε άλλα βιβλία του),
αλλά ανοίγει τη γραφή του έξω από το κείμενο εν γένει, νοούμενο το κείμενο ως
γραπτή πραγματικότητα. Μέρος του βιβλίου, κεφάλαιό του, είναι ένα CD. Αναλυτικότερα, το βιβλίο
περιλαμβάνει: 1) Πρόλογο του επιμελητή, ο οποίος πρόλογος όμως μετέχει της αφήγησης,
ως αναπόσπαστο μέρος της, 2) το πρώτο μέρος της «κυρίως» αφήγησης, που
επιγράφεται «Ουροβόρος όψις» και είναι ένα ακραιφνές δοκίμιο περί προφορικότητας,
3) το δεύτερο μέρος της «κυρίως» αφήγησης, με τον τίτλο «Κάσσια Φράγκου. Μικρό
ιστορικό», όπου υποτίθεται πως δίνονται απλώς τα πληροφοριακά στοιχεία της ιστορίας
που θα εκτυλιχθεί στο τρίτο μέρος, καθώς και της πρωταγωνίστριάς της, αλλά όμως
συνιστά τη δημιουργία της δραματικής συνθήκης, μέσα στην οποία θα λάβει χώρα η
αφήγηση του τρίτου μέρους, 4) επιτέλους η «κύρια» αφήγηση του βιβλίου, στη
φόρμα ενός ραδιοφωνικού μονόπρακτου, 5) το Επίμετρο του φιλολογικού επιμελητή,
που και αυτό μετέχει της αφήγησης, 6) πάλι η «κύρια» αφήγηση του βιβλίου, τώρα ως
ηχητικό ντοκουμέντο, το οποίο περιέχεται στο CD και διαλέγεται με τη γραπτή
εκδοχή του.
Ένα μόνο παράδειγμα, για το πώς η πραγματικότητα εισβάλλει στο λογοτεχνικό
κείμενο: στην «κύρια» αφήγηση παρεμβάλλονται ηχητικά ντοκουμέντα, όπως δελτία
ειδήσεων και δελτία καιρού, καθώς και άλλοι ήχοι, όπως σφυρίγματα και σειρήνες,
και όλα αυτά «αποδελτιώνονται» στη γραπτή μορφή της αφήγησης, παραπέμποντας
έτσι, συνεχώς, έξω από το γραπτό κείμενο, δηλαδή στο CD. Ακούγοντας τώρα την ίδια αφήγηση,
καταγε-γραμμένη στο CD,
με το ηχόχρωμα των ανθρώπινων φωνών αλλά και τη φυσικότητα των ήχων, το γραπτό
κείμενο φωτίζεται διαφορετικά. Και αυτή η σχέση συνεχίζεται στο διηνεκές, χωρίς
να μπορεί να αποσπαστεί η μία μορφή της αφήγησης από την άλλη: εδώ είναι που
αλλάζει η ίδια η υφή, αλλά κι η «οριστικότητα» του λογοτεχνικού κειμένου.
Όπως επεσήμανε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο Βήμα, πρόκειται «για την πλήρη αποφλοίωση
του λόγου, για την απογύμνωσή του σε μηδενικό βαθμό: για την υπαγωγή του σε ένα
πεδίο όπου τα πάντα είναι ή γίνονται ικανά να ξεκινήσουν από την αρχή».
Ποιο είναι όμως το τέλος και ποια η αρχή; Όσο και
αν το Ημερολόγιο της Αλοννήσου μπορεί να
υποτεθεί πως αποτελεί τον τελευταίο κρίκο σε μια μακρά συγγραφική διαδρομή, δεν
είναι το «τελευταίο» έργο του Βαλτινού, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει «τελευταίο»
έργο στην τέχνη, πόσω μάλλον στην τέχνη του Βαλτινού, όπου η εξελικτική
αντίληψη της ιστορίας, αλλά και η κυκλική, έχουν δεόντως αποδομηθεί.
Αυτό
λοιπόν που κάνει το βιβλίο είναι πως αποφλοιώνει τις έσχατες αυταπάτες του αναγνώστη
της εποχής μας, σχετικά με το τι είναι λογοτεχνία. Και το κάνει εξαιρετικά.
Παραμένοντας λογοτεχνία, παραμένοντας κείμενο. Έστω και αν το «κείμενο»
ηχοποιείται, ή, ο ήχος «κειμενοποιείται»: τι από τα δύο συμβαίνει εδώ, θα το
αποφασίσει ο αναγνώστης. Τι να αποφασίσει όμως; Τι από τα δύο να προτιμήσει;
Και αυτή τη δυνατότητα αυτάρεσκης, μικροαστικής «επιλογής» την έχει αποδομήσει
ο Βαλτινός, παρεμβαίνοντας έτσι στη συζήτηση περί επιτελεστικότητας της τέχνης,
που τόσο «της μοδός» είναι τελευταία, αν και απλώς αντιγράφει τις εκπαιδευτικές
τεχνικές της διαδραστικότητας, υποδυόμενη τη «δημοκρατικοποίηση» της τέχνης.
Αντίθετα, ο αναγνώστης του Βαλτινού έχει πράγματι να επιλέξει, αριστοκρατικώ τω
τρόπω, αν θα εγκαταλείψει τις κυρίαρχες βεβαιότητες περί του τι είναι
λογοτεχνία, μετέχοντας κι αυτός στη μεγάλη αφήγηση που συγκροτείται μέσα από τη
βαλτινική γραφή, ως διάλογος με το ιστορικό παρόν, όπως αυτό συμβαίνει και
συντελείται στην τέχνη (είναι άλλωστε γνωστό, ότι ο χρόνος της τέχνης δεν
ταυτίζεται με τον εν γένει ιστορικό χρόνο).
Με
αυτή την έννοια, δεν έχουμε να κάνουμε με την ολοκλήρωση της συγγραφικής διαδρομής
του Βαλτινού, αλλά με την επισήμανση του τέλους της λογοτεχνίας, όπως οι περισσότεροι
την ξέρουν, και τη διαβάζουν, και τη γράφουν, μέχρι σήμερα.
Άλλωστε,
το έργο του Βαλτινού μόλις τώρα αρχίζει να λειτουργεί, ως αυτό που είναι, ως
έργο τέχνης. Και, αν κρίνουμε από την Πάπισσα
Ιωάννα, βρίσκεται, όπως κι εκείνη, στην αρχή
του...
Ας μην
ταραχθεί, λοιπόν, κανείς από τον υπότιτλο του κειμένου μου, «Ο θάνατος της λογοτεχνίας
(όπως την ξέρετε)». Όπως έχει εξηγήσει ο Μιχαήλ Μπαχτίν, η μονολογική, συμβατική
λογοτεχνική αφήγηση θα συνεχίσει να υπάρχει και να λειτουργεί, όσο η ανθρώπινη
συνείδηση παραμένει υποταγμένη/μονολογική. Αυτό άλλωστε έδειξε και η αντίδραση
κορυφαίων Ρώσων κριτικών λογοτεχνίας στο Νόμπελ της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς, όχι
με αισθητικούς όρους, όχι για την απλοϊκή γραφή της, όχι για τις προφανείς
πολιτικές στοχεύσεις της βράβευσης, αλλά με το επιχείρημα ότι δεν γράφει
«πρωτότυπη» λογοτεχνία, αφού τα βιβλία της περιέχουν επεξεργασμένες προφορικές
συνεντεύξεις. Μια αντίδραση που καταργεί ολόκληρο το έργο του Μπαχτίν, μαζί και
τη ντοστογιεφσκική πολυφωνικότητα.
Θα
πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι αυτή τη λογοτεχνική πρακτική, των επεξεργασμένων
προφορικών συνεντεύξεων απλών ανθρώπων, ο Βαλτινός, εδώ και αρκετές δεκαετίες,
την μετέρχεται με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, την έχει ήδη καταστήσει αισθητικό
πρόταγμα. Τώρα, με το Ημερολόγιο της
Αλοννήσου, υπερβαίνει και αυτή την τεχνική (του), αφού, σύμφωνα με την
αφηγηματική σύμβαση του βιβλίου, αυτό που προφορικά αφηγείται η Κάσσια Φράγκου
στο CD είναι ένα κείμενο που της έδωσε ο
συγγραφέας, να το «αποστηθίσει» και να το «πει», κλπ, κλπ.
Γιατί
δεν αρκεί μια τεχνική, ώστε να προκύψει ισχυρή λογοτεχνική μορφή, ήτοι αισθητικό
πρόταγμα. Χρειάζεται ο καλλιτέχνης να αναμετρηθεί με τις ήδη κατακτημένες
μορφές, να διεκδικήσει μια δική του θέση στην ακολουθία τους. Αυτό κάνει ο
Βαλτινός.
Χρήστος Τζίβελος, Iron Pyrimacha, 1985, φως, κερί και σίδερο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου