ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ
Έργο του Μανώλη Μπαμπούση από την έκθεσή με τίτλο Something stupid |
AΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ, Φτιάχνοντάς τα με τον
Βαλερύ, Κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 37
Φαίνεται
πως στα ζάρια / με τον θάνατο / τέθηκε θέμα θυσίας. / Δεν θα μάθω / τι
συμφώνησα, / δεν θα μπορούσα / να θυμάμαι. / Πάντως είναι ευχάριστο / ότι τα
πρώτα κρύα / δεν με πιάνουν. / Παιδί
θερμοκοιτίδας, / θερμής κοιτίδας, / κέρδισα λίγη ζέστη, / μια επιμονή /
να φορώ τον αέρα / γύρω μου, / να τον κάνω φίλο / και να είναι η πόλη / το σπίτι
μου με τα άκτιστα / όνειρα. / Η ανθρώπινη κατάσταση / αυτοπροσώπως. («Θερμή
κοιτίδα»)
Η ποίηση της Αντιγόνης Κατσαδήμα
γράφεται σε μία περίοδο κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών τεκταινομένων και
ανθρωπολογικών μεταβολών. Επειδή μάλιστα η δημιουργός ανήκει στη νέα γενιά
καλλιτεχνών, η οποία επηρεάζεται δραματικότερα από τα προηγούμενα, οι συνθέσεις
της συναριθμούνται στα μεταβατικά ίσως και μεταιχμιακά γεγονότα. Στη συλλογή
της Φτιάχνοντάς τα με τον Βαλερύ συναντώνται συνεπώς στοιχεία, τα οποία
εντάσσονται σε μία ενδιάμεση φάση διεργασιών, οι οποίες κατευθύνουν προς μία
προσεχή μορφή τέχνης. Τα σπουδαιότερα από τα στοιχεία είναι τρία: Το πρώτο
μπορεί να ονομαστεί «παροντικότητα». Πρόκειται για την οξεία και συγκρητιστική
εγγραφή της άμεσης πραγματικότητας και της αυτοβιογραφίας, πρακτική η οποία
έχει τις καταβολές της στη δριμύτητα και την πυκνότητα του εξπρεσιονισμού. Η
σφοδρή σύμφυρση των πραγμάτων και των αναμνήσεων επιβάλλει την παροντική
διάρκεια των πρώτων στις δεύτερες. Έτσι η νοσταλγία, η οποία δεσπόζει στη
συλλογή, αποφορτίζεται σε μεγάλο βαθμό και, αντί να αποτελεί εξατομικεύουσα
αναδίπλωση, λειτουργεί περισσότερο ως εξωστρεφής ροπή και ενεργός σχέση. Το
δεύτερο στοιχείο συνδέεται με τις ανθρωπολογικές αλλαγές από τις οποίες
συνοδεύεται η χρήση του διαδικτύου και ειδικότερα η εκμετάλλευση των
δυνατοτήτων του υπερκειμένου.
Η Αντιγόνη συγκαταλέγεται στους πρόδρομους
λογοτέχνες οι οποίοι μετατρέπουν τη γραφή σε γραμμική προβολή της
υπερκειμενικής μη γραμμικότητας. Μάλιστα, τα ονόματα των καλλιτεχνών και οι
τίτλοι των έργων που εντοπίζονται στα ποιήματά της αντιστοιχούν στους
διαδικτυακούς συνδέσμους (links).
Tο τρίτο, τέλος,
στοιχείο διαμορφώνεται από τον αποχαρακτηρισμό της γλώσσας, μέσω της απεμπλοκής
των λέξεων και των φράσεων από τα συνήθη συμφραζόμενά τους και από το σύνηθες
σημασιολογικό τους απόθεμα, με συνέπεια τη ρήξη της συνέχειας, την αναχαίτιση
της αναφορικότητας και τη μετάβαση του λόγου σε μία ουδέτερη κατάσταση. Αυτή η
ουδετερότητα, η οποία προέρχεται από τις ανταποκρίσεις των μεταϋπερρεαλιστών με
τον γλωσσοκεντρισμό, συνιστά το εγχείρημα μίας προσωπικής έκφρασης, επειδή
αίρονται σε ικανό ποσοστό οι συνδέσεις με τους άλλους λόγους, και μίας,
ταυτοχρόνως, δυνητικά πληθυντικής ομιλίας, καθώς η ουδετερότητα επιτρέπει στην
έκφραση να υφίσταται ως ιδιόλεκτος μόνο στον ελάχιστο βαθμό.
Τα περισσότερα ποιήματα της
συλλογής, όπως η «Θερμή κοιτίδα» που παρατίθεται στην αρχή, έχουν εξαιρετικά
βραχείς στίχους, ώστε συναπαρτίζουν μία κατηγορία, η οποία μπορεί να
προσεγγιστεί μέσω της ανάλυσης συνεχούς λόγου (discourse analysis) και ειδικότερα της γνωστικής θεωρίας
του Wallace Chafe.
Σύμφωνα με αυτόν η συνείδηση αποτελεί μία ροή που εκτείνεται στον χρόνο. Η ροή
δεν είναι εξακολουθητική, αλλά συνιστά σειρά από διαφορετικές «εστίες
συνείδησης» (foci
of consciousness), από τμήματα δηλαδή εμπειρίας, τα
οποία αντικαθίστανται σε κάθε νέα στιγμή του παρόντος και αντανακλώνται στην
επίσης κατατετμημένη φύση του λόγου. Ο Chafe ονομάζει «ενότητες επιτονισμού» (intonation units) τα γλωσσικά αντίστοιχα των εστιών
συνείδησης. Πρόκειται συνήθως για φράσεις από λίγες λέξεις, που μπορεί να
χωρίζονται η μία από την άλλη και με παύσεις, αλλά διακρίνονται οπωσδήποτε με
βάση την προσωδία τους (Discourse,
Consciousness, and Time: The Flow and Displacement of Conscious Experience in Speech and Writing, Chicago 1994, 56-61). Στο ποίημα «Θερμή
κοιτίδα» λοιπόν, καθώς και στα υπόλοιπα όσα ανήκουν στην ίδια μορφική
κατηγορία, η Αντιγόνη εργάζεται ξεκινώντας από τη γνωστική θέση ότι η εμπειρία
τέμνεται σε κβάντα παρόντος και αντιστοιχεί σε σειρά από συνοπτικές ενότητες
λόγου, εκ των οποίων η καθεμία χαρακτηρίζεται από τη δική της αυξομειούμενη
κύμανση της φωνής. Εκτός όμως του γεγονότος ότι η διαδοχή των φράσεων και των
λέξεων στη συγκεκριμένη σύνθεση παραπέμπει στην αφετηρία τους στη συνείδηση, οι
ίδιες μαζί με τον τίτλο αναφέρονται στην προσυνειδησιακή κοιτίδα. Στο ποίημα
δηλαδή συντελούνται συγχρόνως μία επιστροφή στην αρχή της ομιλίας και μία
απόπειρα επανόδου στην προγλωσσική κατάσταση, η οποία παραμένει απόπειρα,
επειδή ματαιώνεται από τη λεκτική διατύπωσή της. Συνεπώς, «Η ανθρώπινη κατάσταση»,
στον προτελευταίο στίχο, περιγράφεται ως η καταφυγή στην ονειρική εμπειρία ενός
αναπόδοτου παραδείσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου