26/6/17

Ο φιλόσοφος Κώστας Παπαϊωάννου

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Επιστρέφω ορισμένες δεκαετίες πίσω και θα μείνω, αυτή τη φορά, μόνον σε έναν εκπρόσωπό της ελληνικής διανόησης που σταδιοδρόμησε στη γαλλική πρωτεύουσα. Ο Κώστας Στρ. Παπαϊωάννου (Βόλος 1925 – Παρίσι 1981) μετείχε στην Εθνική Αντίσταση, αφού είχαν ξυπνήσει ήδη τα θεωρητικά του ενδιαφέροντα για την αρχαία ελληνική σκέψη με ερεθίσματα που δέχθηκε από τα συναφή έργα του Κ. Τσάτσου και του Κ. Δεσποτόπουλου. Στους κόλπους των σοσιαλιστών του ΕΑΜ, που μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας συγκροτούν το «Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας» (με Πρόεδρο τον Αλ. Σβώλο και Γραμματέα τον Ηλ. Τσιριμώκο), ο Παπαϊωάννου παρακολουθεί το μετέωρο βήμα του εγχώριου σοσιαλιστικού κινήματος και συμβάλλει στην αποσαφήνιση των θεωρητικών του επιλογών. Με το ψευδώνυμο Αλ. Πήλιος δημοσιεύει στη Σοσιαλιστική Επιθεώρηση («Η κρίση του επαναστατικού σοσιαλισμού», Α΄, 1945/1946, 110 - 119 και «Νευραλγικά προβλήματα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού στην Άπω Ανατολή», Α΄, 180-186) τις εκτιμήσεις του για την κομμουνιστική Αριστερά που μετέχει στο μοίρασμα του κόσμου και διευκρινίζει ότι η «Λαοκρατία» δε συνιστά «populisme», αλλά ανάδειξη της εργατικής τάξης σε ηγετική δύναμη κατά τη διαδικασία της «Κοινωνικής Αλλαγής», με αρχικό σταθμό την «Ενωμένη Σοσιαλιστική Ευρώπη» που θα αποπέμψει από την πρακτική της το «δαίμονα του ρεφορμισμού».

Ως υπότροφος του γαλλικού κράτους καταφεύγει, το Δεκέμβριο του 1945, στο Παρίσι, με το πλοίο «Ματαρόα» έως τον Τάραντα της Ιταλίας, μαζί με τους Νίκο Σβορώνο, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κώστα Αξελό, Μιμίκα Κρανάκη, Μάτση Χατζηλαζάρου κ.ά. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα ωριμάσουν, χωρίς να έχει κοπεί ποτέ ο ομφάλιος λώρος με τα πάτρια δρώμενα, οι διανοούμενοι αυτοί με διαφορετικό στίγμα ο καθένας μέσα στο χάρτη της κίνησης των ιδεών και με συγγραφικό έργο, οι κυριότεροι, που κέρδισε επάξια τη διεθνή αναγνώριση. Ο Παπαϊωάννου θα σπουδάσει κοντά στον A. Aron και θα σταδιοδρομήσει (από το 1963) ώς attaché de recherché (CNRS) και ώς chargé de cours της Κοινωνιολογίας και της Φιλοσοφίας, κυρίως στην École Pratique (από το 1971).
Στο «νεαρό» Marx και στον Hegel επιστρέφει ο Παπαϊωάννου για την αναθεμελίωση της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας. Αξιοποιεί, ειδικότερα, τη «διαλεκτική κυρίου και δούλου» (επισημαίνοντας ότι σ’ αυτή τη συνάφεια ο «κύριος» εκφράζει το «προκαπιταλιστικό παρελθόν» και αντίστοιχα ο «δούλος» τη δυνατότητα ενός «αβέβαιου μέλλοντος») για να δείξει ότι η μαρξιστική αντιμετώπιση της πάλης των τάξεων «υπερίπταται της ιστορίας», εφόσον κατά το Marx η καταπιεζόμενη τάξη ταυτίζεται με τον δημιουργό των «επαναστατικών μεταμορφώσεων της κοινωνίας» ή τις διαδοχικές «Aufhebungen» της ιστορίας της. Αν η αντίθεση φεουδαρχών και δουλοπαροίκων ξεπεράστηκε από την «επέμβαση μιας τρίτης δύναμης», της αστικής τάξης, τότε το «μανιχαϊκό» σχήμα της πάλης των τάξεων εγκλείει τον παραλογισμό να ζητηθεί η «εξαφάνιση της ιστορίας». Η απαρίθμηση των ταξικών αντιθέσεων του παρελθόντος νοείται ως «μυθική - γενεαλογική» εισαγωγή στο κύριο αντικείμενο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, δηλαδή στη σύγκρουση των αστών και των προλεταρίων, και επομένως ως «ανακεφαλαίωση και κάθαρση» όλων των προηγούμενων ανταγωνισμών. Η έκθεση αυτή ωστόσο διαπνέεται από μία «δυσοίωνη» προοπτική για την έκβαση αυτής της σύγκρουσης, στο βαθμό που η «ιστορική αποτελεσματικότητα» των σημερινών κινημάτων φαίνεται «αντιστρόφως ανάλογη» προς την πραγματική συμμετοχή της εργατικής τάξης στον επαναστατικό αγώνα.
Με την ίδια αφόρμηση ο Παπαϊωάνου προσεγγίζει την «κρίση» του μαρξισμού για να εξακριβώσει αν υπάρχει διαζύγιο ανάμεσα στην «προλεταριακή ιδεολογία» και το κοινωνικό καθεστώς που την επικαλείται, διχάζοντας τη συνείδηση των μαρξιστών σε κριτικούς του καπιταλισμού και σε «αφελείς κομφορμιστές» σε σχέση με τη «σοσιαλιστική πραγματικότητα». Αν η χεγκελιανή διαλεκτική κατανοήθηκε από τον Marx ως η «εσωτερική λογική της καπιταλιστικής εξέλιξης», «δηλαδή ως μέσο για τη διατύπωση των ανταγωνιστικών σχέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο ίδιος πάλι θα αναγορεύσει το προλεταριάτο σε ιστορικό φορέα της «αρνητικότητας» που διέπει την καπιταλιστική κοινωνία, εφόσον η διπλή του φύση το καθιστά αντικείμενο εκμετάλλευσης και συνάμα υποκείμενο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ο Hegel βέβαια εντοπίζει την κοινή ρίζα του κράτους και της εκκλησίας, ως «μεσολαβητικών δυνάμεων» ανάμεσα στον άνθρωπο και την ελευθερία  ή το Απόλυτο, στη «δυστυχισμένη συνείδηση» που αντιλαμβάνεται την απουσία «ουσιαστικότητας» από τον πραγματικό ανθρώπινο κόσμο». Ο Marx όμως απομυθεύει τις δύο αυτές όψεις της «αυτοαποξένωσης» του ανθρώπου για να αποφανθεί, ότι η δημοκρατία συνιστά την «άρνηση της κρατικής αυτοαποξένωσης» μέσα στην ίδια της τη σφαίρα, δηλαδή τη διαμόρφωση ενός πλήρους εκδημοκρατισμού των κοινωνικών σχέσεων. Απ’ αυτήν την άποψη ο «σταλινισμός», ως «παιδική αρρώστια» της γραφειοκρατίας που τείνει να αποκτήσει την «κανονική» της φυσιογνωμία μπορεί να εκληφθεί ως «παθολογική» της χεγκελιανής ιδέας περί της «ανυψωμένης πάνω από τις τάξεις γραφειοκρατικής ιεραρχίας» και με κανέναν τρόπο το «ολοκληρωτικό κράτος» δεν απηχεί τη μαρξική προσέγγιση της κρατικής εξουσίας.
Στη γένεση του σοβιετικού «ολοκληρωτισμού» ο Παπαϊωάννου αφιέρωσε ειδική πραγματεία. Με αναλυτικό τρόπο διερευνά το χαρακτήρα της επανάστασης στις προκαπιταλιστικές χώρες, όπως η Ρωσία, εκθέτει κριτικά τις συναφείς εκτιμήσεις του Λένιν (καθώς και του Τρότσκι, χωρίς να αποφεύγει το ερώτημα για την ορθότητα του θεωρήματος της «διαρκούς επανάστασης») για το μπολσεβικικό κόμμα και προσδιορίζει τις κοινωνικές δυνάμεις που έκαναν εφικτή την επικράτησή του και τη μετατροπή της σοβιετικής κοινωνίας σε «ολοκληρωτικό κράτος».  Υιοθετούσε τη συλλογιστική του R. Michels για τη μεταμόρφωση των φορέων της πολιτικής εξουσίας σε άρχουσα κοινωνική τάξη μέσω της γραφειοκρατικοποίησης των παραγωγικών σχέσεων στο εσωτερικό του κρατικοποιημένου τομέα της οικονομίας. Συναφώς απορρίπτεται ως αποκλειστικά «οικονομική» ερμηνεία της γραφειοκρατίας η πρόταση της «managerial revolution» του Burnham και των συνεχιστών του (π.χ. του Chaulieu) που εκλαμβάνουν την κρατική συγκέντρωση του κεφαλαίου ως αιτία και όχι ως αποτέλεσμα της ανόδου της γραφειοκρατίας στην εξουσία, με συνέπεια να οδηγούνται στον παραλογισμό να αντιμετωπίζουν το γυιό ως γεννήτορα του πατέρα του, να ολισθαίνουν δηλαδή στην τακτική που καταλόγιζε ο Marx στη χεγκελιανή φιλοσοφία της ιστορίας.
Ο Παπαϊωάννου με τις συνεχείς συσχετίσεις του («νεαρού» κυρίως) Marx και του Hegel και τις διακριβώσεις των αντιθέσεων ανάμεσα στον πρώτο και τους «μαρξιστές» επιγόνους επιχειρούσε να συλλάβει, με την εξαντλητική προσφυγή στην κοινωνική και πολιτική ιστορία και τη σύστοιχη ανασυγκρότηση των θεωρητικών της προσεγγίσεων, τη διεργασία της γένεσης και της εδραίωσης της «idéologie froide». Μέσα μάλιστα από τα τρομακτικά μορφώματα της τελευταίας αναζητούσε την κρυμμένη ή «απαγορευμένη» δίοδο προς τα σπαράγματα της μαρξικής «κριτικής της ιδεολογίας», πληρώνοντας ωστόσο το τίμημα να εγκλωβίζεται περισσότερο στην άρνηση της «πραγματικότητας» του μαρξισμού και στην καταδίκη των «περιπετειών» της διαλεκτικής παρά να συμβάλει στην αναζωογόνηση της επαναστατικής μεθόδου των εισηγητών του. Σε κάθε περίπτωση τα νεανικά ενδιαφέροντα του Παπαϊωάννου για την αρχαία σκέψη και τον «κόσμο» της θα αποκτούν διαδοχικές προσπελάσεις εμβάθυνσης και ιδίως συνεπαφής με τη νεώτερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία.
Μια περαιτέρω εμβάθυνση στο έργο του Κ. Παπαϊωάννου, για παράδειγμα με σημείο αναφοράς τον «πολιτικό άνθρωπο», μπορεί να σταθεί στο τρίπτυχο: «αρχαία ελληνική δημοκρατία», «αφύπνιση των μαζών κατά τη νεωτερικότητα» και «κριτική στη σύγχρονη χειραγώγηση». Τούτο προσφέρει με πληρότητα η διδακτορική διατριβή της Παναγιώτας Φ. Βάσση, Ο «πολιτικός άνθρωπος» στο έργο του Κ. Παπαϊωάννου (Αθήνα 2015).

Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: