6/1/18

Λουκίνο Βισκόντι

Καθρέφτης διαυγής όλων των κοσμογονικών αλλαγών που συνέβησαν τον περασμένον αιώνα

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ

Περιοδικό Οδός Πανός, Τεύχος 177, Ιανουάριος - Μάρτιος 2018,
Λουκίνο Βισκόντι, Μια ζωή σαν ταινία, της Λοράνς Σιφανό, σελ. 528

«Ήρθα στον κόσμο την ημέρα των νεκρών από μια σύμπτωση που πάντα θα αποτελεί σκάνδαλο. Με καθυστέρηση εικοσιτεσσάρων ωρών μετά την ημέρα της γιορτής των Αγίων Πάντων. Αδύνατο ν’ αρχίσω τη ζωή μου χωρίς την επιρροή της: εν πάση περιπτώσει, για να μην κατηγορηθώ ποτέ, για κακή πρόθεση. Αυτή η ημερομηνία με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή σαν ένα κακό σημάδι». Ο Βισκόντι γράφει αυτές τις γραμμές το 1939, στην καμπή της ζωής του· στα τριάντα τρία του, δεν έχει ακόμα σκηνοθετήσει τίποτα, δεν έχει δημιουργήσει τίποτα κι έτσι τοποθετεί τη γέννησή του στον αστερισμό μιας μυστηριώδους κατάρας, μιας σκοτεινής «κακοτυχίας»… Αλλά το 1963, ύστερα από είκοσι τέσσερα χρόνια αφιερωμένα στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την όπερα, τροποποιεί την οπτική γωνία του πεπρωμένου του: «Γεννήθηκα», δηλώνει, «στις 2 Νοεμβρίου του 1906, στις 8 το βράδυ. Αργότερα μού είπαν, ότι μια ώρα μετά, η αυλαία της Σκάλας σηκωνόταν για τη χιλιοστή πρεμιέρα τής Τραβιάτα». Το νυχτερινό, λαμπερό αστέρι που διαλέγει για τον εαυτό του είναι εκείνο του πιο διάσημου λυρικού θεάτρου…» (σσ. 43-44).
Στη Σκάλα τών Μεδιολάνων οφείλει και την άσβεστη λάμψη της η “divina” με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο La Callas, όνομα αντάξιο ενός τέρατος της Τέχνης, που έδειχνε συχνά τα δοντάκια του και τα νύχια του βεβαίως, όχι από αλαζονεία – όπως νόμιζαν οι περισσότεροι – αλλά μόνο και μόνο επειδή δεν άντεχε τη μετριότητα, τη νωθρότητα, την επανάπαυση, την τεμπελιά εν τέλει… Τα αποκαλύπτει όλ’ αυτά η φωτογραφία του με τη Μαρία Καλογεροπούλου-Μενεγκίνι στη σελ. 43 του τεύχους με αριθμό 177 ενός «εργοταξίου εξαιρετικών αισθημάτων» που κυκλοφορεί –χάρη στην αγάπη των αναγνωστών– εδώ και 36 συναπτά έτη.

Στο δέκατο έκτο κεφάλαιο αυτού του ενδελεχούς πονήματος που φιλοτέχνησε η Λοράνς Σιφανό και μεταφράστηκε από την Κωνσταντίνα Γεωργούλια κι από τον εξαίρετο, θεατρολόγο, κριτικό κι άνθρωπο της Μουσικής Γιώργο Παπαγιαννάκη (από το κεφάλαιο XXI και έως το τέλος), ο τίτλος «Σε μια ντίβα», το περιεχόμενο και η εικονογράφηση που οφείλεται στον ποιητή κι εκδότη Γιώργο Χρονά, οδηγούν όλ’ αυτά μαζί τον αναγνώστη –όταν συνδημιουργός είναι– σε συνειρμούς, διαλογισμούς και συμπεράσματα για την ουσία της Τέχνης και την υπέρβαση των εσκαμμένων, που μόνο μέσα από μια επώδυνη, «τραγική» θα έλεγα, χρονοβόρο διαδικασία αυτογνωσίας μπορεί να επιτευχθεί. Αυτοί οι δύο άνθρωποι αναμόρφωσαν τον τρόπο που βλέπουμε κι ακούμε την όπερα: της προσέδωσαν την πρωταρχική δραματικότητα του αρχαίου θεάτρου από το οποίο προήλθε το λυρικό θέατρο στη Δύση, μετά από μία παρ-ανάγνωση του πονήματος De Architectura του Βιτρούβιου. Όμως εκεί που θα απογειωθεί το υποκριτικό τάλαντο της Μαρίας είναι με τον Τζεφιρέλι, νεαρό συνεργάτη και «προστατευόμενο» του Βισκόντι, ο οποίος έπεσε φυσικά σε δυσμένεια και τέθηκε σε καραντίνα, αμέσως μόλις φάνηκε η ενστικτώδης καλλιτεχνική προτίμηση της ντίβας προς το άτομό του και την όλη προσωπικότητά του εν γένει. Εξ άλλου, ας μη λησμονούμε πως χάρη στην ταινία του Τζεφιρέλι “Callas for ever” μάθαμε πώς πέρασε η απατημένη ερωμένη τα τελευταία χρόνια της ζωής της, όταν πια την είχε προδώσει και η φωνή της, αυτό το μεγαλειώδες μουσικό όργανο, που κάθε διευθυντής ορχήστρας και σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, χορογράφος και κινησιολόγος θα ήθελε να το δει να πάλλεται κάτω από τις οδηγίες του. Κι αν αναφέρομαι συχνά-πυκνά σε αυτό το άρθρο μου στην Κάλλας είναι γιατί χωρίς αυτήν ο Βισκόντι θα είχε μείνει στην Ιστορία της Τέχνης μόνον ως σκηνοθέτης των κλασικών πια, αλλά ξεπερασμένων αισθητικά ταινιών «Θάνατος στη Βενετία» (1971), «Λούντβιχ ή Το λυκόφως των θεών» (1972). Με την Κάλλας όμως έγινε ο Πυγμαλίων, ο μεταμορφωτής, ο συνδημιουργός «θεός» ενός μύθου, αφού αυτός πρώτος την έπεισε να αδυνατίσει, να ντυθεί, να κινηθεί, να δώσει πνοή και ρεαλισμό σε ένα είδος που είχε παρακμάσει προ πολλού και θα έμπαινε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας χωρίς αυτά τα τρία ιερά τέρατα: Λουκίνο Βισκόντι – Μαρία Κάλλας – Φράνκο Τζεφιρέλι. Χαρακτηριστική η φωτογραφία στη σελίδα 287 όπου ο Λουκίνο κουστουμαρισμένος και με κουμπωμένο το σακάκι σηκώνει ψηλά και τα δυο του χέρι μπροστά στη Μαρία, που είναι ντυμένη με ταγιέρ και μακρυμάνικη μπλούζα, έχει το αριστερό χέρι στη μέση (σα να του ζητάει λογαριασμό) και με το δεξί χέρι αγγίζει το πηγούνι της. Χαλαρή κι αυστηρή εκείνη, παραδομένος απολύτως εκείνος στα καπρίτσια της. Είναι αυτό που λένε «μια εικόνα ισοδυναμεί με χιλιάδες λέξεις» (αυτός που έχει μάτια βλέπει!).
Εκτός όμως από αυτό το δέκατο έκτο κεφάλαιο «Σε μια Ντίβα», ας περιηγηθούμε και στους τίτλους των υπολοίπων: Ο Μιλανέζος Βισκόντι, Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας, Οικογενειακά θέατρα, Οι δύο πλευρές, Το λυκόφως της Ευρώπης, Οι αταξίες του μαθητή Βισκόντι, Μιλάνο - Μόναχο - Παρίσι, Ελίτ, Ο δρόμος για τη Δαμασκό, Το μαύρο δωμάτιο, Μια περιπέτεια του Αλφρέντο Γκουίντι, Δίκη, Η κομμουνιστική οικογένεια, Ένα θέατρο με το όνομα πόθος, Ένας δάσκαλος, Σε μια Ντίβα, Θαύμα στην Ιταλία, Οι πρίγκιπες
Λεωφόρος του Λυκόφωτος, Götterdämmerung, Τελευταίες μονομαχίες, Ο Δράκος.
Στο υποκεφάλαιο «Εργασία και φιλία» του τελευταίου κεφαλαίου «Ο Δράκος» που μεταφράζει με υποδειγματική θεατρική προφορικότητα ο Γιώργος Παπαγιαννάκης, διαβάζουμε για την δημιουργική αντιπαλότητα Βισκόντι-Τζεφιρέλι, διαμάχη που ωφέλησε τελικά και τους δύο, γιατί το μίσος είναι πάντα –ως φαίνεται– απείρως ισχυρότερο από τον έρωτα και μεταφέρει αποτελεσματικότερα ενέργεια, έμπνευση, πείσμα και ιδέες: «Η απαίτηση για αφοσίωση δεν επιδέχεται κανένα εμπόδιο. Προειδοποίηση σε όποιον επαναστατεί, σε όποιον προδίδει. Στην απόλυτη υπηρεσία ενός ζηλότυπου πάθους, μίας απαίτησης για τελειότητα στο θέατρο όπως και στο σινεμά, ο Βισκόντι είναι έτοιμος για όλα προκειμένου να επιτύχει το στόχο του όπως το αποδεικνύει το επεισόδιο της Λοκαντιέρας που διηγείται ο (σκηνογράφος) Πιέρο Τόζι. Είμαστε στο 1952. Ο Τόζι είχε σχεδιάσει για τον Τζεφιρέλι τα κοστούμια μίας κωμωδίας σε διάλεκτο του Κάρλο Μπερτολάτζι, τη Λούλου, που λαμβάνει χώρα στο Μιλάνο το 1910. Μπορούμε να φανταστούμε ότι οι κάθε είδους δυσκολίες, και τελικά η δριμεία κριτική εναντίον του έργου και η ακύρωση των παραστάσεων μετά την πρεμιέρα, ήταν ο καρπός της εκδίκησης του Βισκόντι που έβλεπε με κακία τον Τζεφιρέλι να κάνει άνοιγμα στη σκηνοθεσία και να πετά με τα δικά του φτερά…» (σελ. 498).
Όπως πίσω από τα κουτσομπολίστικα παραλειπόμενα κάθε βιογραφίας, παρακολουθούμε τις αισθητικές, ιδεολογικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές μιας εποχής τόσο καθοριστικής για τον Δυτικό «ελληνορωμαϊκό» και παγανιστικό-«χριστιανικό» Δυτικό πολιτισμό μας, που δέχτηκε μέσα στον εικοστό αιώνα τα ανεπανόρθωτα πλήγματα δύο παγκοσμίων πολέμων, ενός βάρβαρου Ολοκαυτώματος, πολλών εθνοκαθάρσεων και γενοκτονιών, μα πάνω απ’ όλα της τρομακτικής, της ασύλληπτης για το ανθρώπινο μυαλό καταστροφής που επέφερε η χρήση της πυρηνικής ενέργειας για πολεμικούς σκοπούς. Η Τέχνη είναι –όσο κι αν δεν το θέλει, όσο κι αν δεν το επιδιώκει φανερά– καθρέφτης του Καιρού της. Ακόμα κι η εξιδανικευμένη νοσταλγία, η φυγή στο παρελθόν, η «αισιοδοξία της ανάμνησης» που έλεγε ο Ευάγγελος Παπανούτσος, όλα αυτά δείχνουν απλώς και μόνον την αγωνία του ανθρώπου να υπάρξει σε δικαιότερα πλαίσια, εκεί που η Ισότητα, η Ελευθερία και η Αδελφοσύνη όλων των απανταχού ανθρώπων είναι εξασφαλισμένη. Και ποια τρανότερη ελευθερία από την ελευθερία της έκφρασης, της αυτοδιάθεσης, των ερωτικών επιλογών; Από αυτή την άποψη ο «Θάνατος στη Βενετία» είναι πάντοτε προαναγγελθείς, όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές αλλά εμείς (οι μέσοι καταναλωτικοί κι αναλώσιμοι άνθρωποι) δεν αλλάζουμε μυαλά. Ο ανθρωποκεντρικός Διαφωτισμός, καθώς κι οι ιδέες που έφεραν την Αναγέννηση, κυοφορούν πάντα δίκαιες επαναστάσεις, εξεγέρσεις, ανυπακοές (του τύπου «Αντιγόνη») προκειμένου να υλοποιηθεί, να πραγματωθεί η ουτοπία που απολαμβάνουμε στα (καλύτερα) όνειρά μας κι οραματιζόμαστε στην Τέχνη βεβαίως. Ο Βισκόντι, παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις αντιφάσεις του, ήταν καθρέφτης διαυγής όλων των κοσμογονικών αλλαγών που συνέβησαν τον περασμένον αιώνα και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να μας επηρεάζουν. Από αυτή την άποψη, το αφιέρωμα του περιοδικού με την συμβολική επωνυμία «Οδός Πανός – εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων» που γιορτάζει σύντομα τα τριακοστά έβδομα γενέθλιά του, είναι ένας ευμεγέθης τόμος Ιστορίας της Τέχνης και της Ζωής: Λουκίνο Βισκόντι – Μια ζωή σαν ταινία, από τη Λοράνς Σιφανό.

Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός


Χρήστος Τζίβελος, Λάμπα «Η ακτίνα Χ», 1983, φως, λάμπα, μεικτή τεχνική, διάμετρος 35 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: