Κι ο βασιλικός βλασταίνει
Έξωθεν τού πτωχικού τού καφενείου,
Όμως δεν κάνει τόση φασαρία
Με την ύπαρξή του,
Ακόμα κι όταν άστοργα χέρια
Τον μαδάνε, αγνώμονες
Τον τσακίζουνε ανάμεσα στο δείχτη
Και στον αντίχειρα
Για να καλύψουνε τη μπόχα εντός,
Ακόμα κι όταν τον ξερριζώνουνε
Έτσι, χωρίς περίσκεψη καμιά.
Μόνο τα παιδιά αγαπάει,
Όταν σκύβουν να τον μυρίσουν,
Τότε κι αυτός μοσχοβολάει,
Παίρνει τ’ απάνω του και πάει
Να ψηλώσει, όσο βεβαίως
Τον κρατούν οι ρίζες του,
Όσο νεράκι ευλογημένο
Τις φλέβες του ποτίζει…
Κωνσταντίνος
Μπούρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου