Από
τις πολιτισμικές συγκρούσεις στη χριστιανική ομοιογένεια. Ένα ιδιότυπο
ρομαντικό όραμα
ΤΟΥ
ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΚΡΥΔΗΜΑ
Στις
αρχές του 1939 ο Παπατσώνης με την επαγγελματική του ιδιότητα –διορισμένος σε
υψηλά ιστάμενη θέση του Υπουργείου Οικονομικών– περιοδεύει στην μεσοπολεμική
Ρουμανία, η γεωγραφική σύσταση της οποίας θα αλλοιωνόταν σημαντικά μετά το
τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και την εισχώρησή της στην Ένωση Σοβιετικών
Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (χοντρικά τα εδάφη της βόρειας Μπουκοβίνας και
Βεσσαραβίας αποτελούν τη σημερινή Δημοκρατία της Μολδαβίας, ενώ η νότια
Δοβρουτσά παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία). Για αρκετούς μήνες ταξιδεύει στα πρώην
πριγκηπάτα της Βλαχίας και της Μολδαβίας και από τις Τρανσυλβανικές Άλπεις της πρώην
Αψβουργικής Μοναρχίας έως το Δέλτα του Δούναβη και τα παράλια του Ευξείνου
Πόντου, έχοντας πάντοτε ως βάση την πρωτεύουσα της χώρας, το Βουκουρέστι, όπου
και λάμβαναν χώρα οι διπλωματικές εργασίες στις οποίες συμμετείχε. Δύο μέρες αφότου επιστρέψει στα πάτρια
εδάφη, θα αρχίσει να καταγράφει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, τις οποίες και
θα δημοσιεύσει στην εφημερίδα Καθημερινή
από τις 12 Ιουνίου 1939 έως τις 5 Φεβρουαρίου 1940.
Η εργασία αυτή παρέμεινε για πολύ καιρό αγνοημένη
και ασχολίαστη έως ότου το 1965 ο ποιητής αποφασίζει να συγκεντρώσει τα άρθρα
αυτά στον τόμο με τίτλο Μολδοβαλαχικά
του μύθου και τον υπότιτλο Ite, missa est
(εκδ. Ίκαρος). Η λατινική φράση συνηθίζεται να εκφωνείται στο τέλος της
Ρωμαιοκαθολικής Λειτουργίας. Με την επίκλησή της ο Παπατσώνης αφήνει να
υπονοηθεί πως το εγχειρίδιό του εξαιτίας του θρησκευτικού-ειρηνιστικού
συμβολισμού του μπορεί να λειτουργήσει σαν μια δραματική επισφράγιση των
πολεμικών ετών που μεσολάβησαν από το 1939 παγκοσμίως. Ο χριστιανικός λόγος
προστίθεται στις κυρίαρχες εθνοτικές αναπαραστάσεις του τίτλου, Βλάχων και
Μολδαβών, εισάγοντας τον αναγνώστη στους ποικίλους συμφυρμούς που μπορούν να
τελεστούν πάνω στον ευρύ άξονα της διαχρονίας, ξεκινώντας από το παρόν της
κατακτημένης εθνικής αυτοσυνειδησίας με σκοπό την βαθμιαία καταβύθιση στο
μυθολογικό παρελθόν.
Η μείξη μυθολογημάτων και
νεότερων ιστοριογραφικών δεδομένων αποτελεί εγγενές στοιχείο της συγκρότησης
της αφήγησης των Μολδοβαλαχικών από τεχνικής πλευράς. Ως εκ τούτου,
μέλημα του συγγραφέα δεν είναι να αρχειοθετήσει μέσα από ένα αυστηρό
επιστημονικό πρίσμα την εγγύς ή πιο μακρινή πολιτισμική δραστηριότητα των
Ρουμάνων στη γεωγραφική τους περιοχή, αλλά επιστρατεύοντας τα πορίσματα της
επιτόπιας έρευνάς του να ενισχύσει τις εντυπώσεις που του γεννούσαν οι
«συγκεχυμένοι θρύλοι» κατά την περιδιάβασή του, θυμίζοντας ένα χαρακτηριστικό
γνώρισμα της ρομαντικής ιστοριογραφίας του 19ου αι., ένα είδος
διάθλασης της επιστημονικής τεκμηρίωσης από το ποιητικό δαιμόνιο του
συγγραφέα και τις ερμηνείες των «αισθήσεων» (ΜτΜ, σ. 40).
Όσο και αν ο ίδιος
διατείνεται πως αρχικός σκοπός του ήταν να εξιστορήσει «νοσταλγίες» και
«οράματα» (ΜτΜ,, σ. 10), στην
πραγματικότητα το κείμενό του δεν υπολείπεται μιας θεμελιώδους στρατηγικής. Ήδη
στο πρώτο άρθρο συνοψίζει την τριπλή του σκόπευση: α) ανάδειξη της φυσικής
πολυτέλειας που διαθέτει η περιοχή, β) υπογράμμιση του πολυπολιτισμικού
κράματος που συνετέλεσε στη γένεση της ρουμανικής φυλής, και γ) επιβεβαίωση των
συνεκτικών δεσμών που συνέχουν Ελλάδα και Ρουμανία μέσα από την επαναφορά της
βυζαντινής ιστορικής συνθήκης και της ιδέας της αυτοκρατορικής
οικουμενικότητας, η οποία ισχυροποιούσε μια κρίσιμη πεποίθηση του Παπατσώνη:
την απορρόφηση της εθνοτικής –τόσο της ρουμανικής όσο και της ελληνικής- από
την θρησκευτική ταυτότητα.
Ο κατάφορτος πολλές φορές
ρομαντικός λυρισμός που διαπνέει την παπατσωνική αφήγηση εκκινεί από την
πλεονάζουσα αφοσίωση στο ζήτημα της επανανακάλυψης της φυσικής ζωής. Η σύγκριση
μεταξύ φύσης και πολιτισμού αποβαίνει επιζήμια για τον δεύτερο πόλο, ο οποίος απειλεί
να αναισθητοποιήσει τις ρομαντικές προϋποθέσεις του κοινωνικού συμβολαίου. Το
διακύβευμα για τον ποιητή είναι η σχεδόν ερωτικής μέθης επαφή με τον φυσικό
πλούτο, τον οποίο ο σαρωτικός τυφώνας του δυτικού εκπολιτισμού κινδύνευε να
αφανίσει. Η Ρουμανία καθίσταται ένα συλλογικό παράδειγμα χώρας, όπου τείνει να
κυριαρχήσει η «τερατώδη[ς] ομοιομορφία του μοντερνισμού» (ΜτΜ, σ. 77). Η πρόκριση της
λαϊκής παράδοσης ως του μόνου αντίδοτου για την αποκάθαρση της «ρουμανικής
ψυχής» από τα ακραία φαινόμενα του «υπερμοδερνισμού» (ΜτΜ,
σ. 110)
είναι μια πρόταση που σχετίζεται με τη νευραλγικής σημασίας επιθυμία του να
θέσει τη θρησκεία σε δορυφορική τροχιά γύρω από τον άξονα των πολιτισμικών
αναγνώσεων ενός έθνους, αν όχι να καταστήσει τον χριστιανισμό πυρήνα της
εθνικής αυτεπίγνωσης.
Αναφορικά με τη
δημιουργία και ανάπτυξη του ιστορικοφυλετικού αμαλγάματος της Ρουμανίας, αξίζει
να παρακολουθήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτό συστήνεται στο τετραπλό
γεωχρονικό σύστημα του Παπατσώνη, στο οποίο πρωταγωνιστεί το ελληνικό στοιχείο.
Έτσι, όσον αφορά τα δύο αρχέγονα χαρακτηριστικά της γεωφυλετικής ιδιοσυστασίας
της Ρουμανίας, από την μία, η Μαύρη Θάλασσα αποτελεί την εκβολή του
«Μεσογειακού Αιγαίου» στα βορειότερα τμήματα της ΝΑ Ευρώπης, χαρίζοντας στην
περιοχή αέρα «πολιτισμού», ενώ οι επιδρομές των νομαδικών φυλών των Σκύθων
συμπληρώνουν την άλλη όψη, την πιο «βάρβαρη». Το φυλετικό μωσαϊκό με τις
ετερογενείς διαβάσεις και τις πλούσιες επιμιξίες ολοκληρώνεται μέσα από τους
δύο αρχαίους μυθολογικούς κύκλους –Τρωικό και Αργοναυτικό- πυλώνες της
ελληνιστικής αποικιοποίησης της περιοχής (Μεγαρείς, Ίωνες, Μιλήσιοι, Μακεδόνες)
για να καταλήξει στην κεφαλαιώδους σημασίας ένταξη της τελευταίας στην
Βυζαντινή Ιστορία, κατά την οποία επικράτησε η ελληνική παιδεία και κουλτούρα
στην έκταση της θεοκρατικής Ανατολικής Αυτοκρατορίας (βλ. ΜτΜ,, σ.
32-38).
Το παπατσωνικό βλέμμα
περιεργάστηκε κατά την τριακονταπενθήμερη περιήγηση στο Βουκουρέστι πληθώρα
πολιτιστικών μνημείων. Ωστόσο, ένα ήταν εκείνο που στιγμάτισε τον πυρήνα των
ιδεολογικο-ιστορικών στοχασμών του ποιητή. Η μονή Βακαρέστι φαίνεται πως
γοήτευσε δραστικά τον Παπατσώνη, τόσο ώστε να αφιερώσει για την περιγραφή της
εννέα από τα τριάντα άρθρα του τόμου. Οι υλικές εκφάνσεις του Βυζαντίου που
διέσωζε το μοναστήρι, το οποίο το 1939 πλέον εξυπηρετούσε ιδρυματικές ανάγκες,
σηματοδοτούν την μετάβαση από τις εγκόσμιες στις θεοκρατικές εξακτινώσεις της
ταξιδιωτικής εμπειρίας. Το μοναστικό κτίριο, που ίδρυσε ο Νικόλαος
Μαυροκορδάτος, με την πλούσια βυζαντινή παράδοση που διέσωζε προκαλεί το
ενδιαφέρον του Παπατσώνη. Τα σημεία κράσης των διάφορων εθνικών παραδόσεων μέσα
στον δημιουργικό μετασχηματισμό της θρησκευτικής τέχνης, όπως για παράδειγμα η
περίφημη «κολώνα των Καρπαθίων», επιφανές δείγμα ανάμειξης σπερμάτων της
ελληνικής παιδείας με στοιχεία της αυτόχθονης ρουμανικής παράδοσης, αντανακλούν
μια Ορθόδοξη παράδοση, όπου η πολιτισμική πολυφωνία συναντά την εκκλησιαστική
αισθητική. Ελληνισμός και σλαυισμός συγκερνώνται μέσα στο πλέγμα της
χριστιανικής ενοποίησης.
Αναμφισβήτητα,
το ρομαντικής εφεύρεσης αφήγημα που ο ποιητής άρθρωσε άπτεται της επιτακτικής
ανάγκης για κατοχύρωση της αδιάσπαστης εθνικής συνοχής. Το ότι, όμως, για την
περάτωσή της προσφεύγει εκτός των γεωγραφικών συνόρων αντικατοπτρίζει την
επιμονή του να εξιδανικεύσει τις χριστιανικές της διακλαδώσεις. Η ασθενική
αφοσίωση που επιδεικνύει στο εθνικό περιβάλλον, και η ανάδειξη της θρησκευτικής
ταυτότητας ως το κρίσιμο ενωτικό στοιχείο μεγάλων γεωγραφικών περιφερειών, πέρα
από ανθρώπινες μνησικακίες και διχοστασίες, αρτιώνουν το χριστιανικό
κοσμοείδωλο, επενδύοντάς το με υπερ-εθνικές δυνάμεις, ικανές να εγγυηθούν την
ειρηνική συνύπαρξη μιας παν-βαλκανικής κοινότητας, μιας «νέα[ς] ενότητα[ς] του
Αίμου και του Δουνάβεως, οπότε Αιγαιοπελαγίτικοι και Μαυροθαλασσίτικοι
πολιτισμοί θα ξεπηδήσουν ωραίοι και συγχρονισμένοι» (ΜτΜ, σ. 188). Βέβαια, η
«ευχή» του διαψεύστηκε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ύστερα από την σφοδρή
επέλαση του ναζισμού και την μεταπολεμική επικράτηση του κομμουνισμού στην
περιοχή, πλήττοντας το μάλλον αισθητικό του όραμα μέσω του οποίου νοσταλγούσε
την ανασυγκρότηση του βυζαντινού πολιτισμού. Η ακροτελεύτια πρόταση του
βιβλίου, προσθήκη στην έκδοση του 1965, είναι χαρακτηριστική της απογοήτευσής
του: «Κόψαν τα νήματα που ξέραμε οι Μοίρες ή οι Ερινύες και τώρα γνέθονται άλλα
νήματα, για τα οποία είμαστε απροετοίμαστοι και απομένουμε ξένοι κ’ ερημικοί
στα τέρματα μιας ζωής που δεν παύσαμε ωστόσο να την αισθανόμαστε ωραία». (ΜτΜ,
σ. 189).
Ο Βασίλης Μακρυδήμας είναι υποψήφιος διδάκτωρ
Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Παν/μιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου