4/9/17

Ποιανού τρυφερότητα γδέρνουνε τώρα*

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

Σταύρος Μπονάτσος, Με τίτλο και δεύτερη ανάγνωση Ύμνος στην εργασία, τη δημιουργία και την ευρηματικότητα, ενάντια στην τεμπελιά, την κατεδάφιση και τη βλακεία, 1999- 2000, πολυεστέρας, μέταλλο, αντικείμενα, 75 x 180 εκ.


ALEJANDRO ZAMBRA, Η ιδιωτική ζωή των δέντρων, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 96

Κατά την διάρκεια της ανάγνωσης ενός μυθοπλαστικού κειμένου, ο τίτλος που αυτό φέρει μετασχηματίζεται στο μυαλό τού αναγνώστη με κάποιους πολύ συγκεκριμένους τρόπους, προκειμένου τίτλος και συγκείμενο να γίνουν κατανοητά ή/ και να συνδεθούν. Ο διττός στόχος δεν είναι απαραίτητο ότι θα επιτευχθεί, είτε εξ ολοκλήρου είτε κατά το ήμισυ, όλες τις φορές (αν και συνήθως επιτυγχάνεται) και η πιθανή αποτυχία μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ο τίτλος, επί παραδείγματι, είναι ένας «τίτλος σε υπερβολή», δηλαδή, ένας τίτλος που δίνει μια υπόσχεση την οποία δεν τηρεί[i]. Αυτό συμβαίνει, λόγου χάριν, στο μυθιστόρημα Le père Goriot τού Balzac, όπου διαψεύδονται οι προσδοκίες οι οποίες θα έφερναν στο κέντρο τής δράσης τον φερώνυμο ήρωα. Πρόκειται, με άλλα λόγια, σε τέτοιες περιπτώσεις για «τίτλους-απατεώνες», οι οποίοι εξαπατούν τους αποδέκτες τους αναγγέλλοντας ένα θέμα που δεν περιλαμβάνεται καθόλου ή περιλαμβάνεται σε μικρότερο “ποσοστό” από το προσδοκώμενο στο μυθοπλαστικό συγκείμενο. Εδώ ακριβώς, ωστόσο, βρίσκεται το Σχόλιο του συγγραφέα (με κυμαινόμενη, αναμφίβολα, ευστοχία) και η κατευθυντήρια γραμμή του.[ii]

Είναι, λοιπόν, ο τίτλος τού ανά χείρας μυθιστορήματος ένας τίτλος-απατεώνας; Και ποιο είναι το Σχόλιο του συγγραφέα; Η επιλογή τού συγκεκριμένου τίτλου από τον Alejandro Zambra, τον «πιο ενδιαφέροντα Χιλιανό συγγραφέα μετά τον θάνατο του Bolaño», σύμφωνα με κάποιους κριτικούς, δεν συνιστά πρωτοτυπία ούτε για το δικό του έργο αλλά ούτε για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Αφ’ ενός, έχει προηγηθεί το μυθιστόρημα του ίδιου Μπονσάι (Πατάκης, 2008), στο οποίο παρεμπιπτόντως γίνονται συνεχείς θεματικές παραπομπές,[iii] και, αφ’ ετέρου, στα καθ’ ημάς, μία αντίστοιχη περίπτωση (μόνον τιτλικά όμως) θα βρούμε στο μυθιστόρημα Τα δέντρα τής Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Σε αυτό το τελευταίο, βέβαια, το Σχόλιο της συγγραφέως προτάσσεται, αν και αλληγορικά, στο συγκείμενο, ενώ γίνεται διαυγέστερο μέσω και της επιστολής τού Άγγελου Σικελιανού που προλογίζει την έκδοση (Καστανιώτης, 1995)· ασφαλώς, για να γίνει κατανοητό το περί ου ο λόγος Σχόλιο, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η ανάγνωση του μυθιστορήματος. Αλλά τι γίνεται στην περίπτωση του Η ιδιωτική ζωή των δέντρων;
Εδώ, ως πρώτη σχετική νύξη και πιθανή αφόρμηση της επιλογής τού τίτλου τίθενται, στην θέση τού (δεύτερου) μότο, δύο στίχοι τού, συνομήλικου του Zambra, Χιλιανού ποιητή Αντρές Ανγουάντερ, οι οποίοι, εκ πρώτης, τουλάχιστον, όψεως και εξαιτίας τής αποσπασματικότητάς τους, πολύ λίγο διαφωτίζουν τον αναγνώστη: «… όπως η ιδιωτική ζωή των δέντρων/ ή των ναυαγών». Το ίδιο το κείμενο, από την άλλη, χωρίζεται σε δύο Μέρη, από τα οποία το πρώτο επιγράφεται «Θερμοκήπιο» και εκτείνεται σε 68 σελίδες, ενώ το δεύτερο επιγράφεται «Χειμώνας» και εκτείνεται στις πέντε τελευταίες. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι στο «Θερμοκήπιο» καλλιεργήθηκε ή προστατεύθηκε μια ζωή/ ύπαρξη – κάποιου δέντρου/ πεζογραφήματος; της μικρής θετής κόρης τού ήρωα/ αφηγητή, της οποίας η μαμά αγνοείται αυτήν την μοιραία νύχτα; – ενώ ο «Χειμώνας» είναι η επόμενη μέρα, η πρόσκρουση στην φυσιολογικά αδυσώπητη πραγματικότητα, η οποία για τον αφηγητή έχει ήδη ξεκινήσει από νωρίτερα ενώ για την μικρή επικρέμαται ακόμα. Και η ίδια η «ιδιωτική ζωή των δέντρων»;
Ήδη στην αρχή τού κυρίως σώματος του συγκειμένου διαβάζουμε ότι έτσι αποκαλεί ο Χουλιάν «μια σειρά παραμύθια που σκάρωσε» για να νανουρίζει την Ντανιέλα, όπου κεντρικοί ήρωες είναι μια λεύκα κι ένα μπαομπάπ, τα οποία τις νύχτες συζητούν, μεταξύ άλλων, «για τα αναρίθμητα πλεονεκτήματα του να είσαι δέντρο και όχι άνθρωπος ή ζώο ή, όπως λένε τα ίδια, ηλίθιος τσιμεντένιος όγκος». Με αυτήν την τρίτη κατά σειράν νύξη ο Zambra έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρώσει τον “υπομνηματισμό” τού τίτλου του για τον αναγνώστη, ο οποίος, ασφαλώς, και πάλι, θα πρέπει να διανύσει στο σύνολό τους τις ευάριθμες σελίδες τού πεζογραφήματος, προκειμένου να κατανοήσει το κείμενο και τον τίτλο του και, στην συνέχεια, να εκτιμήσει την ευστοχία τής επιλογής τού τελευταίου. Λίγα επιπρόσθετα επεξηγηματικά σχόλια ως προς τον ανωτέρω συνδυασμό τίτλου και συγκειμένου προσφέρονται μέσω των συζητήσεων τής λεύκας και του μπαομπάπ σχετικά με τους βανδαλισμούς που διαπράττουν οι άνθρωποι χαράσσοντας τους κορμούς των δέντρων (ή σχετικά με μια γυναίκα με πολύ μακριά χέρια σαν κλαδιά), συζητήσεις οι οποίες ρίχνουν ένα διαφορετικό φως στα (αδιαμφισβήτητα;) πλεονεκτήματα της ζωής τους. Ποιανού, τελικά, η ζωή θα μπορούσε να θεωρηθεί αληθινά προνομιούχος;
Αλλά και το ίδιο το πεζογράφημα ως προϊόν αφήγησης βρίσκεται στην παρούσα περίπτωση υπό συνεχή απειλή: «[…] η Βερόνικα δεν έχει γυρίσει από το μάθημα ζωγραφικής. Όταν εκείνη επιστρέψει, το μυθιστόρημα θα διακοπεί. […] το βιβλίο θα συνεχίζεται […] ώσπου η Βερόνικα επιστρέψει ή ώσπου ο Χουλιάν βεβαιωθεί ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει». Η ανατροπή των παραδοσιακών αφηγηματικών τρόπων βρίσκεται ακριβώς εδώ, ενώ καθόλου δεν διαταράσσεται η γενική δομή τής αφηγηματικής κατάστασης, η οποία συνίσταται στην εστίαση, στην σχέση αφηγητή – ιστορίας και στο επίπεδο της αφήγησης. Πρόκειται, με άλλα λόγια, εδώ για μια μάλλον συνηθισμένη τριτοπρόσωπη, παντογνωστική αφήγηση, στην οποία ο εννοούμενος συγγραφέας κινεί τον κεντρικό του ήρωα, αλλά και τους υπόλοιπους, στον χώρο και στον χρόνο, στις σκέψεις και στα συναισθήματα, στις εγκιβωτισμένες και στις εγκιβωτίζουσες ιστορίες, στα διακείμενα αλλά και στα δικά του αυτοβιογραφικά στοιχεία, χρησιμοποιώντας και τον ελεύθερο πλάγιο λόγο αλλά, γιατί όχι, και το πρώτο πρόσωπο για τον εαυτό του (σε συμμαχία με τον αναγνώστη του) αν χρειαστεί, και παρεμβάλλοντας οπωσδήποτε, έμμεσα ή άμεσα, πολλά σχόλια ποιητικής. (Διότι, για να θυμηθούμε εδώ και τον “αφορισμό” τού, εραστή τής απόλυτης αφαίρεσης (και, άρα, συγγενή, δημιουργικά, με τον Zambra), μεταφραστή, μεταξύ και πολλών άλλων, Αχιλλέα Κυριακίδη: «Το τρίτο πρόσωπο της αφήγησης  ποτέ δεν στάθηκε άξιο της αποστολής του: να περισώσει το προσωπείο τού παρατηρητή, να τηρήσει το υπέρτατο πρόσχημα»[iv]).
Πρόκειται για μια απολύτως και, μάλιστα, φανερά χειραγωγημένη αφήγηση, λοιπόν, η οποία, ωστόσο, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να διακοπεί. Κινδυνεύει; Στο να δώσουμε πίστη σε αυτήν την καλλιτεχνική ψευδαίσθηση (αντί σε κάποια άλλη) μας ωθεί και το “απότομο” τέλος τού πεζογραφήματος, που προσομοιάζει σε μια “πραγματική” καθημερινή σκηνή. Εν τω μεταξύ, τίποτε δεν έχει περαιωθεί· ο κίνδυνος για την ζωή τής μητέρας ούτε αποσοβήθηκε ούτε επιβεβαιώθηκε. Πότε ναυαγούν τα δέντρα;
Διαπιστώνεται, τελικά, ότι ο παρών τίτλος εκπροσωπεί επαρκώς το συγκείμενό του, αν και η σχετική ερμηνευτική προσπάθεια τού αναγνώστη θα πρέπει να είναι εντατική, προκειμένου να αποκωδικοποιήσει το Σχόλιο του συγγραφέα. Όσο για το αν το ανά χείρας είναι ένα «μεγάλο έργο», από εκείνα που, σύμφωνα με τον Rodin, χρειάζονται πολύν καιρό να γίνουν, όπως και «τα μεγάλα αισθήματα, οι μεγάλες σκέψεις», αλλά και «τα μεγάλα δέντρα»[v], ο αναγνώστης μάλλον θα καταλήξει σε μια διπλωματική όσο και ειλικρινή αποτίμηση: πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον μυθοπλαστικό πείραμα, με, επιπλέον, κάποιες πολύ βαθιές και εξαιρετικά διατυπωμένες λεπτουργικές ψυχογραφήσεις· όπως η ακόλουθη: «Πώς αναπαριστάται αυτό που συμβαίνει ενώ αυτοί οι δύο μιλάνε, αυτό που δε φτάνουν να ξεστομίσουν, αυτό το φόντο από δειλές επιτιμήσεις, από κοινοτοπίες, που σφύζουν ενώ αυτοί οι δύο μιλάνε; Πώς φωτίζονται οι ζώνες που και οι δύο έχουν αποφασίσει να τις αφήσουν σκιερές; Μετά από μια δύσκολη περίοδο, επέστρεψαν στο σύμφωνο μη επίθεσης, στην έμμεση συνωμοτικότητα όσων έχουν συνείδηση ότι μοιράζονται μόνο μια κλωστή ζωής. Τώρα μιλάνε, εννοείται ότι μιλάνε, και όχι με τη μορφή ερωταποκρίσεων. Δεν πρόκειται για ανάκριση. Είναι, όπως το λέει και η λέξη, συζήτηση. Τους βολεύει η επιφάνεια. Τους αρέσει να επιδίδονται στο σπορ περνάμε λίγη ώρα μαζί»[vi].

*«Οδυρμός»· Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985, Ίκαρος, 1989, σ. 38.

[i] Είναι πολύ διασκεδαστική η σύμπτωση να περιλαμβάνονται στο βιβλίο οι ακόλουθες φράσεις: «Υπερβάλλει, ασφαλώς. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει αν δεν υπερβάλλει λιγάκι», στο Alejandro Zambra, Η ιδιωτική ζωή των δέντρων, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ίκαρος, 2017, σ. 22.
[ii] Για τα παραπάνω βλ. αναλυτικά στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Το Παρακείμενο και η ...–( Δια)κειμενικότητα ως Σχόλιο στο πεζογραφικό έργο του Τάσου Αθανασιάδη (και στα 21 εγκιβωτισμένα ποιήματα του πεζογράφου), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2009, σσ. 112, 373 και πέριξ.
[iii] Να σημειωθεί, πάντως, ότι στο πρώτο του μυθιστόρημα, στο Μπονσάι (του οποίου το Η ιδιωτική ζωή των δέντρων θεωρείται από κάποιους ή κατά έναν τρόπο η συνέχεια), η παραπομπή τού τίτλου και των αντίστοιχων συγκειμενικών χωρίων στην φυσική/ φυτική ζωή λειτουργεί κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, ως μετωνυμία τής καλλιτεχνικής δημιουργίας, και δη της προσωπικής λογοτεχνικής δημιουργίας/ κατασκευής τού συγκεκριμένου συγγραφέα, με ό,τι αυτή προϋποθέτει και αποτυπώνει· βλ. στο Αλεχάντρο Σάμπρα, Μπονσάι, Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου, Πατάκης, 2008, π.χ. σσ. 36, 78, 80 κ.ἑ., 90 κ.ἑ.
[iv] Βλ. στο Αχιλλέας Κυριακίδης, Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία τής λογοτεχνίας, Κίχλη, 2015, σ. 14.
[v] Βλ. στο Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα δέντρα, Καστανιώτης, 1995, σ. 10 (παρατίθεται εκεί από τον Άγγελο Σικελιανό, στην επιστολή του προς την συγγραφέα).
[vi] Βλ. στο Alejandro Zambra, ό.π., σ. 74.

Δεν υπάρχουν σχόλια: