ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ ΚΟΥΜΑΣΙΔΗ
Μαρία Λάλου και Skafte Aymo-Boot, ANTIMONUMENTS, 1964-2013 |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ, Οι
μικροί μου ήρωες, ποιήματα, εκδόσεις Άγρα, σελ. 96
Η ποίηση του Γιάννη Ζέρβα διαθέτει ορισμένα
πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: μεταξύ άλλων είναι συνειδητά πειραματική,
καινοτόμος και –καθόλου αμελητέο- διόλου βαρετή. Χρησιμοποιεί συχνά ως καμβά διερωτητικά
επινοημένα ημι-προσωπεία συγκροτώντας μια ήπια, αποδεκτή και παραγωγική
μεταμοντέρνα τεχνοτροπίαˑ όλα αυτά ήδη από την εποχή της Τζούλιας (Εγνατία/Τραμ, 1983), της Τζούλιας 2 (Άγρα, 2010) και της
προηγούμενης συλλογής του Massimo Gentile Mass/Age vs Body/Work (Άγρα, 2015), στο ενδιάμεσο των
οποίων παρενεβλήθησαν άλλες τέσσερις ποιητικές συνθέσεις.
Η νέα του συλλογή με
τίτλο Οι μικροί μου ήρωες είναι κι
αυτή παιγνιώδης και ταυτόχρονα προσφερόμενη για διπλή ανάγνωση. Παιγνιώδης,
επειδή χρησιμοποιεί ως τίτλους, ως σημεία αναφοράς ήρωες παιδικούς, οι
περισσότεροι εξ αυτών ήρωες λογοτεχνικοί
και ουχί super heroes αλλά και εξαιτίας της τεχνοτροπίας της. Και διπλής δυνητικής
ανάγνωσης επειδή τα ποιήματα μπορούν να διαβαστούν σε συνομιλία με τους τίτλους
τους αλλά και αυτόνομα. Στην πρώτη δυνατότητα ανάγνωσης εντοπίζουμε και τον
διακειμενικό χαρακτήρα της συλλογής: παραθέτοντας έναν τίτλο, ο αναγνώστης
αμέσως ανακαλεί τον αντίστοιχο χαρακτήρα και –αρκετά– πιθανόν την ιστορία του.
Έτσι, έχουμε μια υπόρρητη, λανθάνουσα συνύπαρξη και συνομιλία των δύο ιστοριών,
εκείνη του ‘‘τιτλούχου’’ λογοτεχνικού ήρωα και εκείνης που διαρθρώνεται στο
ποίημα του Ζέρβα.
Όλα αυτά συγκροτούν, ασφαλώς, ένα παράδοξο
σύμπαν, σαγηνευτικό, δίχως ποιητική σπουδαιοφάνεια, σύμπαν στο οποίο εισβάλλουν
στη συνέχεια της συλλογής μορφές όπως ο Φρόιντ και ο Γουτεμβέργιος. Το πρώτο
μέρος, εκείνο που συμπεριλαμβάνει τους μικρούς ήρωες κλείνει με την
εικονοποιητική σύνθεση ‘‘Ομαδική φωτογραφία’’ που, θαρρώ, κλείνει το μάτι στο
φινάλε της κινηματογραφικής ταινίας Big Fish.
Στο δεύτερο μέρος τη θέση των ηρώων
καταλαμβάνει το ολύμπιο δωδεκάθεο και στη συνέχεια και ορισμένοι παράξενοι
φίλοι του (μεταξύ άλλων, ο Ίκαρος, ο Άδης, η Νίκη της Σαμοθράκης), ενώ στο
τρίτο κάνουν την εμφάνισή τους ποιήματα ποιητικής, όχι τόσο με την έννοια της
δοθείσας απάντησης μέσα στο ποίημα για το τι είναι η ποίηση αλλά με εκείνη της
εξιστόρησης της βασάνου και των οριακών στιγμές της παραγωγής της. Το τέταρτο
μέρος αποτελεί μια εξαιρετική σύνοψη της ποιητικής οπτικής όπως αυτή
διαρθρώθηκε σε όλη την προηγούμενη συλλογή, λειτουργώντας ως απόσταγμα και
συνάμα φινάλε της.
Σε επίπεδο τεχνοτροπίας, η μανιέρα του
Ζέρβα είναι υβριδική και πολυπαραγοντική: δεν ορρωδεί μπρος στους περιορισμούς
της φόρμας, χρησιμοποιώντας διαδοχικά και εναλλάξ τον ελεύθερο στίχο το,
κεκαλυμμένο, μέτρο αλλά και τις τεχνοτροπικές ετεροαναφορές σε άλλους ποιητές
υπό την επίκληση του ‘‘με τον τρόπο του…’’. Το αποτέλεσμα είναι εμφανώς
επιτυχημένο και συνιστά μια αναγνωρίσιμη ιδιοσυστασία τους ποιητικού του ύφους.
Κλείνοντας,
σκέφτομαι πως να γράφει κανείς τη σημερινή εποχή ποιήματα που να μην αποτελούν ομοιώματα
του ποιητικού συρμού που μας κατακλύζει διαδικτυακώς (συχνά και εντύπως)
ενέχει, ασφαλώς, έναν ηρωισμό.
Ο Ιορδάνης Κουμασίδης διδάσκει στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου