ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ
ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
Τον Σπύρο
Ασδραχά τον γνώρισα αρκετά αργά, κυρίως μέσα από τα σεμινάρια των Αρχείων
Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας. Δεν υπήρξα μαθητής του, μολονότι κατά τη
διάρκεια των σπουδών μου κατέφυγα συχνά στα γραπτά του. Συνεπώς, τούτες οι
λίγες σκέψεις την ημέρα του αποχαιρετισμού δεν έχουν να κάνουν με τη συμβολή
του στην ιστοριογραφία –το έκαναν πολλοί αυτές τις μέρες, κατά τεκμήριον
αρμοδιότεροι, και ασφαλώς η αποτίμηση του έργου του ή, καλύτερα, της παρέμβασής
του στην ελληνική ιστοριογραφία θα μας απασχολήσει
εκτενώς στο μέλλον.
Η συμβολή
αυτή εκτείνεται πολύ πέραν του πεδίου που ο ίδιος υπηρέτησε κατεξοχήν, το πεδίο
της οικονομικής ιστορίας· επιδρά ουσιαστικά, χωρίς συχνά αυτό να γίνεται
αντιληπτό, στο σύνολο της ιστορικής γραφής· και ίσως γονιμοποιεί ουσιαστικότερα
το έργο ιδίως εκείνων που δεν υπήρξαν, stricto sensu, μαθητές του.
Ακούγοντάς
τον Σπύρο Ασδραχά είχα πάντα την αίσθηση πως με τις πρώτες του λέξεις άνοιγε
την πόρτα ενός λαβύρινθου, στα μονοπάτια του οποίου σε καλούσε να τον
ακολουθήσεις. Δεν ήταν πάντα εύκολο· συχνά χανόσουν, και το ίδιο συνέβαινε με
τα περισσότερα από τα γραπτά του. Αν όμως κράταγες γερά τον μίτο που σου
πρόσφερε, βγαίνοντας από τον λαβύρινθο, όταν μετά από ατέλειωτες παρενθετικές
προτάσεις έβαζε την νοητή τελεία, καταλάβαινες τις συνάψεις όλων εκείνων των
στοιχείων, των ιστοριών, των αφορισμών που αναφύονταν στη διαδρομή.
Έδινε, σε
μένα τουλάχιστον, την αίσθηση ενός Σωκράτη καταμεσίς στην αγορά της ιστορικής
κοινότητας· όταν έπαιρνε τον λόγο επιβαλλόταν, ασφαλώς με το κύρος του, αλλά,
κυρίως, με τον χαμηλόφωνο τόνο του. Έπρεπε να εντείνεις την προσοχή σου για να
μπορέσεις να τον ακούσεις, πρώτα, και στη συνέχεια να καταλάβεις το επιχείρημα
που σιγά-σιγά οικοδομούσε. Δεν νομίζω πως ήταν κάτι που έκανε συνειδητά, αλλά
ήταν ένα επιτυχημένο «στρατήγημα». Η χαμηλή φωνή του ήταν το χέρι που σου
έτεινε για να τον ακολουθήσεις στα μονοπάτια του λαβυρίνθου.
Τον θυμάμαι
συχνά καθισμένο στο κέντρο του σεμιναριακού τραπεζιού, ντυμένο πάντοτε στην
ίδια χρωματική γκάμα –τόσο που να δίνει την εντύπωση πως φορά διαρκώς το ίδιο
σακάκι– περιτριγυρισμένο από τους ακροατές του σεμιναρίου, στην ασφυκτικά
γεμάτη αίθουσα του αναγνωστηρίου των ΑΣΚΙ, να είναι ο μόνος που είχε μπροστά
του ένα ποτήρι ουίσκι και αναμμένο ένα από τα αγαπημένα του Gitanes. Σύμβολα κύρους και εξουσίας,
αναμφίβολα –άλλωστε ήταν πρόεδρος των ΑΣΚΙ τότε– που όμως αναγνωρίζονταν
αυτοβούλως από τους παρευρισκόμενους. Δεν ήταν τόσο η παραδοχή μιας εξουσίας
(που, άλλωστε, εκείνη την εποχή δεν ασκούσε) αλλά η αναγνώριση μιας ιεραρχίας που
βασιζόταν στη γνώση και στην προσφορά.
Η τελευταία
φορά που τον είδα διά ζώσης ήταν και πάλι στον γνώριμο και φιλικό χώρο του
αναγνωστηρίου των ΑΣΚΙ. Το σεμινάριο είχε ολοκληρωθεί από ώρα και κάποιοι από
τους ακροατές, μαζί με τους υπεύθυνους των Αρχείων, είχαμε παραμείνει,
συνεχίζοντας την κουβέντα, συνοδεύοντάς την με ένα ποτήρι... Ο Σπύρος Ασδραχάς
ήταν αρκετά καταβεβλημένος, κουρασμένος περισσότερο απ’ όσο δικαιολογούσε η
ηλικία του. Ζήτησε ένα ταξί για να επιστρέψει σπίτι του και, όταν έφθασε, τον
συνοδεύσαμε, μαζί με τον φίλο ιστορικό Δημήτρη Αρβανιτάκη, στην έξοδο της
Κουμουνδούρου. Τότε συνειδητοποίησα πως το πρόβλημα με τα μάτια του ήταν σοβαρό
–και τον κατέβαλλε πολύ περισσότερο ψυχολογικά.
Έκτοτε, σε
όλες τις εκδηλώσεις, ακόμη και σε όσες έγιναν προς τιμήν του, δεν θέλησε να
παρευρεθεί. Όμως, ακόμη κι έτσι, ποτέ δεν αρνήθηκε την ιδιότητα του υπεύθυνου
πολίτη, που είχε λόγο και θεωρούσε χρέος του να τον καταθέτει. Μιλήσαμε για
τελευταία φορά, τηλεφωνικά, για τις ανάγκες των «Υποτυπώσεων», του τότε ένθετου
της Αυγής. Γνώριζα πια την κατάστασή
του. Όμως ακόμη κι έτσι, με εντυπωσίασε το πάθος με το οποίο μου μίλησε για το Ελληνικό
Ινστιτούτο Βενετίας, για τους λανθασμένους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, αλλά,
κυρίως, ο οραματικός τρόπος με τον οποίο ξεδίπλωσε μιλώντας ένα πρόγραμμα για
την έρευνα και κατανόηση της «δυτικής συνιστώσας» της ελληνικής ιστορίας.
Δεν ξέρω αν
αυτή η ιδιότητα του «ιστορικού ως μαχόμενου πολίτη» είναι η πολυτιμότερη
παρακαταθήκη του Σπύρου Ασδραχά – και ασφαλέστατα δεν είναι η μοναδική. Τούτη
τη μέρα του αποχαιρετισμού όμως, θα ήθελα να τον θυμάμαι έτσι, «από το χρέος μη
κινούντα»...
Άποψη της έκθεσης, διακρίνονται τα έργα του Πάνου Σκλαβενίτη (αριστερά) και του Θοδωρή Ζαφειρόπουλου (δεξιά), φωτ.: Νίκος Αλεξόπουλος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου