ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ
Το χρώμα συνήθως δεν
«διαβάζεται» σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία – τουλάχιστον όχι διαφορετικά από τις
συνήθεις του νοηματοδοτήσεις (το κόκκινο ως χρώμα του πάθους για παράδειγμα ή
ως σήμα της πολιτικής ένταξης κάποιου). Ορισμένα όμως κείμενα μας καλούν σε μια
χρωμανάγνωση, συχνά βάζοντάς μας στο παιχνίδι ήδη από τον τίτλο τους. Τέτοια
είναι η περίπτωση του «Guide bleu» του Τ. Παπατσώνη, γραμμένου το
1973, λίγα χρόνια προτού πεθάνει, όπου το μπλε του οδηγού χρωματίζει την
αναδρομική αυτή θέαση μιας ολόκληρης ζωής κι ενός έργου, «εις όποιαν ιδέαν κι
αν περνά, ό,τι κι αν λέγει», για να θυμηθούμε τον Καβάφη που μνημονεύεται στο
τέλος του ποιήματος (και στο έργο του οποίου το χρώμα δεν παίζει μικρότερο ή
αμελητέο ρόλο – και πέρα από τα όρια του αισθητισμού). Κι αν ο Καβάφης μας
προσφέρει το κλειδί για την ανάγνωση του μπλε με την έξοδο του ποιήματος, σειρά
χαρακτηριστικών αναφορών/ταξιδιών του ποιητικού υποκειμένου ήδη από την αρχή
του την έχουν προσημάνει με ευκρίνεια: η θέαση του πίνακα του Βερμέερ «Θέα της
Ντελφτ» στη Χάγη, ο Προυστ και το περίφημο θάμβος του μπροστά στο «μικρό
κομματάκι κίτρινου τοίχου» που διέκρινε πάνω στον εν λόγω πίνακα, ενώ από την
παλέτα του δεν θα μπορούσε να λείπει και ο αγαπημένος του Πόε, στίχος του
οποίου επίσης μνημονεύεται προς το τέλος του ποιήματος, εξειδικεύοντας την
αναφορά στον Καβάφη.
Το πώς το μπλε
επιθέτει το φίλτρο σε αυτήν την ανακεφαλαιωτική θέαση ζωής και έργου, φαίνεται
ωστόσο ήδη από την αρχή του ποιήματος. Ήδη στους πρώτους στίχους εκφράζεται όλη
η μελαγχολία προ του αναπόφευκτου του τέλους, για όλους τους τόπους που το
ποιητικό υποκείμενο αναθυμάται χωρίς να διαθέτει πλέον το χρόνο να ξαναπεράσει,
με πρώτη την Ντελφτ, που «απαθανάτισε ένας/ Βερμέερ, με το δικό του φως, κι
όπως του έπρεπε ήρθε και ψυχογράφησε στα όνειρά του αργότερα/ ο Μαρσέλ Προυστ».
Το χρώμα ως τονικότητα του φωτός, και η
γραφή [του] ως καίριο, αποκαλυπτικό ψυχογράφημα μας φέρνουν κατευθείαν στο
επίκεντρο της χρωμανάγνωσης στην οποία καλεί το ποίημα. Πρώτος ο Γκαίτε στην Πραγματεία των χρωμάτων (1810) διάβασε
το χρώμα ως διαβάθμιση του φωτός και έκανε λόγο για τα δύο αντιστικτικά
χρώματα, το κίτρινο και το μπλε, όπου το πρώτο, ως το κοντινότερο στο χρώμα του
ήλιου, του φωτός, συνδέεται με την έκφραση θετικών αισθημάτων, ενώ το δεύτερο,
ως εγγύτερο στο χρώμα του σκότους, της νύχτας, με τα αρνητικά. Ο ίδιος έντυσε
μάλιστα εμβληματικά τον Βέρθερο με «μπλε κουστούμι και κίτρινο γιλέκο» για να
απαθανατίσει το θλιμμένο περίβλημα της ερωτευμένης καρδιάς που οδηγείται στην
αυτοχειρία. Αργότερα, τα συγκεκριμένα ενδύματα έγιναν κεφάλαιο στα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου του Ρ.
Μπαρτ. Τα «Ενδύματα» του Καβάφη, στο όχι τυχαία κρυμμένο του ποίημα, όπου οι
ερωτικές αναμνήσεις ή οι διαφορετικές λιβιδινικές φάσεις του βίου εναποτίθενται
μέσα σε κουτί από «πολύτιμον έβενο» για να ανοιχτούν όταν πλησιάζουν οι δύσκολες
ώρες του τέλους, είναι επίσης κίτρινα
και μπλε, που αν και ακολουθούνται από κόκκινα –εδώ η έξαρση του πάθους είναι
εμφανής– καλύπτονται εντέλει και πάλι από μπλε, «πιο ξέθωρα αυτά από τα πρώτα».
Μπλε ήταν η θυμική επίστρωση της ζωής του, σε αυτό το ποίημα που θα μπορούσε
κάλλιστα να λάβει θέση σε ένα απάνθισμα «ποιημάτων του τέλους» σαν και εκείνο
που έχει συνταχθεί από τον Χ. Μπλουμ, όπως και το συγκεκριμένο του Παπατσώνη. Αλλά
και η ευρύτερη αναζήτηση από τον Καβάφη λέξεων «που να λεν και να κρύβουν» δεν
θα μπορούσε παρά να βρει στο χρώμα μια από τις προσφυέστερές της –καθότι πλάγια–
εκφράσεις. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες
από το ρήμα celare που σημαίνει κρύβω μας πηγαίνει ήδη εκεί. Πρόκειται για κρυπτική ύλη του
ψυχισμού, έναν κώδικα πέρα από τις λέξεις, που ωστόσο σε αυτές προσφεύγει, ως
δομικά συστατικά των «αναπαραστάσεων πράγματος», για να εκφράσει ψυχικά
σημαίνοντα και αποτυπώσεις. Χάρη σε ένα «χρωματικό» του όνειρο όπου το θάμβος
της επιθυμίας «καλύπτεται» ακριβώς επειδή δηλώνεται με ένα φωτεινότατο κίτρινο ο Φρόυντ θα σχηματοποιήσει την έννοια της
«ανάμνησης προκάλυμμα».
Εκ του αντιθέτου,
ζώντας μια έκλαμψη-αποκάλυψη, μπροστά σε κάτι-που-δεν-είναι εκεί, ο προυστικός
αφηγητής κοιτώντας τον πίνακα του Βερμέερ προς το τέλος της Αναζήτησης του χαμένου χρόνου, «βλέπει»
το «μικρό κομματάκι κίτρινου τοίχου» και «μικροσκοπικούς μπλε ανθρώπους» [δεν
διακρίνονται πουθενά]. Και αντιλαμβάνεται το επίπεδο που πρέπει να πιάσει και ο
συγγραφέας-που-θέλει-να-γίνει, το ύφος που πρέπει να φτάσει, το κεντρικό
διακύβευμα ολόκληρης της Αναζήτησης:
«Έτσι θα έπρεπε να γράφω» αναλογίστηκε, «τα τελευταία μου βιβλία παραείναι
αποστεγνωμένα, θα έπρεπε να τα περάσω πολλαπλές στρώσεις χρώμα, να κάνω τη
φράση μου πολύτιμη, σαν κι αυτό το μικρό κομματάκι κίτρινου τοίχου».
Προς το τέλος της ζωής
του θα επισκεφτεί και ο Παπατσώνης τη Ντελφτ και τη Χάγη, σύμφωνα με το
χρονολόγιο που έχει συντάξει ο Δ. Αγγελής, ενώ σε άρθρο του για τον Σατωμπριάν
(1968, ένα χρόνο προτού επισκεφτεί τη Ντελφτ), όπου συγκρίνει τους δύο
Γάλλους), θα έχει ήδη παραλληλίσει τη γραφή του Προυστ με ζωγραφική. Αλλά και
το έργο του Καβάφη σε άλλο του άρθρο [«Υποκειμενικά αντλήματα από τον Καβάφη» -
δημοσιεύεται λίγες μέρες μετά τη δημ. του “Guide bleu” στη Νέα Εστία στις 15-7-1973] θα το χαρακτηρίσει «πίνακα πελώριο
διηρημένο σε ισάριθμα τετραγωνίδια, ορθογώνιο, όπως ο πίνακας του Ζατρικίου,
όπου παίζεται όχι η τύχη του κόσμου αλλά η μυστική πορεία της ζωής». Να είναι
άραγε σύμπτωση ή σύμπτωμα της οξείας ματιάς του εμβριθέστατου Παπατσώνη ότι και
ο μινωικός πίνακας με τον οποίο παραλληλίζεται το καβαφικό έργο αποτελείται από
δύο χρώματα, κίτρινο ή χρυσό και μπλε όπως ακριβώς ως σύνθεμα σε κίτρινο και
μπλε έχει διαβαστεί και το προυστικό έργο;
Όπως και να έχει, στο
τρίπτυχο γραφή-ζωγραφική-ψυχή αντιμετωπίζει τους όρους ως εναλλάξιμους, όπως
διακρινόταν και σε πολύ πρωιμότερό του
κείμενο, μια τεχνοκριτική για τρεις ζωγράφους (1928), όπου οι δύο τέχνες
αντιμετωπίζονται ως ψυχικές αποτυπώσεις και όπου σημείωνε ότι «το κατόρθωμα
(για έναν καλλιτέχνη) είναι να αιχμαλωτίσει τη στιγμή τη χρωματιστή, όπως είναι
με τη ζωή της, και με τη διάθεσή της και την εσωτερική της ουσία» - ό,τι εν
πολλοίς αποδίδει και ο «Guide bleu».
Είναι ωστόσο
χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στη σωρεία των τόπων, των «σταθμών ζωής» που
μνημονεύει, το μόνο φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται είναι ο συνοδοιπόρος στα
ταξίδια ποιητής Α. Καμπάς. Αυτή η απουσία ανθρώπων συνάδει με εκείνο που
παρατηρούσε ο Ρ. Μπαρτ σε δικό του ομότιτλο του ποιήματος κείμενο («Ο μπλε
οδηγός», Μυθολογίες, 1957), πως το
ανθρώπινο στοιχείο εκλείπει και αντ’αυτού ο οδηγός εστιάζεται αποκλειστικά σε
μνημεία και δη σε ό,τι έχει να κάνει με την Εκκλησία. «Ξαναβρίσκουμε εδώ τον ιό
της ουσίας», σημείωνε ο Μπαρτ, «τον εγγενή σε κάθε αστική μυθολογία». Και στον Guide bleu του Παπατσώνη ελβετικές Άλπεις και Αρόζες
προέχουν, καθεδρικές του Γουίντσεστερ, τεμένη της Κόρδοβας, η Χιράλδα της
Σεβίλλης και προσκυνήματα κοντά στη Μαρία Πλάιν στο Σαλτσβούργο – κάθε λογής
κορυφογραμμές θα λέγαμε, γεωγραφικές και πολιτιστικές, κυριότατα θρησκευτικές. είτε γνώριζε ο ποιητής το
κείμενο του σημειολόγου είτε όχι απέδιδε όψεις της δικής του μυθολογίας.
Αυτή η απουσία φυσικών
προσώπων μας φέρνει στους μεγάλους Άλλους του Παπατσώνη: Καβάφη και Πόε. Μέσω
αυτών εξειδικεύεται το νόημα του «μελαγχολικού και τεφρού τόνου» του ποιήματος,
όπως θα τον χαρακτηρίσει ο ίδιος ο Π., του μπλε κατ’ουσίαν του τίτλου (σε
επιστολή του προς τον ποιητή Χρυσάνθη). Ο Πόε μάλιστα, μέσα από τη ρητή αναφορά
στην Ουλαλούμη, σε επανερχόμενο ημιστίχιό της («Psyche my Soul») δίνει τον
ουσιαστικό συνοδοιπόρο ή ξενιστή, τον εσωτερικό, σε ταξίδια και αναγνώσματα:
την ίδια την ψυχή. Η τελευταία στροφή του ποιήματος, η έξοδός του, ξεκινά με
μια αποστροφή-ερώτηση στον εαυτό, σε μια κίνηση καθησυχασμού όχι μόνο για τους
τόπους και τις ομορφιές που δεν θα ξαναγευτεί αλλά εν γένει ενόψει του φυσικού
τέλους:
«Ποιον θα πήγαινα με
φτερωτή ορμή/ να συναντήσω στα χιονισμένα υψίπεδα,/ με ποιόν θα περιδιάβαζα
ολημερίς τις λίμνες/ τις επουράνιες, της τέφρας, μια κι έγινε τέφρα/ η ίδια η
«Psyche my Soul»;
«Ειρήνευσα με τ’ άνω
λόγια την ψυχή/ τόσο, που κι ασπασμό της έδωκα» όπως θα το έλεγε το ποιητικό
υποκείμενο στην Ουλαλούμη, δια μεταφραστικού χειρός Παπατσώνη. Τη μετάφραση του
συγκεκριμένου ποιήματος του Πόε, θα τη βάλει στο τέλος του δεύτερου τόμου του Τετραπέρατου κόσμου, που θα δημοσιευτεί
το 1976, σαν να κλείνει με αυτήν όλη του την παρουσία στα γράμματα. Η προηγούμενη στροφή της μάλιστα συνδέεται
κατά κάποιο τρόπο με το κλειδί του μπλε που δίνεται, καβαφικώ τω τρόπω, με την
έξοδο του ποιήματος:
«Αν είχε πει ‘Χαιρέτα
την την Αλεξάντρεια’/ που αφήνεις ο άλλος ο ποιητής, εμάς η πίκρα/ του
αποχωρισμού είναι για πλήθος Αλεξάντρειες/ που ακροθιγώς τις προσπεράσαμε, και
που/ στοίχειωσαν μέσα μας, πίκρες ισάριθμες»
Σε άρθρο του για τον
Καβάφη, που έχει δημοσιευτεί στον Κύκλο,
ο Παπατσώνης δίνει το νόημα του περίφημου καβαφικού στίχου. Τονίζει ότι δεν
έχει δίκιο πως αποτελεί απεικόνιση της ηρωικής θλίψης του Αντωνίου, όταν,
κελεύσει θεία, χάνει την Αλεξάνδρεια, και ότι Αλεξάνδρεια δεν είναι η
συγκεκριμένη πόλη αλλά «η νοσταλγία, στα όρια του θανάτου, για τον φθαρτό
κόσμο, [στ]η κοιτίδα των φαντασιώσεών μας, το λίκνο της ψυχής μας, της ακτίνος
αυτής του άφθαρτου στοιχείου, στη γήινη διέλευσή μας μέσα (…) Αλεξάνδρεια
σημαίνει τον φθαρτό κόσμο του καλού που αγάπησα»
Αυτό ακριβώς, «ο
φθαρτός κόσμος του καλού που αγάπησε», αποδίδεται από το μπλε του Guide bleu.
Αυτό το Καλό, όπως το διακρίνει μέσα στο σκοτάδι του κόσμου, καλεί και το
ποιητικό υποκείμενο την ψυχή να βρει, στην «Ουλαλούμη» ο Πόε:
«Ω, και μπορούμε οι
δυο μας: άφοβα, με πίστη, να παραδοθούμε/ προς ένα φως, που μόνη γνώση έχει πώς
να μας βοσκήσει/ μέσα στο Καλό, μια κι αρματοδρομούμε/ στα ύψη του Στερεώματος,
διάμεσα από τη Νύχτα».
Αυτό το Καλό,
ταξίδια ή μοναδικές αναγνώσεις που φέρνουν τους αγαπημένους του συγγραφείς σε
τέτοια συνομιλία, η ψυχή ή το ποιητικό σώμα του Παπατσώνη δεν διατρέχει φόβο να
το χάσει. «Δεν είσαι εσύ μέσα στο τοπίο, το τοπίο είναι μέσα σου» όπως θα το
έθετε ο Angelus Silesius.
Η Σοφία Ιακωβίδου διδάσκει διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου