ΔΙΗΓΗΜΑ
Έργο της Πέγκυς Κλιάφα |
ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΚΑΛΟΥΤΣΑ
Με μισό αυτί, ενώ μασούλαγε αργά, άκουγε
την τηλεόραση από το βάθος του σαλονιού.
Τώρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, έδιναν οι
ειδήμονες τις τελευταίες οδηγίες για το «ρεβεγιόν με στυλ»: Αν κλείσατε τραπέζι
σε μεγάλη πίστα, τότε σε άσπρο πουκάμισο μια ανοιχτού χρώματος (μουσταρδί) γραβάτα…
Αν προτιμάτε εμφάνιση άκρως επίσημη, τότε η απάντηση είναι σμόκιν και γνώση του
savoir vivre… Μακιγιάζ διακριτικό… Συνοδεύεστε; Και το έτερον ήμισυ να είναι
αρμονικά ντυμένο. Μια κυρία μπορεί να κρύψει μερικά κιλά (δικαιολογημένα λόγω
των ημερών) μέσα σ’ ένα μαύρο, όχι μακρύ φόρεμα… Προλαβαίνετε: Ώρα έντεκα και
μισή θα είστε στην τρίχα… Θα είστε ο άσος της νύχτας!
Μετά
άρχισαν να μιλάνε για τα «ρεβεγιόν των επωνύμων». Ο τάδε κοσμηματοπώλης όχι πια
στο γνωστό μέρος, όπου συνήθιζε, αλλά στην Κύπρο… Η δείνα ηθοποιός όχι εδώ αλλά
στο Λονδίνο, προσκαλεσμένη από μια φίλη της… Η κόρη γνωστού εφοπλιστή θα
μεταβεί με τον άντρα της και τα παιδιά τους στη Γαλλία, στο Παρίσι, όπου θα
δοθεί φανταχτερό ρεβεγιόν στο σπίτι της φίλης της Μ., απ’ όπου δεν θα λείψουν
ο άλφα και ο βήτα – όλοι τους εγκατεστημένοι από χρόνια εκεί…
Κάποια
στιγμή θυμήθηκαν, φαίνεται, σε ποια χώρα ζούσαν… Εμφανίστηκε ένας γνωστός
τραγουδιστής και μίλησε για ανθρώπους «που δεν έχουν νιώσει τη φτώχεια και τον
πόνο, και δεν έχουν μείνει ποτέ χωρίς λεφτά», ενώ σήμερα
ο κοσμάκης όλα αυτά τα βιώνει στο πετσί του και δυστυχεί, όπως στα νιάτα του
είχε υποφέρει κι ο ίδιος!... Γι’ αυτό τραγούδησε με πάθος ένα παλιό σουξέ, «Το
αγριολούλουδο», αφιερωμένο με αγάπη σ’ όλους της γης τους πονεμένους…
Πώς τα κατάφερνε πάντα στις γιορτές –αντίθετα,
σίγουρα, με ό,τι καταβάθος θα επιθυμούσε
–να μένει μόνος του, ποτέ δεν το κατάλαβε. Νοερά, βέβαια, ακολουθούσε τους
άλλους, όλους αυτούς τους επώνυμους, καθώς τον περιέχυνε η λάμψη τους από το
γυαλί της τηλεόρασης… Θα ’θελε να ’χε κι αυτός τους φίλους του, ναι, πολλούς
φίλους. Τους έχανε όμως όλους αυτές τις μέρες. Άραγε υπήρχαν κι άλλοι που
έμεναν, σαν κι αυτόν, ο-λο-μό-να-χοι, στις γιορτές; Άνοιγε έναν φανταστικό διάλογο με τον εαυτό
του ή με τα λιγοστά αγαπημένα του πρόσωπα, ρωτούσε κι απαντούσε κιόλας, ό,τι
του κατέβαινε απαντούσε.
Ρωτούσε,
για παράδειγμα, τη Μαιρούλα του –δέκα ολόκληρα χρόνια τώρα που την είχε χάσει–,
αν ήξερε τι ήταν το σμόκιν, που μόλις πριν λίγο είχανε αναφέρει (και ποτέ του ο
ίδιος δεν είχε φορέσει…). Του απαντούσε αμέσως: Επίσημο ρούχο, για βραδινή
έξοδο… Μαύρο σακάκι με σατέν πέτα, χωρίς τσάκιση, γιλέκο, άσπρο πουκάμισο με
όρθιο γιακά, «παπαδίστικο», και παπιγιόν… Εκείνη τα ήξερε αυτά, δούλευε κάποτε
και σαν μοδίστρα! Η Μαιρούλα ήταν η μοναδική του αγάπη – μπορεί να μην είχαν
καταφέρει ν’ αποχτήσουν παιδιά, αλλά ήταν αχώριστοι ως το τέλος, δηλαδή μέχρι
την άδικη στιγμή του μοιραίου τροχαίου. Τους πήρε παραμάζωμα μια νύχτα ένας
νεαρός που γυρνούσε από τη διασκέδαση παραβιάζοντας το σήμα κυκλοφορίας για
προτεραιότητα και τους αποτέλειωσε κάποιος που ερχόταν με φόρα αποπίσω,
γκρεμίζοντας το αμάξι τους σ’ ένα βαθύ χαντάκι. Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις
του στο νοσοκομείο, έμαθε πως είχαν ανασύρει άψυχο το κορμί της αποκεί μέσα.
Από τότε κλείστηκε πιο πολύ στο καβούκι του, η μοναξιά του πολλαπλασιάστηκε.
Τις
καθημερινές έτρεφε κάποιες ψευδαισθήσεις – χτυπούσε καμιά φορά και το τηλέφωνο,
συνήθως για διαφημιστικά. Τις Κυριακές και τις γιορτές όλοι εξαφανισμένοι.
Αυτός έψαχνε, εις μάτην, να πετύχει κάποιον, να τον ευχηθεί τουλάχιστον από
μακριά. Αν τυχόν τον ρωτούσαν θα τους έλεγε πως ήταν εντάξει και τα λοιπά, πως
είχε τάχα κι αυτός τις παρέες του. Ντρεπόταν να τους μαρτυρήσει πως είχε καταντήσει
μαγκούφης.
Ονειρευόταν
πολυπληθείς δεξιώσεις, ανθρώπους που θα σχημάτιζαν κύκλο γύρω του σε φιλικές συγκεντρώσεις και
θα ρωτούσαν τη γνώμη του για το οποιοδήποτε ζήτημα. Και υπήρχαν όντως τόσα κρίσιμα
ζητήματα... Φανταζόταν χορούς με εξαίσιες ντάμες, αν και ο ίδιος δεν θα άλλαζε
ποτέ τη Μαιρούλα του με καμιά άλλη. Από νωρίς είχε τηλεφωνήσει σε κάποιον που
θεωρούσε φίλο του και τον είχε προσκαλέσει για απόψε. Έλα, του είπε δειλά, να
τσιμπήσουμε παρέα, μαγείρεψα γαλοπούλα… Ο άλλος ξερόβηξε, απάντησε πως ένιωθε
δεσμευμένος απέναντι σ’ έναν συγγενή του, που πιθανότατα θα τον καλούσε
αργότερα. Ξεροκατάπιε, θα δειπνούσε πάλι μόνος του – αυτό δηλ. που έκανε τώρα.
Δεν είχε νόημα να προσβάλλεται, έπρεπε να το είχε πάρει απόφαση, να είχε
συνηθίσει στην άρνηση.
Ένιωθε χάλια. Ένα άτομο που για τόσα
χρόνια δεν έχει καταφέρει να κρατήσει ούτε έναν φίλο κοντά του –σκεφτόταν– σε
τι υπόληψη να το έχει κανείς; Τον πλάκωνε ένα βάρος στο στήθος, που μάλλον είχε
την αφετηρία του στην παιδική του ηλικία, όταν ακόμα ζούσαν οι γονείς του και
οργάνωναν κάθε χρονιά, στα γενέθλιά του, γιορτή για την πάρτη του. Αυτός
ντροπαλός, καθόταν σε μιαν άκρη, σιωπηλός. Ή καμιά φορά που τον κυρίευε
εντελώς η αμηχανία καθώς τους έβλεπε όλους σκυμμένους πάνω του, την κοπανούσε,
όσο μπορούσε πιο αθόρυβα!… Περιέργως τώρα το βάρος είχε γίνει πάλι ανυπόφορο,
κι ας μην υπήρχε πια ψυχή γύρω του. Η ζωή τον είχε σπρώξει στο ίδιο αποτέλεσμα
από το άλλο άκρο της, το ακριβώς αντίθετο.
Γινόταν
έξαλλος με τον εαυτό του όταν συνειδητοποιούσε πως η απόσταση που τον χώριζε
απ’ τους άλλους διαρκώς μεγάλωνε. Τι
συνέβαινε και αποκοβόταν σιγά σιγά; Ήταν όμως κάτι που αδυνατούσε να το
σταματήσει. Συχνά τα λόγια που άκουγε να λένε τους έκανε όλους να φαντάζουν
ξένοι στα μάτια του. Άλλα ήθη τα σημερινά! σκεφτόταν. Ακόμα κι οι συνηθισμένες
κουβέντες κάποιων νέων της γειτονιάς του, που τους συναντούσε σχεδόν καθημερινά
στο δρόμο, ηχούσαν σαν ασυναρτησίες στ’ αυτιά του.
Τώρα
ήταν η εποχή των θεαματικών τηλεοπτικών προγραμμάτων και παιχνιδιών, που
καθήλωναν μέσα από τη μικρή οθόνη μια μεγάλη μερίδα του κοινού. Έναν λαό που
δυσκολεύεται τόσο να εξασφαλίσει τα προς το ζην, έπρεπε, τουλάχιστον, να τον
ταΐζουν με μπόλικο θέαμα... έδινε την εξήγηση. «Τους μικρούς ήρωες της
καθημερινής μας περιπέτειας…» τους χαιρέτιζαν σχεδόν οι πάντες. Ιδίως όταν
τους κινητοποιούσε το δέλεαρ του κέρδους… Ποιος απ’ τους εναπομείναντες θα τα
κατάφερνε να παραμείνει μέχρι τέλους στο παιχνίδι; Και ποιος θα κέρδιζε το
χλιδάτο αμάξι που αποτελούσε το πολυπόθητο έπαθλο; (Να ήταν άραγε αυτό το
φλέγον ζήτημα μιας χώρας που κατέρρεε;…) Τέλος πάντων, η αγωνία χτυπούσε στο
κόκκινο…
Μάζεψε
τα υπολείμματα με τα κόκαλα στις χούφτες του και βγήκε στο μπαλκόνι. Ξαφνικά η
δική του αγωνία ήταν αν θα βρισκόταν από κάτω ο Άρης (έτσι είχε βαφτίσει το
αδέσποτο που τριγυρνούσε στη γειτονιά του και ήταν ερωτευμένο με τη σκυλίτσα
της γειτόνισσας, τη Μισέλ). Ξημεροβραδιαζόταν έξω απ’ την μανταλωμένη πόρτα της
αυλής τους και κάθε τόσο έβγαζε έναν πνιχτό λυγμό, όλο ερωτικό καημό, σαν
άνθρωπος. Τον είδε στη γνωστή του θέση στο σκιερό στενάκι, καθισμένο στα
πισινά του πόδια. Ένα χλομό φεγγάρι λιάνιζε τη σιωπή του χιονιά.
Όταν πήγαινε στο δημοτικό, είχε ερωτευτεί κι
εκείνος μια όμορφη συμμαθήτριά του, και κάθε μεσημέρι που σχόλαγαν στηνόταν και
την περίμενε με τις ώρες έξω από το πλουσιόσπιτό της, μπας και καταφέρει να την πείσει να πάνε μαζί
στο δικό του φτωχικό, να της δείξει μια περίπλοκη κατασκευή που είχε φτιάξει για
χάρη της στην αυλή – ένα διαστημόπλοιο! Το κοριτσάκι του είχε δώσει την
υπόσχεσή του, όμως οι δικοί της δεν την άφησαν ποτέ να ξεμυτίσει. Στέκονταν οι
δυο τους και κοιτάζονταν θλιμμένα από μακριά. Με τον καιρό, βέβαια, η ανάμνηση
εκείνου του κοριτσιού είχε χωνευτεί μέσα στη μορφή της Μαιρούλας του, της είχε παραχωρήσει τη θέση
που κατείχε μέχρι τότε στην καρδιά του.
Φώναξε
τον σκύλο που έκανε χαρές, κουνώντας φιλικά την ουρά του, και του έριξε τα
κόκαλα. Δεν μπορούσε να τον διακρίνει καθαρά, αλλά τον άκουγε. Ο Άρης άρπαζε
την τροφή σχεδόν στον αέρα, συνεχίζοντας να κουνάει την ουρά του.
Του
έριξε κι άλλα κι άλλα, σχεδόν άδειασε όλο το τραπέζι. Τον πλημμύριζε μια άγρια
χαρά ακούγοντας το κροτάλισμα από τις μασέλες του ζώου μες στη σκοτεινιά,
καταλαβαίνοντας την ηδονική βουλιμία με την οποία άλεθαν το απρόσμενο δώρο του.
Μετά
έσκυψε από το μπαλκόνι κι αφουγκράστηκε τη μεγαλόπρεπη σιωπή, τη σαγηνευτική
γαλήνη που κυριαρχούσε στο νυχτερινό τοπίο και τύλιγε ως πέρα τη φωταγωγημένη
πόλη.
Αν
και δεν φορούσε κανένα επίσημο ένδυμα, όταν εκείνη τη στιγμή αντήχησαν από
μακριά τα πρώτα πυροτεχνήματα, ένιωσε πραγματικά πως ήταν ο αναμφισβήτητος, ο
μοναδικός άσος της νύχτας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου