1/10/17

Μια νέα ματιά στη γαλλική επανάσταση

Οι αστοί οργάνωσαν την επανάσταση ή αποτέλεσαν δημιούργημά της;

ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ ΚΟΥΜΑΣΙΔΗ

Μιχάλης Κατζουράκης, Εφιάλτης, 2008, βαρέλι, καρφιά, 57 x 57 x 65 εκ. 


T.C.W. BLANNING, Γαλλική επανάσταση. Ταξική ή πολιτισμική σύγκρουση; μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Οκτώ, σελ. 154

Παρ’ όλη την πτώση της γαλλοφωνίας στην Ελλάδα, το ενδιαφέρον για τη γαλλική ιστορία, πολιτική και κουλτούρα παραμένει εντονότατο, κυρίως όσον αφορά τα πεδία των κοινωνικών-ανθρωπιστικών επιστημών. Σε τούτο το πλαίσιο, έχουμε το προνόμιο να μεταφράζονται στη γλώσσα μας και επιστημονικά έργα δευτερογενούς παραγωγής, έργα επεξηγηματικά, σχολιαστικά, συχνά και αναστοχαστικά. Ένα από αυτά είναι και το βιβλίο του T.C.W. Blanning με τίτλο Γαλλική επανάσταση. Ταξική ή πολιτισμική σύγκρουση; που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1987, επανεκδόθηκε το 1998 από τον Palgrave και από φέτος υπάρχει και στην ελληνική γλώσσα από τις αξιολογότατες εκδόσεις Οκτώ, σε μετάφραση της Τρισεύγενης Παπαϊωάννου.
Η σύντομη μελέτη του Blanning έχει τον χαρακτήρα σύνοψης της συζήτησης και των διαφωνιών σχετικά με τη φύση της Γαλλικής Επανάστασης, της μεγαλύτερης κατά Μαρξ, πολιτικής επανάστασης της ανθρώπινης ιστορίας -παρεμπιπτόντως θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον εάν ο Μαρξ θα επέμενε σε αυτό τον ισχυρισμό μετά την έλευση της Οκτωβριανής, πόσο μάλλον μετά την κατάρρευση της τελευταίας.
Η μείζονα διάσταση απόψεων στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας αφορά το κατά πόσον η γαλλική επανάσταση συνιστά κατά βάση ταξική ή πολιτισμική σύγκρουση: με την πρώτη θέση συνασπίζονται οι κλασικοί μαρξιστές ενώ με τη δεύτερη ένα ανομοιογενές κύμα ιστορικών που μπορούν για λόγους οικονομίας να ονομαστούν αναθεωρητές. Η δυναμική εμφάνιση των τελευταίων δίνει την αφορμή στον Blanning να συνοψίσει τη διαμάχη που αυτή προκάλεσε.
 
Τα δεδομένα
Γνωρίζουμε, πράγματι, πως στην προεπαναστατική Γαλλία κυριαρχούσαν οι τάξεις του κλήρου και της αριστοκρατίας[1]. Οι οικονομικές προϋποθέσεις αυτής της κυριαρχίας ήταν ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής που είχε ως βασική πηγή πλούτου και ιδιοκτησίας τη γη. Προς τα τέλη του 18ου αιώνα επισημαίνεται η ανάπτυξη κι άλλων μορφών οικονομικών σχέσεων –με κορυφαίες το εμπόριο και τη βιομηχανία. Ο Blanning αποδέχεται τα παραπάνω, όμως δίνει ταυτόχρονα  αυξημένη σημασία σε απόψεις που ανατρέπουν τα καθιερωμένα σχήματα σκέψης κι ερμηνείας της επανάστασης: πρώτα πρώτα, την εξακρίβωση της βούλησης της αστικής τάξης για επανάσταση. Ο φλογερός πόθος των ευγενών αστών (bourgeois gentilhommes) δεν ήταν τόσο η ανατροπή των ευγενών αλλά η προσχώρησή τους σ’ αυτούς, πράγμα όχι ιδιαίτερα δύσκολο καθώς μεγάλο κομμάτι των ευγενών δεν βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση και ξεπουλούσε τους τίτλους και τα αξιώματά του. Τούτο στοιχειοθετεί πως η γαλλική αριστοκρατία υπήρξε περισσότερο μια ανοιχτή ελίτ παρά περίκλειστη κάστα[2]. Ούτως ειπείν, η επανάσταση δεν αποδίδεται στην ορμητικότητα των αστών αλλά κυρίως σε συγκυριακά συμβάντα, όπως η πολιτική κρίση στη Γαλλία που προέκυψε από τη χρεοκοπία της μοναρχίας, απότοκο της συμμετοχής της χώρας στον Αμερικάνικο Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και η οικονομική, συνέπεια της μειωμένης αγροτικής συγκομιδής της χρονιάς 1788[3]. Η κρίσιμη μάζα των δυσαρεστημένων επαναστάτησε και έστρεψε την οργή της έναντι των αριστοκρατών καθιστάμενη καθοριστική στη μάχη για την εξουσία. Το οικονομικό επιχείρημα του Blanning συνίσταται στον ισχυρισμό πως η οικονομία της μετεπαναστατικής Γαλλίας άλλαξε ελάχιστα: παρέμεινε αγροτοκεντρική, και μάλιστα αποτελούμενη από μικρές μονάδες γεωργών που παρήγαγαν κυρίως τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους[4]. Η αστική τάξη εμφανίστηκε με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς κατά τον Μεσαίωνα και αναπτύχθηκε αποικιακώ τω τρόπω και βασιζόμενη κυρίως στις υπερπόντιες κτήσεις, κι έτσι η ραγδαία άνοδος του εμπορίου κατά τον 18ο αιώνα θα ενισχύσει τη θέση της, την ίδια ώρα που το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και η μεταποίηση αποτελούν περίπου terra ingognita για την οικονομία της χώρας[5]. To επιχείρημα περί μη κομβικών οικονομικών αλλαγών στο μετεπαναστατικό καθεστώς συγκριτικά με την πρότερη κατάσταση επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές μέχρι το τέλος του βιβλίου, όπου και επιλέγεται να είναι το τελευταίο ζήτημα προς ανάλυση πριν το κλείσιμο.

Οι ιδέες
H εποχή του διαφωτισμού θα διαφωτίσει μόνο έναν μικρό αριθμό ορθώς σκεπτόμενων ανθρώπων (Honnêttes gens). Οι απλοί άνθρωποι θα είναι πάντα φανατικοί’’.  Βολταίρος
Θεωρείται γενικώς αποδεκτό πως ο Διαφωτισμός αποτέλεσε τον προπομπό και ταυτόχρονα το ιδεολογικό εχέγγυο της Γαλλικής Επανάστασης. Τούτο δεν σημαίνει βέβαια πως ο Διαφωτισμός αποτέλεσε την επίσημη ιδεολογία της αστικής τάξης. Ο Blanning παραθέτει έναν ενδεικτικό μεν, εντυπωσιακό δε κατάλογο φιλοσόφων της εποχής που ήταν ευγενείς (μεταξύ άλλων, Μοντεσκιέ, Κοντορσέ, Κοντιγιάκ, Λαβουαζιέ, Κενέ, Τιργκό, Μιραμπό) αλλά και αστών που εξαγόρασαν τίτλο ευγενείας, με σημαντικότερα ονόματα τον Βολταίρο και τον Μπομαρσέ. Η περίφημη, άλλωστε, Εγκυκλοπαίδεια προσέλκυσε και μέλη της παραδοσιακής ελίτ[6].
«Είναι δύσκολο να δει κανείς τον Διαφωτισμό ως κατηγορηματικά αντίθετο με το παλαιό καθεστώς στο σύνολό του» (σελ. 44)[7].  Για τον Blanning η πολυμορφία του Διαφωτισμού συγκρινόμενη με την πολυμορφία της Επανάστασης δεν στοιχειοθετεί τελεολογική σχέση μεταξύ τους. Για τον ίδιο, ο γαλλικός Διαφωτισμός υπήρξε κίνημα των μορφωμένων ελίτ απευθυνόμενο στις μορφωμένες ελίτ (σελ. 46) και η σύνδεσή του με την Επανάσταση που τον θεωρεί κατ’ εξοχήν πυροδότη της αποτελεί στην καλύτερη των περιπτώσεων παραδοχή του δόγματος post hoc ergo propter hoc[8] και στη χειρότερη διαιώνιση της συνωμοσιολογικής θεωρίας ευρέως διαδεδομένης εκείνη την εποχή, η οποία διατεινόταν ότι την Επανάσταση την προκάλεσαν οι φιλόσοφοι.
Ασφαλώς παρουσιάζει ενδιαφέρον η προσέγγιση, τούτη η –κατά κάποιο τρόπο- κοινωνιολογία των ιδεών που πράττει ο Blanning. Γνωρίζουμε, από την άλλη, από το έργο του Groethuysen[9] πως η φιλοσοφία της γαλλικής επανάστασης δεν συνίσταται στην ανακάλυψη νέων συστημάτων (εδώ τίθεται ένα ζήτημα για το εάν ο Groethuysen εννοεί φιλοσοφικά ή κοινωνικοπολιτικά συστήματα), αλλά στη χρήση ήδη δοσμένων ιδεών που συγκεκριμενοποιούν αφηρημένες αρχές και προσωποποιούν σκοπούς[10]. Επομένως, σκοπός της φιλοσοφίας και των ιδεών –τουλάχιστον μέχρι την εμφάνιση των ουτοπιστών και του Μαρξ– δεν είναι να παράγουν απαραίτητα πολιτικά συμβάντα, αλλά να βρίσκονται σε διαρκή ερμηνευτική και διαλεκτική, παραγωγική σχέση μαζί τους. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε το γεγονός πως υπήρξαν ορισμένα αιτήματα και ιδέες του Διαφωτισμού που επεδίωξε να πραγματώσει η Επανάσταση, άλλοτε επιτυχημένα κι άλλοτε αποτυχημένα, όπως λ.χ. η εισαγωγή δικαίου, η εμφάνιση της έννοιας του δικαιώματος ή του πολίτη. Τούτο δεν σημαίνει πως η εισαγωγή στη συζήτηση αυτών των ιδεών οδήγησε τελολογικά στη διάθεση διεκδίκησής τους, όχι όμως και πως η σύνδεσή τους είναι τυχαία, αποσπασματική, φαινομενική ή απότοκο συνωμοσιολογικών θεωριών της εποχής.  

Πολιτική κουλτούρα και δημόσια σφαίρα
H έννοια της πολιτικής κουλτούρας είναι εκείνη που πλοηγεί την πολιτισμική αιτιολόγηση της Γαλλικής Επανάστασης: από τη μια η πολιτική εννοείται ως η διατύπωση –κατά βάση λεκτική– αιτημάτων, από την άλλη η πολιτική κουλτούρα συνοψίζει τους λόγους, τα σύμβολα, τις πρακτικές που πραγματώνουν αυτά τα αιτήματα (σελ. 51). Η έλευση της Επανάστασης, κατά Blanning, σηματοδοτεί το πέρασμα από την αναπαράσταση, τον συμβολισμό της απόλυτης βασιλικής εξουσίας στον δημόσιο χώρο, στην ανάδυση της δημόσιας σφαίραςˑ τούτο δεν σημαίνει μόνο ό,τι μοιάζει αυτονόητο στην επιφάνεια των πραγμάτων, δηλαδή τη διεύρυνση ή το βάθεμα της δημοκρατίας. Σημαίνει επίσης τη μετάβαση από την αναπαραστατική κουλτούρα της εξουσίας του παλαιού καθεστώτος στην ανάπτυξη του καπιταλισμού με τα παρεπόμενά του: ραγδαία αύξηση ανταλλαγής αγαθών, πληροφοριών, απόψεων, την εισαγωγή της έννοιας της κριτικής, γενικώς όσα θεσμίζουν χονδρικά τη λαμπρή εκείνη σύλληψη που αναλύει ο Χάμπερμας ως ‘‘δημόσια σφαίρα’’. Αυτή η εξέλιξη αφορά σε πολύ μεγάλο βαθμό το πολιτισμικό μεθοδολογικό εργαλείο/επιχείρημα που επικαλείται ο Blanning: η δημόσια συναναστροφή, συζήτηση και θέση ερωτήσεων, εκτός από το ότι αποτελεί μια πολιτισμική προκείμενη, ξεκινά συνήθως από τα πολιτιστικά ζητήματα (κριτική και συζήτηση για θέατρο, όπερα, λογοτεχνία κ.ο.κ., σελ. 53). Η πολιτισμική πρωτεύουσα μετακινείται από τις Βερσαλλίες και την αυλή τους στο Παρίσι, το οποίο εκρήγνυται πληθυσμιακά και μορφωτικά. Η κοινή γνώμη αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό τη βασιλική εξουσία που αυτό-υπονομεύεται από τη διαμάχη της με τα παρλαμέντα. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς τελολογικά την έλευση μιας επανάστασης, παρεμφερείς εξελίξεις άλλωστε την ίδια περίοδο στην Αγγλία δεν οδήγησαν στην αποκαθήλωση της μοναρχίας. Ορισμένοι επιτελείς/υπουργοί του Λουδοβίκου του 16ου προσπαθούν να εισάγουν μεταρρυθμιστικά προγράμματα, η αυλή παραμένει διαιρεμένη, η αύξηση της δημόσιας σφαίρας δεν έχει μόνο θετικές επενέργειες, καθώς δεν αργούν να εμφανιστούν οι σφοδροί λιβελλογράφοι εναντίον του βασιλικού ζεύγους που δίνουν έμφαση στη διαδιδόμενη σεξουαλική ανηθικότητά τους.
Κι έπειτα, όμως, από την πτώση του Παλαιού Καθεστώτος, κατά τον Blanning δεν δημιουργήθηκε μια πολιτική κουλτούρα απόρροια ταξικής σύγκρουσης, παρά, «ο δυναμισμός της προέκυψε από την πάλη να οικειοποιηθεί τα σύμβολα της επαναστατικής νομιμότητας» (σελ. 108). Το πολιτικό, δηλαδή, επίδικο, ήταν ποιος θα καταστεί αυθεντικότερος εκφραστής της λαϊκής βούλησης και όχι των συμφερόντων της τάξης του. Για τον Blanning αυτή ήταν η αιτία που η Επανάσταση ήταν εξαρχής και εγγενώς ασταθής – παραλείπει βέβαια να αιτιολογήσει επαρκέστερα αυτή την ατραπό. Πλην της διαμάχης για την έκφραση της λαϊκής βούλησης, τι άλλο συνέτεινε σε αυτή την τρομακτική αστάθεια; Έλλειψη ταξικής συνείδησης; Μη διαμορφωμένα επαρκώς συμφέροντα; Μικρή εμβέλεια της μόρφωσης; Απουσία θεωρητικών επεξεργασιών και θεωριών;

Η ανομοιογένεια των στρατοπέδων
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των αναθεωρητών σε σχέση με τα ερμηνευτικά ζητήματα της Επανάστασης είναι η εσωτερική ανομοιογένεια των στρατοπέδων που συγκρούστηκαν για την εξουσία, επιχείρημα που δείχνει να ενστερνίζεται και ο Blanning: πλην των αυλικών και των εν Παρισίοις ευγενών, υπήρχε και η κατώτερη αριστοκρατία, κυρίως της επαρχίας, που έτρεφε δυσαρέσκεια για τους πρώτους, καθότι η καταγωγή της δεν εξασφάλιζε πια προνόμια που εξασφάλιζαν αυτοί μέσω χρημάτων –χαρακτηριστικό παράδειγμα οι anoblis που εξαγόραζαν τίτλους ευγενείας[11]. Ο ίδιος, σχολιάζοντας την πρόσληψη της Επανάστασης ως έναν καυγά των ενδοφεουδαρχικών ελίτ από τον οποίο επωφελήθηκαν οι αστοί (σελ. 82-83)[12], αναφέρει πως επρόκειτο για μια απλή σύγκρουση μεταξύ εκσυγχρονιστών και αντιδραστικών, καθώς και στο εσωτερικό των ευγενών/αριστοκρατών υπήρχαν πολλοί με φιλελεύθερες πεποιθήσεις, τους υπολογίζει μάλιστα περίπου στο ένα τρίτο όσων συμμετείχαν στη συνέλευση των τάξεων. Κατά δεύτερον, σημαντικό ρόλο έπαιξε η μη στήριξη των αξιωματικών, δηλαδή της σπονδυλικής στήλης του στρατεύματος, στον μονάρχη τη στιγμή που παραπάνω από τα τρία τέταρτα των ευγενών ήταν ταυτόχρονα και στρατιωτικοί, στους οποίους προστίθενται και οι έντεκα αξιωματικοί που ανήκαν στους 587 εκπροσώπους της τρίτης τάξης[13]. Για τον ίδιο τον Blanning, η κατίσχυση της Επανάστασης οφείλεται σε καθοριστικό βαθμό στην απώλεια ελέγχου του στρατεύματος από μεριάς του βασιλιά (σελ.94).
Η ανομοιογένεια όμως αφορά και το αστικό στρατόπεδο, τη νέα επικρατούσα τάξη: παρότι ήταν αυτή που επωφελήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη από το νέο καθεστώς, η ίδια μπορεί να χαρακτηριστεί ως τάξη με την πολύ διευρυμένη έννοια της τάξης, ουδόλως δε τάξη συμπαγής. Οι κοινωνικές θέσεις και οι ταξικές συνειδήσεις ποικίλλουν στο εσωτερικό της και είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διακρίνει κανείς τους ριζοσπάστες δημοκρατικούς από τους μετριοπαθείς φιλομοναρχικούς (σελ. 96-97). Προς επίρρωση του ισχυρισμού του, ο Blanning επικαλείται ακόμα και τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και πολίτη, που –θυμίζουμε– διατυπώθηκε κατά την Επανάσταση, στην οποία γίνεται λόγος περί φυσικού και αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος στην ιδιοκτησία, δικαίωμα που, πράγματι, αφορούσε πολύ μικρή μερίδα της τρίτης τάξης που διατηρούσε ιδιοκτησία ή, έστω, προοπτική ν’ αποκτήσει στο εγγύς μέλλον. Τέλος, ο Blanning επιστρέφει το κλασικό επιχείρημα περί εκπατρισμού σημαντικού αριθμού ευγενών, συγκρίνοντάς τον με εκείνον που στήριξαν έμπρακτα την Επανάσταση. Το εναρκτικό ερώτημα παραμένει: οι αστοί οργάνωσαν την επανάσταση ή αποτέλεσαν δημιούργημά της;
Γενικώς, η επίκληση της ανομοιογένειας παραβιάζει σε μεγάλο βαθμό ανοιχτές θύρες: πάντοτε στις επαναστάσεις υπάρχουν ταξικοί αποστάτες εκατέρωθεν, και πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι, συχνά και ολόκληρες ομάδες, που δρουν ενάντια στα πραγματιστικά τους συμφέροντα. Αντιθέτως, υπάρχει ένα πολύ κρίσιμο στοιχείο που αναδεικνύει έναν –αρκετά– ταξικό, σίγουρα οικονομικό αιτιακό παράγοντα: φόρους στη Γαλλία πριν την επανάσταση πλήρωναν μόνο τα μέλη της τρίτης τάξης. Ένα κρίσιμο στοιχείο, τέλος, που δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν επίσης στη σύνοψη της συζήτησης είναι η έννοια της αδελφοσύνης/αλληλεγγύης[14], είτε ως πολιτικό πρόταγμα της επανάστασης και ταυτόχρονα αυτό στο οποίο απέτυχε ίσως περισσότερο απ’ όλα.
  
Τα ερωτήματα που ανοιγοκλείνουν
Ο τρόπος που τίθεται το θεμελιώδες ερώτημα της μελέτης, (ταξική ή πολιτισμική;) θέτει ταυτόχρονα κι εξαρχής ένα ζήτημα μεθοδολογίας και οπτικής: τι είναι αυτό που επικρατεί; Ο οικονομισμός, δηλαδή λίγο πολύ μια σύγκρουση συμφερόντων ή ο πολιτισμικός διαφορισμός – όρος που ασφαλώς δεν υφίστατο εκείνη την εποχή. Επίσης, θεωρεί αυτονόητο το διαζευτικό ‘‘ή’’, δηλαδή πως οι δύο οπτικές είναι εκ θέσεως αντιθετικές και δεν μπορούν να συνυπάρξουν στο ερμηνευτικό μας σχήμα.
Η παραπάνω συζήτηση, τέλος, μοιάζει να αγνοεί τη θεωρία των κοινωνικών τάξεων, προσέγγιση που συλλαμβάνει και κατανοεί την ύπαρξη και έτερων διαιρέσεων ή διαστρωματώσεων και είναι ‘‘φιλική προς τον χρήστη (μελετητή)’’ είτε έχει αφετηρία τον φιλελευθερισμό (ελέω Βέμπερ) είτε τον κριτικό μαρξισμό (ελέω Πουλαντζά).
Η μελέτη του Blanning είναι εξαιρετικά χρήσιμη, όχι μόνο επειδή συνοψίζει μια ερμηνευτική διαμάχη μεταξύ ιστορικών, αλλά επιπλέον επειδή αναδεικνύει και τους τρόπους προσέγγισης και κατανόησης των κοσμοϊστορικών συμβάντων από τη μεριά των κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών, ταυτόχρονα όμως και τους κινδύνους των αναγωγισμών και των πολιτικών συνεπαγωγών.

Ο Ιορδάνης Κουμασίδης είναι δρ Φιλοσοφίας

[1] Θυμίζουμε πως η συνέλευση των γενικών τάξεων δεν είχε συγκληθεί για 175 χρόνια. Η πρώτη σύγκλησή της έλαβε χώρα το 1302 από τον Φίλιππο τον τέταρτο, ή  Ωραίο, με σκοπό την υποστήριξη του λαού στη διαμάχη που είχε με τον πάπα Βονιφάτιο τον Ζ με επίκεντρο την εξουσία επί του Γαλλικού κλήρου.
[2] O Blanning παραθέτει τον –πραγματικά εντυπωσιακό– αριθμό των 25.000 οικογενειών που κατείχαν κάποιον τίτλο, έναντι μόλις 220 την ίδια περίοδο στη Βρετανία.
[3] Αξίζει εδώ ένα σημειώσουμε πως η μοναρχία στη Γαλλία είχε ιστορία περίπου 1300 ετών και είχε αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων, τους Ούννους, τους Άραβες και τους Άγγλους στον εκατονταετή πόλεμο.
[4]  Ο ίδιος μάλιστα, δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τις οικονομικές αλλαγές που εισήγαγε η Επανάσταση ως «μάλλον οπισθοδρομικές, παρά προοδευτικές», σελ. 18.
[5]   Γνωρίζουμε από τη μελέτη του Πικετί Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα πως τη δεκαετία του 1780 θεσπίστηκε ένα οργανωμένο παρατηρητήριο/σύστημα  καταγραφής περιουσιών σε γη, ακίνητα και χρηματο-οικονομικούς τίτλους, Πικετί, σελ. 49 (Πόλις, 2014). Η μνεία του Πικετί αναφέρεται πιθανότατα στο Richesse territorial du royaume de France που εξέδωσε το 1791 ο Λαβουαζιέ. Για μια αναλυτικότερη επισκόπηση αυτών των μεταβολών βλ. Maarten Prak Early modern capitalism: economic and social change in Europe, 1400-1800 (Routledge, 2001).
[6] Για γενικές πληροφορίες επ’ αυτού βλ. Φιλίπ Μπλομ Οι εγκυκλοπαιδιστές (εκδ. Ωκεανίδα, 2005).
[7] Μία από τις, ομολογουμένως παράδοξες αλλά αρκετά πιθανόν εύστοχες, ερμηνείες του Blanning είναι πως δεν μοιάζει απίθανο ορισμένοι ευγενείς για λόγους μόδας ή ανοησίας να προσελκύστηκαν σε ιδέες που ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντά τους (σελ. 42). Άλλωστε, παρά τον γενικό αντι-κληρικαλιστικό χαρακτήρα του Διαφωτισμού και της Επανάστασης, υπήρξαν και υποθέσεις που έδειξαν τα όρια αυτής της αντίφασης – ο Blanning αναφέρει την υπόθεση Calas, παρότι δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα υπόθεση, υπάρχει η διάλεξη του Claude Lauriol με τίτλο Ο Βολταίρος και η υπόθεση Καλάς. Από την ιστορία στον μύθο (εκδόσεις Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, 2006).
[8] «Κατόπιν τούτου, επομένως εξαιτίας τούτου», φράση που συμπυκνώνει τη λογική πλάνη ενός συμπτωματικού συσχετισμού.
[9] Η φιλοσοφία της γαλλικής επανάστασης (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κάλβος, 1973)
[10] Ό.π., σελ. 9.
[11] Ο Blanning παραθέτει και την αντίθετη άποψη, εκφραζόμενη από τον Chaussinand-Nogaret που ισχυρίζεται πως οι παραπάνω διαδικασίες μάλλον μοιάζουν περισσότερο με αστικοποίηση της αριστοκρατίας και όχι για αριστοκρατικοποίηση της αστικής τάξης, σελ. 37.
[12] Αυτή η ωφέλεια βέβαια ήταν βραχυπρόθεσμη, σύμφωνα με τον ίδιο τον Blanning, καθώς κατόπιν ισχυρίζεται ότι ήταν αυτοί που πλήγηκαν περισσότερο από την Τρομοκρατία.
[13] Εδώ ο Blanning κάνει έναν ριψοκίνδυνο ακροβατισμό και ισχυρίζεται, βασιζόμενος στα παραπάνω αριθμητικά στοιχεία πως η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε εν μέρει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. 
[14] «Η περίοπτη ανάρτηση της αδελφοσύνης πλάι στην ισότητα και την ελευθερία δεν της εξασφάλισε και ισότιμη αίγλη. Ο αστερισμός της αδελφοσύνης παρακολουθεί άδοξα ως σήμερα, σχεδόν δυόμιση αιώνες μετά τη Γαλλική Επανάσταση, τις πληθωρικές θεωρητικές τροχιές των άλλων δύο». Στέργιος Μήτας Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή δικαίου (Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2016), σελ. 15. Για διαφορετικές μαρτυρίες που καταδεικνύουν αντιφάσεις και ανομοιογένειες από τη μεριά των γυναικών που βρέθηκαν κοντά στα γεγονότα της επανάστασης, βλ. Μέριλιν Γιάλομ Ο καιρός των καταιγίδων – η Γαλλική Επανάσταση στη μνήμη των γυναικών. Αριστοκράτισσες, αστές και χωρικές αφηγούνται. (Άγρα, 2009).

Δεν υπάρχουν σχόλια: