24/9/17

Να γράφεις,να μιλάς

Μαρία Ανδρομάχη Χατζηνικολάου, Εδώ είναι το σπίτι σου τώρα, 2017, οπτικοακουστική εγκατάσταση, black light, ακρυλικό, αιθέρια έλαια, ηχητικά αρχεία, διαστάσεις μεταβλητές


ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ  

Συνομιλώντας πάλι με τον νεαρό μου φίλο (*), με ρωτά  κάπως απότομα, ποια είναι τελικά τα μυθιστορήματα που προτιμώ.
Για να απλοποιήσω την κουβέντα, του απαντώ ότι υπάρχουν μεγάλα μυθιστορήματα που φαίνονται γραμμένα για όλους και μεγάλα μυθιστορήματα που φαίνονται προορισμένα για έναν συγκεκριμένο τύπο αναγνώστη, ίσως περισσότερο εκλεπτυσμένο ή περισσότερο μέσα στα πράγματα της λογοτεχνίας. Κι αυτό για μένα δεν προϋποθέτει μια διαφορά αξίας, μπορεί να είναι εξαιρετικά τόσο τα πρώτα όσο και τα δεύτερα. Μόνο που σ’ αυτή την περίοδο της ζωής μου προτιμώ τα πρώτα από τα δεύτερα, εκείνα που φαίνονται γραμμένα για όλους, γιατί η ανάγνωσή τους μου είναι λιγότερο κοπιαστική και πιο ευχάριστη. Ίσως κι εγώ, όπως λέει ο Σάουλ Μπέλοου, σε μια εποχή εξειδικευμένων μυαλών, προσπαθώ να διατηρηθώ ως ένας μη ειδικός της ανάγνωσης κι αισθάνομαι «να κατευθύνομαι σε μια ενδιάμεση οδό συνειδητοποίησης, που είναι κοινή στον καθένα».
Τα μυθιστορήματα που φαίνονται γραμμένα για όλους δεν είναι τέτοια γιατί είναι εύκολα, αντίθετα απαιτούν αναγνώστες προικισμένους με προσοχή και ευαισθησία, και φυσικά κουλτούρα, γιατί η φαινομενική τους απλότητα κρύβει σχεδόν πάντα μια αξιοσημείωτη πολυπλοκότητα που επιτρέπει πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Αυτά τα μυθιστορήματα εμφανίζονται με ταπεινότητα και δεν έχουν ποτέ πολλές απαιτήσεις (σκέφτομαι τον τρόπο που αφηγείται ο Τσέχωφ, τα σύντομα μυθιστορήματα του Κόνραντ, και πολλά άλλα, ακόμη και σύγχρονων συγγραφέων)∙  τα γεγονότα, όσο μικρά ή μεγάλα κι αν είναι, αποτελούν πάντα την πλοκή και την ουσία, και μόνο μέσα από τις ιστορίες του ενός ή του άλλου πρωταγωνιστή αντλούνται τα συναισθήματα και οι προθέσεις, ο ψυχισμός κι οι ιδέες που ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη.

Από κάθε μεγάλο μυθιστόρημα, από κάθε μεγάλο διήγημα, αυτό που παραμένει αποτυπωμένο είναι τελικά μια χειρονομία, μια λεπτομέρεια που δεν φαίνεται να έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία όταν συμβαίνει, απλά συμβαίνει γιατί είναι αναγκαίο, και σ’ εκείνη τη στιγμή πρέπει να συμβεί, γιατί «έτσι είναι η ζωή». Για παράδειγμα στο Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς  η κίνηση που κάνει ο πιστός μουζίκος για ν’ ανακουφίσει τον αφέντη του, όταν του πιάνει τα πόδια και τα ακουμπά στην πλάτη. Ή η στιγμή όπου ο Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς, στο ομώνυμο διήγημα του Μέλβιλ προφέρει τις τρεις λεξούλες: «Θα προτιμούσα όχι». Να λοιπόν,  αυτός είναι ο τύπος λεπτομερειών φαινομενικά σχεδόν ασήμαντων που καθορίζουν την αίσθηση της αφήγησης. Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες τις έχουν απομονώσει και τις έχουν  μετατρέψει στις «στιγμές ύπαρξης» της Γουλφ ή στις «φανερώσεις» του Τζόυς ή στις «αναστολές» του Προυστ ή στις «αισθησιακές εκλάμψεις» του Ναμπόκοφ∙ είναι σαν να τις έχουν αφαιρέσει από το περιεχόμενο του γεγονότος και κατά κάποιο τρόπο και από το «χρόνο» που φυσιολογικά τους ανήκει, για να τους προσδώσουν μια λειτουργία που τις ξεπερνά. Φορτίζοντάς τες νοηματικά και μεταφορικά, έκαναν σημαντική την φυσιολογική τους ύπαρξη.
Στα μυθιστορήματα για τα οποία εγώ μιλώ, αντίθετα, φαίνεται ότι αυτές οι στιγμές μυστηριωδώς προσαρτώνται σε άλλες στιγμές, και ο αφηγητής παραμένει στο ύψος τους, πάντα στο ύψος αυτού που αφηγείται, χωρίς ποτέ να τις προσπεράσει, διατηρώντας ένα είδος ασυνεννοησίας, ίσως και απώλειας, που μπορεί σιγά σιγά να τον οδηγήσει, και μαζί και τον αναγνώστη, στην ανακάλυψη ενός νοήματος.
Μέσα από τη διαδοχή, τη σπουδαιότητα, την τάξη και την αταξία που δίνει σ’ αυτές τις λεπτομέρειες φαινομενικά ασήμαντες, που όμως γίνονται καταστάσεις ή βαθμός μέτρησης ενός πρωταγωνιστή όταν ανάμεσά τους καθορίζεται εκείνη η κρυφή σχέση που θα την ονόμαζα «μυθιστορηματική κυκλικότητα», ο μυθιστοριογράφος μιλάει με τον αναγνώστη του. Όχι μέσα από τη γραφή. Η γραφή, στα μυθιστορήματα που είπα ότι προτιμώ, συνοδεύει το γεγονός, γίνεται σύντροφος, και δεν το ξεπερνά. Και δεν κυριαρχεί, δεν προσβλέπει σε καμιά αυτονομία, δεν εκδηλώνει καμιά έπαρση, καμιά «πρωτοτυπία». Η γραφή (και θα μπορούσα να πω το ίδιο και για τη δομή, ή για τη φαντασία) σ’ αυτά τα μυθιστορήματα είναι στη διάθεση του γεγονότος που συμβαίνει, το καταγράφει, το γυρνά και το ξαναγυρνά από κάθε πλευρά στον πιο κατάλληλο τρόπο για να μας κάνει να το ξαναζήσουμε, να μας κάνει να ξαναζήσουμε με τις λέξεις και τα πιο προσιτά σε όλους μέσα, μια εμπειρία ζωής. Γεννιέται από αυτή την προδιάθεση, που είναι και της ψυχής και όχι μόνο της γραφής, η φυσιογνωμία των μυθιστορημάτων που φαίνεται να είναι γραμμένα για όλους, των μυθιστορημάτων που, όπως θα λέγαμε, «αφηγούνται τη ζωή».         Κι αυτό δεν αποκλείει –όπως συμβαίνει στον Μέλβιλ, στον Κόνραντ, και σε πολλούς άλλους μεγάλους μυθιστοριογράφους- ότι  η γραφή συχνά υψώνεται πάνω από το γεγονός και ζει για την ίδια τη γραφή. Όμως από αναγκαιότητα, για τη δύναμη των πραγμάτων. Ποτέ για επίδειξη. Μόνο για να συλλάβει καλύτερα και να μας ανταποδώσει τον μυστηριώδη ρυθμό της ύπαρξης.

Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ


(*) Βλ. Αυγή, Αναγνώσεις, 11/12/2016, «Ο ποιητής είναι υποκριτής; Συνομιλία με έναν νεαρό φίλο».

Δεν υπάρχουν σχόλια: