22/10/17

Η ομιλία του σώματος και του αίματος

ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΛΥΜΠΕΡΗ

Δημήτρης Α. Φατούρος, Χωρίς τίτλο, 1963, μεικτή τεχνική σε χαρτί, 21,5 x 29 εκ.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, Ο ακρόκηπος, εκδόσεις Το ροδακιό, 2017

                           Ο έρωτας είναι βουβός. Μόνο η ποίηση
                                 τον κάνει να μιλά.           
                                               Νοβάλις

Αφιέρωση: Γλωσσικό επεισόδιο που συνοδεύει κάθε ερωτικό δώρο, πραγματικό ή σχεδιαζόμενο, και γενικότερα, κάθε χειρονομία έμπρακτη ή εσωτερική, που απευθύνει το υποκείμενο προς το αγαπημένο πλάσμα, γράφει ο Μπαρτ στο βιβλίο του Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου. Στέκομαι στη φράση «γλωσσικό επεισόδιο» γιατί, όντως, το «πράγμα» που χαρίζεται (αφιερώνεται) στον αγαπημένο, μετέχει ήδη σε μια ιδιαίτερη ψυχική ζωή, σε μια εσωτερική φόρτιση, της οποίας ο καθορισμός συμβαίνει μέσα από την ίδια την ένταση της γλώσσας. Ο ποιητής Δημήτρης Χουλιαράκης με το τελευταίο του βιβλίο, μεταμορφώνει αυτή την εσωτερική ένταση σε   βιβλίο-δώρο, σε «αντικείμενο» που αποτελεί τη μετονομασία του ερωτικού πάθους. Ο ακρόκηπος (Εκδόσεις Το Ροδακιό) είναι η θερμή απάντηση που απευθύνει ο ίδιος στη σύζυγό του, συγγραφέα και μεταφράστρια Σοφία Διονυσοπούλου, η οποία προηγήθηκε στο αφιερώνειν με το δικό της βιβλίο για εκείνον, Ψυχές στην ερημιά του (Εκδόσεις Το Ροδακιό).
Στην ιστορία της λογοτεχνίας, τα ερωτικά πάθη των ποιητών άφησαν στην ποίηση ένα λαμπερό ίχνος. «Λογοτεχνικά ζευγάρια», όπως η Μαίρη Γουόλστονκραφτ και ο Πέρσυ Σέλλευ, η Ελίζαμπεθ Μπάρετ και ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, ο Ρεμπώ και ο Βερλεν, η Σύλβια Πλάθ και ο Τέντ Χιουζ, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Πήτερ Ορλόφσυ, μοιράστηκαν τη γραφή και τον καλλιτεχνικό ανταγωνισμό, σε μια συνύπαρξή που δεν ήταν πάντα ιδανική. Εντούτοις, από όλες αυτές τις συνδέσεις και τις επί μέρους αντιφάσεις της αισθηματικής ζωής, κερδισμένη έμεινε η λογοτεχνία, ο ίδιος ο ερωτικός λόγος.
                                                   
Το βιβλίο του Χουλιαράκη περιέχει ένα μόνο ποίημα-ωδή στον «ακρόκηπο» της αγαπημένης (για να χρησιμοποιήσω τη δική του ιδιάζουσα λέξη). Είναι πρόσκληση για συνεύρευση με το Άλλο και η τολμηρή περιγραφή της συνεύρεσης – κάτι που συμβαίνει «στα άκρα», όπως ακραίος ίσως είναι κάθε αληθινός έρωτας. Ο Χουλιαράκης χτίζει εδώ βήμα βήμα ένα κλίμα ιδιαίτερης ψυχικής έντασης που εκτείνεται πέρα από το ζεύγος, σε μια συνάντηση με την πανάρχαια φωνή της φύσης («τους φαύνους, τις νύμφες», την υγρή χλωρίδα, όλα τα ζωντανά όντα, τα κοσμημένα από την έννοια του νηπενθούς). Από τη θέση του ποιητή (και κατά μια ευρύτερη έννοια, από τη θέση του άντρα, του εραστή, του ερωτευμένου) συνδέει την αγαπημένη του με τη Γη («πώς αλήθεια να σε πω… Χλόη;), με τη στέρεα υλική φανέρωση που βεβαιώνει την παρουσία του σώματος. Όμως, την ίδια στιγμή, την προσφωνεί με μυθικά ονόματα (Φρέγια… Κύπριδα… Βέστα… Κομμαγηνή), για να γίνει η ίδια ένα υπερβατικό και καθολικό ερωτικό σύμβολο, φευγαλέα και άπιαστη, όπως οφείλει να είναι η αιώνια ερωμένη. Έτσι με διπλή ταυτότητα, το ερωτικό σώμα προσκαλεί από τον ουρανό και από τη Γη, πραγματικό και ονειρικό ταυτόχρονα, άγριο και τρυφερό, κοντινό και απρόσιτο.
Έψαξα τα ονόματα που έχει χρησιμοποιήσει ο Χουλιαράκης: Η Φρέγια ανήκει στη Σκανδιναβική μυθολογία – σημαίνει δέσποινα, θηλυκός ηγέτης. Είναι θεά της γονιμότητας, θεά της αγάπης, της οικειότητας, του σεξ – άγρια κι ελεύθερη, χωρίς φραγμούς, κοιμόταν ακόμη και με τον αδελφό της. Η Βέστα, (της ρωμαϊκής μυθολογίας) κόρη του Σάτουρν και της Όπς, είναι η παρθένα θεότητα της οικογένειας και της οικιακής εστίας που φροντίζει την τάξη των πραγμάτων (όπως η θεά Εστία της ελληνικής μυθολογίας). Η θεά της Κομμαγηνής αντιστοιχεί στην αρχαιοελληνική θεά Τύχη. (Το μικρό ελληνιστικό βασίλειο της Κομμαγηνής προήλθε το 162 πχ από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Σελευκιδων, γνωστής ως ελληνοσυριακό βασίλειο.) Τέλος η γνωστή Αφροδίτη (Κύπριδα) της ελληνικής μυθολογίας, θεά του έρωτα, της ομορφιάς και της σεξουαλικότητας, κλείνει το πολύπτυχο των ονομάτων. Ο Πλάτωνας την πιστώνει με δυο διαφορετικές ιδιότητες. Είναι η Πάνδημη, εκείνη που αντιπροσωπεύει τον αγοραίο έρωτα και τις χαμηλές καταστάσεις των παθών, και η Ουράνια, αυτή που μέσα από το αληθινό συναίσθημα της αγάπης και της αφοσίωσης, απηχεί την τελειότητα της αγνής ένωσης.
Ο Χουλιαράκης, παρά τις ονοματοθεσίες, με τις οποίες κοσμεί το ερωτικό του αντικείμενο εξυφαίνοντας διά της γραφής τη θεϊκή εξύψωση της γυναίκας, δεν ενδιαφέρεται να καταθέσει εδώ ένα ρομαντικό κλίμα, την απαλή εξιδανικευμένη εκδοχή του έρωτα, όπως την έψαλαν οι παλιοί τροβαδούροι, αλλά να δείξει τον πόθο, το πάθος, τη ένταση της σωματικής έλξης. Έτσι, οι πρώτοι στίχοι του παρόντος ποιήματος σχεδιάζονται σε κλίμα ωμού ρεαλισμού: Όπως η γάτα απιθώνει τ’ ακέφαλο ποντίκι στο κατώφλι/κι οπτασιάζεται κανείς ότι η έρημος πλαγιάζει καταγής/όπως αυτιάζεται τις ρίζες να γεφυρώνουνε την άβυσσο/και να χυμούν επάνω του σαν Άρπυες φονικές… Εικόνες δυνατές, σκληρές, άγριες, που μεταφέρουν κάτι από την αίσθηση του θανάτου και του κινδύνου, δυο έννοιες-συνδηλώσεις της ερωτικής πάλης των φύλων.  
Για να κατασκευάσει την ανάλογη ατμόσφαιρα μιας αισθησιακής συνεύρεσης, ο ποιητής χρησιμοποιεί απόηχους ορμών και φαντασιώσεων, έντονα συναισθήματα, υψηλές θερμοκρασίες, φλογερή γλώσσα και αιχμηρά επίθετα, αλλά και κάθε υπαινικτικό σχεδιασμό που αναφέρεται στην υγρή, σκοτεινή ατμόσφαιρα της σεξουαλικής πράξης, στην έλξη, τις μυρωδιές, τα παιχνίδια του πόθου, την ηδονή, την ερωτική κλιμάκωση, τον παροξυσμό. Oλόγυρά σου έχει στηθεί μια βενετσιάνικη γιορτή/άγρια βακχική μαυλιστική μια δύναμη μοχθηρή/ με ζώνει κι ένα μαράζι πικρό με φαρμακώνει/σαν να’ τανε αυτό το τελευταίο πράγμα που θα δω.» Οι σκηνές μου φέρνουν στο νου τα βίαια ερωτικά τοπία της Τζόυς Μανσούρ αλλά και τους στίχους του Καβάφη: Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς/ που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής
Εντούτοις το ποίημα του Χουλιαράκη θα κλείσει με διαφορετικό τόνο. Η σφοδρότητα του πάθους δίνει τη θέση της στη λεπτότητα και την τρυφερότητα της αγάπης: «…πάρε το χέρι μου απαλά/[…] φανέρωσέ μου σιγαλά/πόσο τερπνά κι ηδονικά πόσο ευφρόσυνα σκιρτά/τ’ ανθάκι ετούτο που αγγίζω μες το χάραμα.» 
Με τη γνωστή του ιδιάζουσα γλώσσα-απόηχο μιας παλιότερης εποχής (γλώσσα ευφάνταστη, ισχυρή και προσεχτικά δουλεμένη) και με δυνάμεις σφύζουσας νεανικότητας, ο Δ.Χ. ολοκληρώνει επιτυχώς την αρχική πρόθεση του αφιερώνειν. Ταυτόχρονα μας δίνει έναν ζωντανό, φλογερό και αναβράζοντα κόσμο, γεμάτο από τους κυματισμούς που γεννά ο έρωτας και οι ανθρώπινες έλξεις.  
Οι πρώτες εικόνες και η αρχική ροή στο βιβλίο της Σοφίας Διονυσοπούλου Ψυχές στην ερημιά του, μου είχαν θυμίσει τη θαυμάσια ταινία του Δαμιανού Μέχρι το πλοίο (το δεύτερο μέρος της) όπου περιγράφεται το ερωτικό ξύπνημα ενός κοριτσιού-αγριμιού που ζει σε μια στάνη στο βουνό. Ο σκηνοθέτης είχε χρησιμοποιήσει την ασθματική κίνηση των κατσικιών και των κουδουνιών ως μια αντιστοίχηση με την κίνηση του κοριτσιού, με τη λαχτάρα του, το αλάφιασμά του, για να συνδέσει την ανθρώπινη ερωτική ορμή με τη φυσική ορμή των ζώων, ώστε να καταγραφεί το ίχνος του αρχέγονου ενστίκτου από το οποίο προέρχεται η συνέχιση της ζωής.
Αυτό το αρχέγονο ένστικτο αντιλαμβάνομαι να πρωταγωνιστεί και στα δυο βιβλία – του Χουλιαράκη και της Διονυσοπούλου –, τα οποία γράφτηκαν μάλλον συμπληρωματικά, όχι μόνο για τη χάρη του αφιερώνειν αλλά και μέσα από μια κοινή πρόθεση της ερωτικής ματιάς: να περιγράψουν με αδρή γλώσσα λεπτομέρειες από την ιστορία του ερωτισμού, στέφοντας τη σεξουαλική πράξη ως αναπόσπαστο μέρος του ερωτικού αισθήματος, ως ψυχοσωματική τελείωση και ως δοξολογία της ζωής.     
Εντούτοις πέρα από την ίδια την επικράτεια των αισθήσεων και του αισθησιασμού, υπάρχει εδώ η βαθύτερη κατάσταση του ερωτικού λόγου. Γράφει ο Μπαρτ: Το νόημα ηλεκτρίζει το χέρι μου. Θέλω να ξεσκίσω το αδιαφανές σώμα του άλλου, να το υποχρεώσω (με την απάντηση, την απομάκρυνση ή την παράδοσή του) να μπει στο παιχνίδι του νοήματος. Θέλω να το κάνω να μιλήσει. Υπηρέτης της γλώσσας, ο Δημήτρης Χουλιαράκης, ενδιαφέρεται εξ’ αρχής για αυτή την ομιλία του σώματος (η οποία, άλλωστε, μπορεί να οδηγήσει σε μια συν-ομιλία, σε μια υπαρξιακή αλληλοπεριχώρηση), καθώς πολύ καλά γνωρίζει, πως στο ερωτικό πεδίο δεν υπάρχει καμιά παρόρμηση, ίσως και καμιά απόλαυση, μόνο σημεία· μια ξέφρενη ομιλητική δραστηριότητα. Ο Ακρόκηπος παριστά ακριβώς αυτή τη μετουσίωση της ύλης σε γλωσσική ανάπτυξη, τη μετασχηματισμένη σωματική πράξη σε συμβόλαιο αέναου ερωτικού λόγου μεταξύ δύο εταίρων – την αμοιβαία κοινωνία της ομιλίας που γεννά ο πραγματωμένος έρωτας.

Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: