4/9/17

Η μεταρρύθμιση της μέσης εκπαίδευσης και η αφασία του δημόσιου διαλόγου

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός της εκπαίδευσης για να διακρίνει ότι οι προωθούμενες αλλαγές στη μέση εκπαίδευση δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ανοίγουν μια διαδικασία όπου επιτέλους θα καθιερωθούν τα εύλογα. Και πρώτα απ’ όλα, θα μειωθεί, κάθε χρονιά και περισσότερο, το (αποκλειστικό σήμερα) βάρος που έχει στο μέλλον των νέων ανθρώπων η μία και μοναδική εξέταση (Πανελλαδικές). Έτσι, ταυτόχρονα, αποκτά περιεχόμενο το Λύκειο, δηλαδή εκείνη η βαθμίδα της εκπαίδευσης όπου τα παιδιά είτε εντάσσονται στη χορεία των εγγραμμάτων, ό,τι και να κάνουν μετά στη ζωή τους, είτε, με την παπαγαλία και τα φροντιστήρια, μαθαίνουν την τεχνική να «περάσουν» στα ΑΕΙ, παραμένοντας οι περισσότεροι, εσαεί, αγράμματοι.
Δεν κομίζω γλαύκαν, ούτε νομίζω ότι υπερβάλλω: τα παραπάνω αποτελούν κοινούς τόπους, εδώ και χρόνια, όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς αλλά και για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Από αυτή την άποψη, προκαλεί εύλογη απορία η απαξιωτική απόρριψη των προωθούμενων αλλαγών, τόσο από τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης όσο και από τη μεγάλη πλειοψηφία των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Η δε απόρριψη είναι απαξιωτική, και συλλήβδην, ώστε να μη χρειαστεί κανείς να μιλήσει συγκεκριμένα, να αποδεχθεί την προωθούμενη κατεύθυνση ή να διαφωνήσει, προτείνοντας μια άλλη. Δεν αναφέρομαι σε επιμέρους παρατηρήσεις και προτάσεις, όπου εύλογα θα υπάρχουν διαφορετικές ιδέες και προτιμήσεις, αλλά για τη γενική κατεύθυνση των αλλαγών, για τη «φιλοσοφία» τους, όπως λένε με στόμφο κάθε τόσο αυτοσχέδιοι κοινοβουλευτικοί ή δημόσιοι ρήτορες (οι οποίοι είναι βέβαιο ότι δεν έχουν διαβάσει ούτε μία σελίδα φιλοσοφίας...).
Άλλωστε, σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα, τουλάχιστον της Ευρώπης. Η μέση εκπαίδευση δίνει ένα βασικό πλαίσιο γνώσεων και εν προόδω μια κατεύθυνση σπουδών και ενδιαφερόντων. Δεν αποτελεί προετοιμασία για τη Μεγάλη Στιγμή των εφάπαξ εξετάσεων. Με αυτή την έννοια μιλάω για τα εύλογα, τα οποία προωθεί η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση της μέσης εκπαίδευσης.

Πού οφείλεται λοιπόν αυτή η συλλήβδην, αφασική απόρριψη; Αρκούν ως εξήγηση οι ανάγκες μιας «αντιπολιτευτικής» στάσης; Τι άλλο θα ήθελε ως κατεύθυνση της μέσης εκπαίδευσης η συντηρητική παράταξη; Θέλει να τονίσει και να προτάξει τη νευρωτική εμμονή της περί «αριστείας»; Και αυτό μπορεί να το κάνει, ή και να το εφαρμόσει, όταν κάποτε έρθει στην κυβέρνηση. Αλλά επί ποιας πραγματικότητας της μέσης εκπαίδευσης θα το εφαρμόσει; Επί της σημερινής, ή επί αυτής που προωθεί η μεταρρύθμιση; Επί ενός διαλυμένου σχολείου, επί μιας απαξιωμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας στη μέση εκπαίδευση; Ακόμα και η λογική της αριστείας προϋποθέτει τη μέση εκπαίδευση ως αυτόνομη και λειτουργική εκπαιδευτική βαθμίδα.
Επί τίνος θέματος διαφωνεί το κόμμα του «κέντρου»; Εκδίδοντας μια «σαρωτική» ανακοίνωση, μιμείται τον συνήθη λόγο μιας ολιγάριθμης γκρούπας, η οποία απορρίπτει τα πάντα, ελλείψει οποιασδήποτε επεξεργασίας και εν ονόματι του «σοσιαλισμού» (της). Εν ονόματι τίνος ομιλεί το «κέντρο»;
Υπάρχει όμως και η σιωπή. Των λόγιων κοινωνικών κατηγοριών, που δεν περιορίζονται στους άμεσα εμπλεκόμενους εκπαιδευτικούς, αλλά έχουν, ή μάλλον είχαν μέχρι πρόσφατα, διακριτό δημόσιο λόγο. Ακόμα και αυτοί σιωπούν, ή έστω διαχέονται σε άγονες ατραπούς. Ίσως κάποιοι θα ήθελαν πιο τολμηρές αλλαγές, πράγμα απολύτως σεβαστό. Δεν θα πρέπει όμως να υποστηρίξουν τις ήδη προωθούμενες; Όχι για να δικαιώσουν πολιτικά την κυβέρνηση, αλλά για να εμπεδώσουν ως δεδομένη, και ορθή, ως εύλογη, την κατεύθυνση.
Το εύλογο, στο οποίο επιμένω, είναι ταυτόσημο με τον ορθό λόγο. Σήμερα δε, που η μακρά ιστορική περίοδος κυριαρχίας του ορθού λόγου στις δυτικές κοινωνίες πνέει τα λοίσθια, στα καθ’ ημάς είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε διά συνοπτικών διαδικασιών από την επικράτειά του, ώστε να αντιμετωπίσουμε την πέραν αυτού πραγματικότητα.
Μήπως το πρόβλημα, όχι μόνο της μέσης εκπαίδευσης αλλά ευρύτερα της κοινωνικής ανάταξης «είναι πολιτικό», όπως λέγεται συχνά; Τι σημαίνει αυτό; Ότι χρειάζονται νέα πολιτικά μορφώματα, όπως διατείνονται τόσοι και τόσοι «κεντρώοι»; Και τι θα λένε αυτά τα νέα πολιτικά μορφώματα; Πώς θα σκέφτονται; Τι ποιότητα λόγου θα έχουν;
Η ποιότητα του δημόσιου λόγου, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στη (μη) συζήτηση για τη μεταρρύθμιση στη μέση εκπαίδευση, είναι απαγορευτική για οτιδήποτε καινούριο. Κάθε ιδέα, πρόταση, πολιτική, θα «καίγεται» πριν προλάβει να αποτυπώσει τη δυναμική της, πολύ πριν προλάβει να καταδείξει τα όριά της. Θα γίνει βορά «τιτιβισμάτων» (σαν αυτό του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την εν λόγω μεταρρύθμιση), θα εξαϋλωθεί μέσα στον καταιγισμό από ατάκες, γραπτές ή προφορικές, που εν κενώ επιχειρημάτων κατακλύζουν τον δημόσιο χώρο.
Πού οφείλεται αυτή η κατάσταση; Πώς τροφοδοτείται αυτή η συνθήκη; Προφανώς, οφείλεται σε μια σειρά από αιτίες, όμως τροφοδοτείται σταθερά, και θα έλεγα καθοριστικά, και από την ποιότητα της μέσης εκπαίδευσης. Όσοι ομιλούν δημοσίως, τότε, στην κρίσιμη ηλικία όπου διαμορφώνεται το μορφωτικό και προσωπικό background του καθενός, δεν έμαθαν να σκέφτονται και να εκφράζονται, αλλά κυνηγούσαν στα φροντιστήρια, μόριο το μόριο, τον βαθμό των Πανελλαδικών. Ακριβώς όπως σήμερα κυνηγούν, ατάκα την ατάκα, την (όποια) εξουσία.

Η πολιτική αρχίζει πέραν αυτών, καθίσταται πολιτική όταν γίνεται λόγος. Και γίνεται αριστερή πολιτική, όταν συμμετέχουν και κοινωνικές δυνάμεις, διευρύνοντας το πεδίο των αλλαγών, αλλάζοντας το ίδιο το περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης, καθιστώντας το σχολείο θεσμό παραγωγής λόγου και τους αποφοίτους φορείς λόγου. Η πρόταση του υπουργείου παιδείας είναι εκεί – όπως και η πρό(σ)κληση.

‘Αντζι Καρατζά, Μέρος της ενότητας με τίτλο Μασημένη τροφή ή
ψημένη και χωνεμένη ιστορία της τέχνης
, 2017,
ανοξείδωτο μέταλλο, πορσελάνη και τύπωμα, 55 x 28 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: