ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Η μεταπολεμική εποχή
χαρακτηρίσθηκε από ενσωματωτικό προσανατολισμό, αφού είχε κατανοήσει ότι για τη
συνεχή βελτίωση και αριστοποίηση επιδόσεων της κοινωνίας, απαιτείται η συμμετοχή
και σύμπραξη του συνόλου των πολιτών. Δεν ήταν μόνον αυτό που ονομάσθηκε «κράτος
ευημερίας», αλλά στη συνέχεια ήταν επίσης το όραμα της Μεγάλης Κοινωνίας (Big
Society), των Αμερικανών προέδρων Κένεντι και Τζόνσον από τις αρχές
της δεκαετίας του 1960. Είχε επιτέλους γίνει δεκτό ότι οι κοινωνικοί αποκλεισμοί
και η τιμωρητική πολιτική έναντι των αποτυχημένων, αντί να τους «αναμορφώνουν»,
αποφέρουν για την κοινωνία μεγαλύτερο κόστος από ό,τι όφελος. Άλλωστε, οι εξεγέρσεις
των νέων στη δεκαετία του 1960, περισσότερο από τους κοινωνικούς αποκλεισμούς,
την ικανότητα της κοινωνίας να ενσωματώνει είχαν καταγγείλει. Για τους νέους
του 1960-1970, μεγαλύτερο σκάνδαλο ήταν η ενσωμάτωση των ανθρώπων μέσω του
καταναλωτισμού και της «άλωσης των ψυχών», παρά η καθήλωσή τους στα κοινωνικά
περιθώρια. Κατά μία έννοια, η ζωή στο περιθώριο της κοινωνίας είχε
«εξιδανικευθεί», αφού μάλιστα είχε γίνει της μόδας ο κοινωνικός αναχωρητισμός
και η ζωή των νέων σε κοινότητες μακράν της κοινωνίας. Από το Σαν Ντιέγκο της
Καλιφόρνιας, ο Αμερικανός θεωρητικός Χέρμπερτ Μαρκούζε εξέπεμπε το σήμα ότι οι
κοινωνίες της εποχής εκείνης είχαν φθάσει σε τέτοια απελπισία, με την αλλοτρίωση
των ανθρώπων μέσω της «υπερενσωμάτωσης», ώστε «μοναδική ελπίδα της ήταν πλέον
από αυτούς που δεν είχαν καμιά ελπίδα, τους περιθωριακούς».
Στη νεότερη φάση, με
την άνοδο της Θάτσερ στη Βρετανία (1979) και του Ρέιγκαν στις ΗΠΑ (1981), το
ενσωματωτικό όραμα στιγματίσθηκε με πρόσχημα ότι εξασφάλιζε και ενεθάρρυνε τους
κοινωνικά αδύναμους να παραμένουν στην αδυναμία τους και τους παρασιτικούς στον
παρασιτισμό τους, εις βάρος των κοινωνικά τακτοποιημένων και παραγωγικών
πολιτών. Η αντίληψη ότι η ποιότητα και οι επιδόσεις κάθε κοινωνίας προσδιορίζονται
από τον τρόπο με τον οποίο αυτή διαχειρίζεται τους κοινωνικά αδύναμους πληθυσμούς
θεωρήθηκε «ξεπερασμένη» και απορρίφθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στη
θέση της αναπτύχθηκε η πολιτική φιλοσοφία σύμφωνα με την οποία σε κάθε εγχείρημα
υπάρχουν μοιραία και αναπόφευκτα οι «κερδισμένοι» και οι «χαμένοι», με έμφαση
στο ότι οι τελευταίοι φέρουν οι ίδιοι την ευθύνη για την αποτυχία τους και την
απόρριψή τους στα κοινωνικά περιθώρια. Η ίδια η έννοια της «κοινωνίας» διαβλήθηκε
ως καθαρή φαντασίωση των κοινωνιολόγων και οι εξουσίες, αντί να κήδονται για τη
συνοχή της, άρχισαν με νοσηρή ευχαρίστηση να επιδίδονται στην αποδόμησή της,
παρασιωπώντας όμως ότι από την κοινωνική συνοχή και την ενσωμάτωση ακόμη και
όσων εκβράζονται στα περιθώρια της κοινωνίας, η άρχουσα τάξη επωφελείται περισσότερο
από όλες τις άλλες.
Η κοινωνική μέριμνα
για τους φτωχούς και αδύναμους αντικαταστάθηκε από την αποθέωση της μονόπλευρης
ατομικής επιτυχίας για ορισμένους, ακόμη και αν αυτό θα προϋπέθετε τον κοινωνικό
αποκλεισμό των υπόλοιπων και ακόμη περισσότερων στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Η αντικοινωνική στροφή καλύφθηκε με τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», που έλαβε
κεντρική θέση στο ιδεολογικό στερέωμα των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών. Αυτή
ήταν η νέα ιδεολογία που κάλυπτε το πρόσωπό της πίσω από την αυθαίρετη διαβεβαίωση
του «τέλους όλων των ιδεολογιών». Φυσικά, ούτε κι αυτό ήταν πρωτότυπο, αφού
στην ιστορία κάθε εποχή έχει την τάση να φαντάζεται για τον εαυτό της ότι όλες
οι προηγούμενες ζούσαν μέσα σε ιδεοληψίες και ότι μόνον η εκάστοτε παρούσα
είναι ρεαλιστική και πραγματιστική (Μαρξ).
Ωστόσο, σήμερα πλέον
ακόμη και οι πρωτεργάτες του εγχειρήματος της «παγκοσμιοποίησης»
συνειδητοποιούν ότι το κόστος του καταλήγει ασύγκριτα μεγαλύτερο από τα οφέλη
του. Η επιλογή της αποξένωσε τις κοινωνίες από την πολιτική, δυσφήμησε στην
κοινωνία τις διεθνοποιημένες και κοσμοπολίτικες ελίτ της εξουσίας, με συνέπεια
για τους απλούς πολίτες να εξωθούνται σήμερα στην απόγνωση και στις πιο
παράλογες επιλογές. Ο κόσμος αποβαίνει πλέον όλο και περισσότερο ακραία ακατανόητος
από αντίδραση στις πιο ακραίες και ακατανόητες επιλογές που έχουν επικρατήσει
από το πρόσφατο παρελθόν και εμμένουν μέχρι και σήμερα στη διαχείριση των
κοινών, χωρίς όμως πλέον την παραμικρή ορατότητα για το μέλλον. Η σύγχυση των
από πάνω τροφοδοτεί τη σύγχυση των από κάτω. Στα σκοτεινά προχωρεί σήμερα η
ανθρωπότητα και αυτό δεν ήταν αναγκαίο, μικρές μειονότητες θυσιάζουν τις μεγάλες
πλειονότητες ανίσχυρων πολιτών, χωρίς αυτό να είναι διόλου αναγκαίο, αλλά ούτε
και να αποφέρει κατ’ ανάγκην συγκεκριμένα οφέλη στους θύτες, αφού η πραγματικότητα
διαψεύδει τις προσδοκίες τους.
Αντί να μειώνονται και
να τίθενται υπό έλεγχο οι εστίες αντιπαραθέσεων και ανταγωνισμών στον σύγχρονο
κόσμο, αντίθετα πολλαπλασιάζονται, εντείνονται και βαθαίνουν, σε σημείο που τα
αιτήματα για «ασφάλεια» στην εποχή μας ξεπερνούν σε ένταση και αγωνία όλα τα άλλα,
είτε πολιτικά και οικονομικά είτε κοινωνικά και πολιτισμικά. Ο κόσμος αποβαίνει
σήμερα όλο και πιο αβέβαιος και ανασφαλής, με αύξουσα απώλεια αυτοπεποίθησης
και κάθε σημείου αναφοράς για όλους, και με σαρωτικές επιπτώσεις στα υπόλοιπα
πεδία: της οικονομίας, της κοινωνίας, του πολιτισμού. Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν
διόλου αναμενόμενη, αυτονόητη, υποχρεωτική, αλλά ούτε και ιδιαίτερα επωφελής
για κανέναν. Απλά, προκύπτει ως συνέπεια από το έλλειμμα προοπτικής, την αμηχανία
και τη μισαλλοδοξία των ελίτ της εξουσίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Το γενικότερο
συναίσθημα βαθύτατου αδιεξόδου και βαθιάς αβεβαιότητας ακόμη και για το μέλλον
σε όλα τα πεδία δεν έχει πέσει από τον ουρανό, αλλά αποτελεί μοιραία συνέπεια
και προϊόν των επιλογών της περιόδου που προηγήθηκε.
Όσο υποβαθμίζεται η
συνολική εικόνα του κόσμου, όσο φρικιαστικότερη αποβαίνει, όσο τα παγκόσμια
προβλήματα ανάγονται σε ατομικά, τοπικά και περιφερειακά, τόσο περισσότερο
πυροδοτείται και επισπεύδεται η εποχή των ανώφελων, όπως και κατά το παρελθόν,
ανταγωνισμών και συγκρούσεων σε όλα τα πεδία και επίπεδα. Επισπεύδεται η στιγμή
της μετωπικής σύγκρουσης όλων των τρένων από κάθε προέλευση και με κάθε
προορισμό. Η αδιέξοδη και ολέθρια διαδρομή δεν ήταν απαραίτητη ούτε
απαράκαμπτη, αλλά με την επικρατούσα ἀγνοια κινδύνου, με την αβάστακτη ελαφρότητα
των κυρίαρχων επιλογών και των πεισματικών αντιδράσεων σε αυτές μπορεί στις μέρες
μας να επανεμφανίζεται, ενώ θα όφειλε να έχει εξ ορισμού αποκλεισθεί με βάση
τις οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος.
Νίκος Νικολάου, Καθιστή μορφή, 1948-1949, μελάνι σε
χαρτόνι, 25 x
17
εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου