8/10/17

Προφορική ιστορία και λαϊκές μυθολογίες

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

Ζωή Γιαμπουλντάκη, Basic Sauce for life, 2014, εγκατάσταση, 100 x 151 x 30 εκ.


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ, Προφορική Ιστορία και λαϊκές μυθολογίες, εκδόσεις Ταξιδευτής, σελ. 364

Ο δραστήριος πανεπιστημιακός καθηγητής και πεζογράφος Ευάγγελος Αυδίκος συγκεντρώνει στον ανά χείρας πυκνογραμμένο τόμο ερευνητικές μελέτες του που αντιστοιχούν στα δύο σκέλη τού τίτλου και εστιάζουν κατά σειράν στις ακόλουθες θεματικές ενότητες: «Εμφύλιος και μνήμη», «Λαογραφία, Προφορική Ιστορία, Επιτόπια Έρευνα», «Οι Πόντιοι της Διασποράς», «Ιστορίες για την οργάνωση του χώρου», «Η ποιητικότητα του Λαϊκού Λόγου» και «Οι μύθοι στην εκπαιδευτική διαδικασία». Πλην τής τελευταίας (που περιλαμβάνει μία), οι υπόλοιπες Ενότητες περιλαμβάνουν η καθεμιά από δύο έως και τέσσερεις αυτοτελείς Εργασίες, προερχόμενες από ή αρχικά δημοσιευθείσες σε παλαιότερα βιβλία τού ερευνητή, σε Πρακτικά Συνεδρίων ή σε επιστημονικά περιοδικά ή και δημοσιευόμενες για πρώτη φορά στον παρόντα τόμο. Στο τελευταίο (8ο) Μέρος τού τόμου καταχωρίζεται μία συνολική Βιβλιογραφία 25 σελίδων, ενώ το πρώτο Μέρος συναποτελούν τρία δοκίμια, τα οποία, εν είδει Εισαγωγής, φωτίζουν τα δύο σκέλη τού τίτλου, τόσο ξεχωριστά το καθένα όσο και σε συνδυασμό.

Ως προς το πρώτο σκέλος, την προφορική Ιστορία, πληροφορούμαστε ότι, στα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, ο γράφων ήρθε σε επαφή με τον ερευνητή – καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ Paul Thompson, τον θεμελιωτή, είκοσι, περίπου, χρόνια νωρίτερα, της προφορικής Ιστορίας ως επιστημονικού κλάδου. Στην Ελλάδα, με την εξαίρεση κάποιων μεμονωμένων προσπαθειών, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν, αφ’ ενός, η συμβολή τής λαογράφου Άλκης Κυριακίδου–Νέστορος, η οποία επηρέασε και τον γράφοντα, και, αφ’ ετέρου, η συναφής ενασχόληση του, καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τότε, Μιχάλη Μερακλή με τις λαϊκές αυτοβιογραφίες (αμφότερες οι προσπάθειες αποδεικνύουν την υποτιμημένη όσο και ριζοσπαστική παρουσία τής Λαογραφίας στον εμβολιασμό τής επιστημονικής σκέψης με την προφορική Ιστορία), η εστίαση σε έννοιες που ανέδειξαν την φυσιογνωμία τής προφορικής Ιστορίας ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου μόλις άρχιζε. Στις προαναφερθείσες «έννοιες» συγκαταλέγονται ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, οι έννοιες της μνήμης, της λήθης και του τραύματος, οι παντός είδους διωγμοί και εκτοπίσεις, η επιβίωση και διαβίωση των προσφύγων, των μεταναστών, των αστέγων, ο ρόλος τής γυναίκας στις κοινωνικές αλλαγές και αναδιατάξεις, η αστικοποίηση και η εργασία. Γίνεται, δε, κατανοητό ότι για την έρευνα των παραπάνω οι επιστήμες που χρειάζεται να εμπλακούν είναι πολλές: από την κλινική ψυχολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία μέχρι την φιλολογία και, φυσικά, την Ιστορία, χωρίς να παραγνωρίζουμε, βέβαια, την, ήδη προδρομική, εμπλοκή τής (μη παραδοσιακής) λαογραφίας· σε όλες τις περιπτώσεις η προφορική Ιστορία έρχεται να συμπληρώσει και να φωτίσει τις αρχειακές πηγές.
Ως προς το δεύτερο σκέλος τού τίτλου, τις λαϊκές μυθολογίες, ο Ευάγγελος Αυδίκος, με μία φρέσκια και, ταυτόχρονα, πολύ καλά οχυρωμένη, θεωρητικά και πρακτικά, ερευνητική ματιά, στρέφεται στο παρελθόν και, πιο συγκεκριμένα, στα θεμέλια της Λαογραφίας στην Ελλάδα, εφόσον επανεξετάζει την σημασία τής δημοσίευσης, το 1871, του σπουδαίου έργου τού Νικολάου Πολίτη με τον τίτλο Μελέτη περί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων, τόμος Α′. Νεοελληνική Μυθολογία, με το οποίο και συμμετείχε τότε στον Ροδοκανάκειο διαγωνισμό, που εκείνη την εποχή, υπό την “απειλή” των απόψεων του Φαλλμεράυερ, αλλά και στο πλαίσιο των γενικότερων αλλαγών που επέβαλλε η ανασυγκρότηση σε νέες μορφές οργάνωσης των εθνικών κρατών στην Ευρώπη, «υποστήριζε την ενίσχυση της εθνικής συνείδησης ως αναγκαίου συνεκτικού ιστού τόσο για τη συνοχή τού νεοελληνικού εθνικού κράτους όσο και για  την ενσωμάτωση άλλων γεωγραφικών διαμερισμάτων ως υλοποίηση του αιτήματος της Μεγάλης Ιδέας». Αν και ο Πολίτης βραβεύθηκε για το έργο του, δεν έλαβε, ωστόσο, το προβλεπόμενο χρηματικό έπαθλο, καθώς η επιτροπή κρίσης τον επέπληξε με το επιχείρημα ότι δεν κινήθηκε «στο όριο της προκήρυξης, που ήταν η απόδειξη της πολιτισμικής συνέχειας ανάμεσα στους Νεοέλληνες και τους Αρχαίους Έλληνες». Στην επανεξέταση, λοιπόν, του εν λόγω έργου τού Νικολάου Πολίτη από τον Βαγγέλη Αυδίκο, ο τελευταίος υποστηρίζει ότι, παρόλο που, αναμφίβολα, η αφετηρία τής Νεοελληνικής Μυθολογίας ήταν η ιχνηλάτηση της ως άνω πολιτισμικής συνέχειας, στην σκέψη τού Πολίτη υπήρξε μία δεύτερη, ως προς την συγκεκριμένη δημοσίευση, διάσταση, η οποία και έχει υποτιμηθεί τόσο από τους λαογράφους όσο και από τους ανθρωπολόγους. Σύμφωνα με τον Αυδίκο, ο Πολίτης, έχοντας «συγγένειες με τους εξελικτιστές και τη συγκριτική φιλολογία», «έθεσε, με τη Νεοελληνική μυθολογία του, τις προϋποθέσεις […] ώστε να μελετηθεί η νεοελληνική κοσμολογία[i]. Χρειάστηκε να περάσει ένας αιώνας για να αποκτήσει μορφή αυτή η οπτική με τη μελέτη τού Stewart για την τοπική κοσμολογία στη Νάξο». Μέσω της περί ης ο λόγος οπτικής, δε, αποδεικνύεται «πως η αντίθεση μύθου και ιστορίας είναι αδύναμη. Αντίθετα, αυτό που είναι  ορατό σε πολλά εθνογραφικά παραδείγματα από τη Νότια Αμερική, την Αφρική και την Ασία είναι πως ο μύθος συνυπάρχει με την ιστορία». Ο Αυδίκος, μάλιστα, αναφέρει ότι «οι ερευνητές χρησιμοποιούν τον όρο μυθοϊστορία (mythistory) για να μπορέσουν να ξεκλειδώσουν αφηγήσεις που αντιστέκονται σε έναν ορθολογικό διαχωρισμό τού μύθου από την ιστορία». Στο φως αυτών των απόψεων, καταλήγει ο συγγραφέας, πρέπει να ξαναδούμε όσα καταθέτει ο Πολίτης στη Νεοελληνική Μυθολογία του για να τα κατανοήσουμε: «Η Νεοελληνική Μυθολογία τού Πολίτη», γράφει, «δεν είναι μόνο μια πρόταση στην επιχειρηματολογία τού εθνικού κράτους. Είναι, πρωτίστως, μια οπτική για την ενότητα των μυθολογικών και αφηγηματικών παραδόσεων, οι οποίες αναδιατάσσονται και προσαρμόζονται στις ανάγκες των εποχών».
Η έκδοση των δύο τόμων με τον τίτλο Παραδόσεις, το 1904, ωστόσο, αποτέλεσε υπαναχώρηση σε σχέση με την ριζοσπαστική αντίληψη που είχε εισαγάγει ο Πολίτης με την Νεοελληνική Μυθολογία, η συνεισφορά τής οποίας, πάντως, αναγνωρίστηκε, αρχικά, όπως είδαμε, μέσω της μελέτης τού ανθρωπολόγου Charles Stewart, στα τέλη του 20ου αιώνα, και μετέπειτα μέσω περαιτέρω επιστημονικών ερευνών από έλληνες και ελληνίδες πανεπιστημιακούς. «Οι παραδόσεις», αποφαίνεται ο Βαγγέλης Αυδίκος, «αποτελούν ένα χρήσιμο αφηγηματικό υλικό, το οποίο – αν εγκιβωτιστεί στα κοινωνικά του συμφραζόμενα – μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην προσπάθεια κατανόησης των συστατικών τής λαϊκής ιδεολογίας και του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται. Προϋπόθεση για αυτό είναι η συστηματική επιτόπια έρευνα και ο μη εγκλωβισμός σε θεωρητικά σχήματα, που αντιμετωπίζουν τη λαϊκή κοσμολογία ως ένα σύνολο εσφαλμένων αντιλήψεων που προσιδιάζουν σε άτομα και ομάδες. Η παράδοση μεταφέρει ένα σύστημα σκέψης, με βάση το οποίο γίνεται κατανοητός ο χώρος, κοινωνικός και μη». Εξάλλου, προσθέτει ο συγγραφέας, με την ευκαιρία τής αναφοράς του στις αντιλήψεις σχετικά με την αποτέφρωση, «η νεωτερικότητα ποτέ δεν επικρατεί χωρίς να συνοδεύεται από πυρήνες παραδοσιακών αντιλήψεων».
Στο τελευταίο από τα εισαγωγικά δοκίμια, όπου ο Βαγγέλης Αυδίκος αναφέρεται ειδικότερα, αν και κατ’ ανάγκην περιληπτικά, σε ορισμένες από τις μελέτες που συγκεντρώνονται στην ανά χείρας έκδοση, ερμηνεύεται και δικαιολογείται η συνύπαρξη (εδώ) της προφορικής Ιστορίας με τις λαϊκές μυθολογίες, ενώ, ταυτόχρονα, προσδιορίζεται ο κύριος άξονας για την άρθρωση της επιστημονικής σκέψης τού συγγραφέα: «Συχνά, η προφορική ιστορία αναπαριστάνεται ως μια νέα ανακάλυψη που ξεπερνάει την ενασχόληση με τις λαϊκές μυθολογίες. Προφανώς, η συγκρότηση της προφορικής ιστορίας ως μεθοδολογικού εργαλείου αλλά και ξεχωριστού επιστημονικού κλάδου απογείωσε την έρευνα για τη μνήμη και τη σχέση με την ταυτότητα. Ωστόσο, την συνδέει με τη λαϊκή μυθολογία ο αφηγηματικός λόγος, που στην τελευταία περίπτωση εναπόκειται σε λαογραφικά αρχεία πανεπιστημιακών σπουδαστηρίων αλλά και σε αρχεία διάφορων ερευνητικών κέντρων. Παράλληλα, αποτελούν τόσο η προφορική ιστορία όσο και η λαϊκή μυθολογία συστατικά στοιχεία μιας μυθολογίας που δημιουργείται αενάως οργανώνοντας τον πολιτισμό και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. […] Όλες οι αφηγήσεις, έτσι κι αλλιώς, δημιουργούν τον δικό τους μύθο. Προτείνουν τη δική τους αλήθεια».
Ας μου επιτραπεί εδώ, ως κατακλείδα, να αναφερθώ (λαμβάνοντας αφορμή από την μελέτη τού Βαγγέλη Αυδίκου «Μοιρολογώντας και δοξολογώντας τούς υπέρ πατρίδος πεσόντες στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913)», η οποία καταχωρίζεται στο 6ο Μέρος τού τόμου) σε ένα ιδιότυπο “συνθετικό” μοιρολόγι, το οποίο κατέληξε να κατακυρωθεί και ως επώνυμη δημιουργία, επιβεβαιώνοντας τόσο το γραφόμενο από τον Βαγγέλη Αυδίκο ότι «ουδέποτε υπήρχαν στεγανά ανάμεσα στην επώνυμη δημιουργία και τον λαϊκό πολιτισμό» (σ. 34) όσο και το γραφόμενο από την Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν (παρατίθεται στην σ. 43) ότι «η μνήμη, ακόμα και η πιο ιδιωτική ανάμνηση, εντάσσεται πάντα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο».  
Σε μία παλαιότερη μελέτη μου[ii] για την διακειμενική δικτύωση κάποιων στίχων τού θρηνώδους Ψαλμού με τον αύξοντα, κατά τούς εβδομήκοντα, αριθμό 136, και συγκεκριμένα των στίχων «πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;/ ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·/ κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλήμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου»,[iii] είχα την τύχη να εντοπίσω, μεταξύ πολλών άλλων, και, χάρη στην σχετική προφορική μαρτυρία τής διδάκτορος της «Ιστορίας της Ιατρικής» και οφθαλμιάτρου, Σεβαστής Χαβιάρα–Καραχάλιου, να προσδιορίσω, το ακόλουθο απόσπασμα από το μοιρολόγι μιας γριάς Μικρασιάτισσας, η οποία θρηνούσε για τον γιο της, φυλακισμένο αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων που επρόκειτο να εκτελεστεί το ’49· αν και οι στίχοι καταγράφονται ως δημοτικό τραγούδι[iv], διατηρούν, όμως, εμφανέστατα τα ίχνη τής «βιβλικής» καταγωγής τους: «Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ/ και να σε λησμονήσω,/ να μην ευρώ νερό να πιω/ και τόπο να καθήσω». Παρόμοιοι στίχοι, συμπληρωμένοι με μία ακόμη στροφή, αποτέλεσαν το τραγούδι που συνόδευε τους τίτλους τής τηλεοπτικής σειράς Τα Παιδιά τής Νιόβης, του σκηνοθέτη Κώστα Κουτσομύτη, βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μικρασιάτη Τάσου Αθανασιάδη: «Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ,/ να σ’ απολησμονήσω/ να μην εβρώ νερό να πιω/ μη ρούχο να φορήσω// Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ/ να σ’ απολησμονήσω/ να μην εβρώ φιλί να πιω/ μη δάκρυ να δακρύσω».[v] Ο ίδιος, δε, ο συγγραφέας Τάσος Αθανασιάδης είχε βάλει ήδη στην άκρη τής πένας τού ήρωα/ alter ego του στα Παιδιά της Νιόβης, παραλλαγμένους για την περίσταση, τους στίχους τού Ψαλμού: «Εάν επιλάθωμαί σου, γελαστή Λυδία , επιλησθείη η δεξιά μου· κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, αγαπημένο Σαλιχλί…».[vi] Επιστρέφουμε, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο, στις δύο θεματικές τού εδώ παρουσιαζόμενου τόμου και στην άρρηκτη σχέση τους με την μνήμη, ατομική και συλλογική.

[i] Ο συγγραφέας διευκρινίζει αλλού ότι ως «κοσμολογία» νοείται το αξιακό και πολιτισμικό σύστημα το οποίο μπορεί να εντοπιστεί σε γεγονότα που αποτυπώνουν ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων και συγκρούσεων γύρω από τα κεντρικά ζητήματα (ζωή, θάνατος, τιμή, κ.λπ.) που οργανώνουν την συλλογική μνήμη (σ. 228) και τα οποία, επιπλέον, ορίζονται από μία αντίληψη αρρενογονική (σ. 240).
[ii] Βλ. στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Δοκιμές Ανάγνωσης. Ερευνητικές Εργασίες και Μελέτες, Πρόλογος: Μ.Γ. Μερακλής, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2013, στο δοκίμιο εκεί με τον τίτλο «Tο ταξίδι κάποιων στίχων μέσα στον χρόνο και στα (παρα)κείμενα ως επιβεβαίωση της “εκ γενετής” παγκοσμιότητας του λογοτεχνικού φαινομένου», σσ. 111-122. 
[iii] Βλ. στο Η Παλαιά Διαθήκη (κατά τους εβδομήκοντα), τόμοι Α′–Ε′, Έκδοσις Αδελφότητος  Θεολόγων  η «ΖΩΗ», έκδοσις τρίτη, 1990, και συγκεκριμένα: τόμος Γ′, σ. 584. 
[iv] Βλ. σχετικά στο Δελτίο Ιδρύματος Κορινθιακών Μελετών, τχ. 42, Ιούλιος – Δεκέμβριος 2007, σ. 84.
[v] Τους συγκεκριμένους στίχους είχε θέσει υπ’ όψιν μου η αγαπημένη, και πρόωρα χαμένη (έφυγε από κοντά μας στις 27 Απριλίου 2011), ποιήτρια και πεζογράφος Σοφία Φίλντιση, συνεργάτιδα τότε στην μουσική επένδυση της εν λόγω τηλεοπτικής σειράς.
[vi] Βλ. στο Τάσου Αθανασιάδη, Τα Παιδιά της Νιόβης, α′ και β′ τόμος, δεύτερη έκδοση, Βιβλιοπωλείον τής «Εστίας», Αθήνα, 1988/ εδώ β′ τ., σ. 312. Ο Αθανασιάδης, επιπλέον, έδινε σχετικά την πληροφορία ότι πρώτος ο ποιητής Νίκος Τουτουντζάκης παρέφρασε, προκειμένου για τον συγκεκριμένο σκοπό τής θρηνωδίας για τις χαμένες πατρίδες, το απόσπασμα από τον εν λόγω Ψαλμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: