ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
Γιάννης Μόραλης, Μελέτες για την εικονογράφηση της συλλογής Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, 1964, λαδοπαστέλ, 16 x 33 εκ. |
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ, Σώμα στη βιτρίνα, εκδόσεις Μεταίχμιο,
σελ. 408
Πώς μπορεί ένας/μία συγγραφέας
του 21ου αιώνα να μετουσιώσει, με τον τρόπο της λογοτεχνίας,
εύφλεκτα σύγχρονα ζητήματα, όπως είναι αυτά, της μετανάστευσης για οικονομικούς
λόγους, της χωρίς όρια εμπορευματοποίησης, της κρίσης που δεν πλήττει μόνον την
Ελλάδα αλλά σαν τρωκτικό κατατρώγει αργά αλλά σταθερά τον δυτικό κόσμο, ή να
θέσει ερωτήματα σχετικά με θέματα, σχεδόν ταμπού σήμερα, όπως της «πολιτικής
ορθότητας», της ανεκτικότητας και της προοδευτικότητας, χωρίς να υποπέσει στις
παγίδες ενός φωτογραφικού νατουραλισμού, της κοινοτοπίας και της καταγγελτικής
ρητορείας; Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο λογοτεχνικό εγχείρημα, για να μην υποπέσει
στις προαναφερθείσες παγίδες, απαιτεί ευρηματικότητα, αφηγηματική δεξιοτεχνία,
ορθό και εξισορροπημένο χειρισμό των όποιων πραγματολογικών δεδομένων, στέρεες
απόψεις του συγγραφέα, οι οποίες θα μεταπλάθονται λογοτεχνικά, μέσα από την
δομή και τους ήρωες, και δεν θα παρατίθενται προσχηματικά ή και απροκάλυπτα.
Ήδη τα ζητήματα αυτά, προπαντός της κρίσης, έχουν αρχίσει να αποτελούν
μυθιστορηματικούς τόπους εντός και εκτός Ελλάδας.
Ωστόσο το μυθιστόρημα
της Αργυρώς Μαντόγλου, «Σώμα στη βιτρίνα», διαφοροποιείται από όλα όσα σχετικά έχουν
γραφεί, τουλάχιστον στην χώρα μας. Η δόκιμη συγγραφέας, μεταφράστρια και
κριτικός λογοτεχνίας, δεν περιορίζεται στα όσα γνωστά και πολυσυζητημένα πλέον
δεινά που επιφέρει η κρίση, ένα εκ των οποίων είναι και η φαινομενικά εκούσια,
πλην άκρως αναγκαστική, οικονομική μετανάστευση πολλών νέων σε χώρες, εκτός
Ελλάδας. Επιχειρώντας ένα τολμηρό συγγραφικά βήμα, μιλάει για το πώς η
υποτιθέμενη εκούσια μετανάστευση, μέσα σ’ ένα επίσης υποτιθέμενο περιβάλλον
πλήρους ατομικών ελευθεριών και ανεκτικότητας, μπορεί να φτάσει στα ακρότατα
όρια της ανθρώπινης αλλοτρίωσης, μετατρέποντας το σώμα σε ένα εργαλείο δουλείας,
που ωστόσο εμφανίζεται σχεδόν φυσιολογικό στον σύγχρονο κυνικό κόσμο του
χρήματος και του κέρδους.
Ο ίδιος ο τίτλος του
μυθιστορήματος της Μαντόγλου, «Σώμα στη βιτρίνα», συγκεφαλαιώνει και σχολιάζει
τα όσα θα επακολουθήσουν. Πρόκειται λοιπόν για γυναικεία σώματα εκτεθειμένα σε
βιτρίνες στη σειρά, στην, περίφημη….τουριστικά, «Κόκκινη Συνοικία», σε μια από
τις πλέον ευημερούσες ευρωπαικές πρωτεύουσες, το Άμστερνταμ. Σε κάποια από
αυτές τις βιτρίνες, η Μαντόγλου «εγκαθιστά» την δική της ηρωίδα, η οποία σύμφωνα
με τις απαιτήσεις της …εργασίας της, ονομάζεται Νατάσσα. Είναι μια νεαρή
Ελληνίδα που βρέθηκε στην πρωτεύουσα της τουλίπας στην προσπάθειά της να
ξεφύγει από ένα βαρύ μυστικό, έμμεσα συνδεδεμένο με την ελληνική κρίση,
αναζητώντας μια οποιαδήποτε εργασία, ακόμα και αυτήν της βιτρίνας και όσων
ακολουθούν πίσω από αυτήν. Το μόνο που την απασχολεί είναι η επιβίωσή της, τα
χρήματα που θα αποταμιεύσει με στόχο κάποια στιγμή να εγκαταλείψει την
«εργασία» της και να συνεχίσει κάποιο μεταπτυχιακό που θέλει να κάνει. Μετά τις
αλλεπάλληλες απογοητεύσεις που έχει υποστεί στην πατρίδα της, την ταραγμένη και
σκοτεινή πορεία της έως την εγκατάσταση, την έκθεσή του σώματός της στη βιτρίνα
και την πώλησή του σε οκτάωρη σχεδόν βάση, -όσο δηλαδή διαρκεί μια οποιαδήποτε
εργασιακή ημέρα- η Νατάσα έχει απωθήσει τις όποιες ηθικές αναστολές της,
πείθοντας τον εαυτό της ότι αυτό που κάνει είναι μια εργασία όπως όλες οι
άλλες. Η Μαντόγλου καταγράφει αυτόν, τον επιβεβλημένο εκ των πραγμάτων,
φαινομενικό κυνισμό μέσα σε λίγες γραμμές: «Αν την προβληματίζει η δουλειά; Καθόλου.
Έχει μάθει να κάνει ό,τι χρειάζεται προκειμένου να αμειφθεί... Πορνεία; Βαριά
λέξη, φορτισμένη, ηθικοπλαστική. Η Νατάσα δεν θεωρεί τον εαυτό της πόρνη, ούτε
εκδιδόμενη. Θέαμα προσφέρει, θέαμα διαδραστικό, με τη συμμετοχή του κοινού».
Ωστόσο η Μαντόγλου δεν αρκείται να «μιλά» με
τους τρόπους της λογοτεχνίας μόνον για την έκθεση των γυναικείων σωμάτων στις
βιτρίνες της Κόκκινης Συνοικίας του Άμεστερνταμ, που εκπροσωπούνται
μυθιστορηματικά από την σύγχρονη ηρωίδα της, Νατάσα, αλλά μ’ έναν τολμηρό
λογοτεχνικό χρονικό διασκελισμό μας μεταφέρει στο Άμστερνταμ του 17ου
αιώνα, συνδέοντας έτσι το σήμερα με το μακρινό χθες, τόσο διαφορετικό αλλά και
τόσο όμοιο. Εδώ, διαδραματίζεται η ιστορία της Έλσε Κρίστενς, μιας νεαρής
Δανέζας που έρχεται στην πόλη του Άμστερνταμ για γλυτώσει από τη φτώχεια και τη
μιζέρια της γενέτειράς της, να εργαστεί και να χαράξει μια καλύτερη ζωή. Πολύ
γρήγορα όμως αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα στην πόλη των καναλιών δεν είναι
όπως τα είχε φανταστεί. Για να γλυτώσει από την πορνεία, γίνεται μοντέλο του
ηλικιωμένου πια Ρέμπραντ. Σ’ αυτόν τη συστήνει ένας νεαρός ευγενής, μαθητής του
μεγάλου Δάσκαλου, πλην ατάλαντος, ο οποίος της παριστάνει τον ερωτευμένο, με
μοναδικό του σκοπό να την βάζει να κλέβει σχέδια του φημισμένου ζωγράφου για να
τα παρουσιάζει αργότερα σαν δικά του. Μια σειρά σκοτεινών συμπτώσεων θα
αναγκάσουν την Έλσε να διαπράξει έναν φόνο για τον οποίο θα καταδικαστεί σε
θάνατο στην αγχόνη. Η θλιβερή ιστορία της όμως θα περάσει στην αιωνιότητα χάρη
στην τέχνη. Ανάμεσα στους πίνακες του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου υπάρχει κι
εκείνος, «Κορίτσι στην αγχόνη».
Οι παραλληλισμοί των
δύο ιστοριών είναι προφανείς στο μυθιστόρημα της Μαντόγλου. Η Έλσε είναι το
άλλο πρόσωπο της Νατάσας μέσα στο χρόνο και τούμπαλιν. Τις συνδέει η εμπορευματοποίηση
της γυναικείας σάρκας, που μοιάζει να αποτελεί διαχρονικό στοιχείο μιας
κουλτούρας εδραιωμένης ανά τους αιώνες στην ολλανδική πρωτεύουσα και
καμουφλαρισμένη πίσω από τις ιδέες της ελευθερίας και της ανεκτικότητας. «Σε
ετούτη την πόλη δεν υπάρχει κανείς να μην εμπορεύεται κάτι» σύμφωνα με τον Καρτέσιο
που έζησε στο Άμστερνταμ [σελ. 188]. Τις συνδέει ακόμα η αγωνία και ο αγώνας
τους για την επιβίωση, καθώς κι ένα απελπισμένο, παρόμοιο σχεδόν, φονικό που
την Έλσε, τουλάχιστον, οδηγεί στην αγχόνη.
Στο μυθιστόρημα όμως υπάρχει κι ένα τρίτο
γυναικείο πρόσωπο, η Ελισάβετ ή Έλσα για τους οικείους, που δεν είναι άλλο από
το μυθιστορηματικό προσωπείο της ίδιας της συγγραφέως. Το προσωπείο αυτό βοηθά
την συγγραφέα να μας οδηγήσει στα μυστικά μονοπάτια της συγγραφής του
μυθιστορήματός της και κυρίως της ιστορίας της Έλσε αλλά και να ομολογήσει τις
αγωνίες που κατατρύχουν έναν/μία συγγραφέα καθώς παλεύει με τα κάθε λογής
φαντάσματά του/της έως να φανερωθούν ήρωες, πλοκή, μυθιστόρημα. Ωστόσο η
Ελισσάβετ/Έλσα καθώς προσπαθεί, είτε στο Άμστερνταμ, είτε σε μια συνοριακή
ολλανδική πόλη, να ανακαλύψει, διαβάσει και μεταπλάσει λογοτεχνικά την ιστορία
της Έλσε Κρίστενς, αυτονομείται σταδιακά από το συγγραφικό προσωπείο και
μεταλλάσσεται σε μυθιστορηματικό πρόσωπο, απαιτώντας μια ίση θέση ανάμεσα στις
δύο ηρωίδες του μυθιστορήματος: Την Έλσε και τη Νατάσα. Συνδετικός κρίκος των
τριών αυτών γυναικείων προσώπων είναι ένα τέταρτο πρόσωπο, ανδρικό αυτή τη
φορά: Ο Άγγελος. Ένας άνδρας μέσης ηλικίας, ο οποίος πάσχει από την σπάνια
ασθένεια της συναισθησίας, της οποίας τα συμπτώματα είναι η μείξη των
αισθήσεων. ‘Ως εκ τούτου, ο Άγγελος μπορεί να «βλέπει» ήχους ή να «γεύεται» τις
ανθρώπινες παρουσίες και τις ιστορίες τους μέσα στο χρόνο. Η καταλυτική
παρουσία του Άγγελου αλλάζει την μυθιστορηματική πορεία της Νατάσας ενώ δίνει
άλλες διαστάσεις και στην ιστορία της Ελισάβετ-Έλσας.
Σταθερή η Μαντόγλου στους νεωτερικούς
αφηγηματικούς τρόπους τους οποίους έχει επιλέξει από το πρώτο της ήδη
μυθιστόρημα, αλλά και στην οπτική της να αντιμετωπίζει την γυναικεία υπόσταση από
διαφορετικές όψεις και απόψεις – κάποιοι την εντάσσουν στη μετα-φεμινιστική
λογοτεχνία- στο «Σώμα στη βιτρίνα» δείχνει ότι βρίσκεται στην πιο ώριμη
συγγραφική της στιγμή. Στήνει ένα πολυφωνικό μυθιστορηματικό σύμπαν ,το οποίο
διακτινίζεται μέσα στο χρόνο, ακουμπά στο ιστορικό μυθιστόρημα, έχει μια αύρα
θρίλερ, υποψίες κοινωνικού μυθιστορήματος, υπαρξιακές προεκτάσεις, ενώ κάνει τον
αναγνώστη συμμέτοχο στη διαδικασία της έρευνας και της συγγραφής της ιστορίας
της Έλσε Κρίστενς. Στα άλλα θετικά του είναι η στέρεα δομή και αρμονική σύνδεση
των διαφορετικών αφηγηματικών φωνών και των ιστοριών τους, και η συνολική
οικονομία του μυθιστορήματος. Με παραστατικότητα επίσης αναδεικνύεται το
Άμστερνταμ του 17ου και του 21ου αιώνα, προκαλώντας τον
αναγνώστη για συγκρίσεις και σκέψεις. Θα μπορούσε ίσως να λείψει η, όχι και
τόσο πειστική μυθιστορηματικά, φαντασιακή σχέση της Νατάσας με τις ιδέες του,
κάποτε κατοίκου στο Άμστερνταμ, Αδαμάντιου Κοραή. Πρόκειται όμως για μια
παρωνυχίδα μπροστά στα ήδη προαναφερθέντα θετικά του καλοδουλεμένου, ώριμου
αυτού μυθιστορήματος της Μαντόγλου.
Η Έλενα Χουζούρη είναι
συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου