2/4/17

Η ελευθερία είναι πάντα ματωμένη

Μια αναφορά στον Διονύσιο Σολωμό

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ένας επικίνδυνος ξένος τριγυρίζει στα θεμέλια της νεοελληνικής ζωής. Ακατανόητη θα έμοιαζε για πολλούς, ή εν πάση περιπτώσει υπερβολική, η απόφανση πως αυτός ο ξένος είναι ο κορυφαίος ποιητής του νεοελληνισμού, ο Διονύσιος Σολωμός. Ποιητής που αγνοείται ως προς την βαθύτερη ουσία του αφού η μνήμη του τιμάται μάλλον κατά συνθήκην αφού οι Έλληνες στέκονται πια μακριά από τον σολωμικό κόσμο και αντιδρούν στη σχολική, επιφανειακή διδασκαλία του και στις μεγαλόστομες χρήσεις επιδιδόμενοι σε μεταμοντέρνες ασκήσεις παρανάγνωσης. Κατ’ ουσίαν, ο Σολωμός ως ιδανικός εγκάτοικος της πολιτείας την οποία οραματίσθηκαν οι πρόγονοί μας το 1821 (επιτρέπεται, φαντάζομαι, να το λέμε ακόμη αυτό – διάολε, έξι γενιές μας χωρίζουν) και μέτρο της πνευματικής μας ζωής, μας είναι ξένος, ένας επικίνδυνος ξένος. Γιατί  ο ποιητής που αναγορεύθηκε εθνικός όχι επειδή έγραψε τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» ή επειδή έθεσε το πλαίσιο της γνήσια νεοελληνικής ποιητικής έκφρασης αλλά επειδή με το τραγικό ήθος της ζωής και της ποίησής του υψώθηκε σε σύμβολο ενός ιδανικού λαού, συνιστά ακίδα διαρκούς ενοχής για κάθε τάχα φιλελεύθερη νοθεία αλλά και για κάθε μικροαστική πονηρία μιας ασπόνδυλης, μεταπρατικής, άρχουσας τάξης που δεν θέλει να θυμάται πως η ελευθερία είναι πάντα ματωμένη.
Ο Σολωμός, πρώτο ξέσπασμα του ελεύθερου νεοελληνικού πνεύματος, ήταν ένα τραγούδι ζωής και πίστης στην ιδέα του ελεύθερου, του ανυπόταχτου ανθρώπου. Στην ιδανική μορφή ενός σταθερού προσανατολισμού, ο λυρικός ενθουσιασμός του Ύμνου εις την Ελευθερία, το πολύμορφο πάθος του Λάμπρου, ο μυστικισμός της Ωδής εις Μοναχήν, ο ρομαντικός έρωτας στον Κρητικό, οι έξοχες γλωσσικές υποδείξεις στο Διάλογο και, κυρίως, η συγκλονιστική περιγραφή του αγώνα του πνεύματος κατά της ανάγκης στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, τον καθιέρωσαν ως πνευματικό οδηγητή ενός ακέραιου νέου ελληνισμού. Κι όπως η Επανάσταση εγκαινίασε νέο πολιτικό βίο, το έργο του Σολωμού στάθηκε θεμέλιο πολιτισμού, αρχή του νεότερου πνευματικού μας βίου. Όχι απλώς ως ποίηση ή ως κριτική αλλά κυριότατα ως ιδανική αισθητική αγωγή. Ως κρύπτη του σπόρου μιας νεοελληνικής ιθαγένειας που είναι μια ιθαγένεια τραγική, ιστορικά εντοπισμένη αλλά και παγκόσμια. Με τον Σολωμό κατεβαίνουμε στις ρίζες της τρομερής υπαρκτικής συναναστροφής με τον κόσμο, της συνειδητής εμπλοκής μας με τη δίνη του αλλοτριωμένου υπάρχειν που δεν είναι απλό πλαίσιο αλλά πρώτο και έσχατο δεδομένο, γεγονός που δεν μας περιέχει μόνο αλλά και μας διατυπώνει.

Μεγάλες εποχές γεννούν μεγάλους δημιουργούς. Πλούτος είναι η ποίηση, όχι φτώχεια, όχι στενοχώρια. Δεν θέλει ξερότοπους αλλά παχιά γη να ρίξει ρίζες. Ζητά το αίμα και μετά το σκορπά σε λέξεις ματωμένες. Σε τέτοιες εποχές ο αληθινός ποιητής βλέπει. Βλέπει πώς λάμπουν στις ψυχές των πολεμιστών τα υψηλά αγαθά της ζωής και η καινούργια συνείδηση που θρέφεται πάντα μέσα στα αίματα και στον αγώνα. Πώς απλώνεται η χάρη της πολεμικής, εθνικής και κοινωνικής, συνείδησης παντού. Όταν ο Έλληνας μετά από μαρασμό δεσποτικών αιώνων τολμούσε να διακηρύξει πως θέλει να ζήσει αυτόνομος –να διαλέξει αυτός την τύχη του, να πάψει να ξεγελιέται, όπως κάθε σκλάβος, με το χρόνο, κρύβοντας τις επιθυμίες του–, όταν έγινε ελεύθερος άνθρωπος, δηλαδή λαχτάρησε εκείνη τη μια και μοναδική στιγμή που αντικρίζουμε το νόημα της ζωής μας, και η στιγμή αυτή είναι όλη η αιωνιότητα, βρήκε ένα ποιητή έτοιμο να εγκαταλείψει τα βιβλικά οράματα, το αισθαντικό αντίκρισμα της φύσης, το λεπτό ιδανισμό των πρώτων του ελληνικών ποιημάτων (ειδυλλιακού ή ελεγειακού ύφους), για να δοξάσει την πίστη εκείνων των νέων Ελλήνων που πίστευαν μονάχα στην ελευθερία, και είχαν μονάχα ένα ήθος, το ήθος της ελευθερίας. Το ήθος που μόνο με έναν ύμνο στη νεοελληνική γλώσσα θα μπορούσε να περιγραφεί.
Όπως, και για όποιο λόγο κι αν άστραψε στα μάτια του με όλη της τη λάμψη η μορφή της ελευθερίας, ως ταυτώνυμης με την Ελλάδα, η ελευθερία για τον Σολωμό, υπαρκτικό καθήκον κι όχι αστικό δικαίωμα, αλήθεια ζώσα και όχι αλληγορία, υπήρξε αρχή, μέση και τέλος της ποιητικής του αλλά και της φιλοσοφίας της ζωής του. Αν ο καθαρότατος ελληνισμός «στέκεται εις τη ζωντανή φωνή, εις το σεμνό κάλλος της μορφής και εις το ξάστερο βάθος του λόγου» όπως σημειώνει ο Ιάκωβος Πολυλάς στα Προλεγόμενα, τότε δίκαια ο Ύμνος που συνέθεσε αυτός ο ποιητής που διάλεξε να είναι Έλληνας, ονομάστηκε «πρώτος γνήσιος καρπός της Ελληνικής φαντασίας, ύστερ’ από είκοσι αιώνες του μαρασμού της». Με ωριμότητα και βασανιστική επεξεργασία του στίχου, με εγκράτεια και άσκηση διαρκή (χωρίς αυτές τις αρετές δεν υπάρχει ούτε αληθινή ζωή ούτε αληθινή τέχνη), ο Σολωμός υποτάσσει τη φαντασία και το πάθος στο σκοπό, να πλησιάσει την αλήθεια, την ελευθερία. Και τούτο το αντίκρισμα της Λευτεριάς αλαφραίνει η ζωή του, κάνει όλο και καθαρότερη την αντίληψή του για την τέχνη. Τον φανταζόμαστε, Μάιο του 1823, μέσα σ’ ένα μήνα και σε σφαίρες υψηλού λυρικού ενθουσιασμού, στα είκοσι πέντε του χρόνια να γράφει τον Ύμνο εις την Ελευθερία. Τον Ύμνο που σαν τραγούδι και συγχρόνως πνευματική και πολιτική πράξη, θα ύψωνε τον δημιουργό του στο βάθρο εθνικού παιδαγωγού και ρομαντικού προφήτη αλλά συνάμα θα έμενε στην παγκόσμια ποίηση σαν «το αναγάλλιασμα κάθε ανθρώπου, όταν τον αγγίξη η πνοή της λευτεριάς» όπως θα γράψει ο Γ. Αποστολάκης.
Νοσταλγία του χτες και έρωτας του θανάτου; Κάθε άλλο. Όταν ο Σολωμός με τόνο ελεγειακό θυμάται το ένδοξο παρελθόν, την αρχαία λαμπρότητα, την υπομονή κατά τη δουλεία, θέλει να δοξάσει όχι το χτες μα όλα όσα γεννούν την ακαταμάχητη ορμή των συγχρόνων, όλα όσα δίνουν δύναμη στο ελεύθερο πνεύμα. Με δυσκολία κρατούν οι λέξεις την πνοή. Οι εικόνες εναλλάσσονται ταχύτατα, η έξοχη φαντασία καταλύει τη φρίκη του πολέμου, αναδεικνύει την μόνη όντως πραγματικότητα που είναι η ελευθερία, που δεν είναι μια άπραγη παρθένα μα θεριό, θεά εκδικήτρα που αψηφά κάθε κίνδυνο. Η Ελευθερία. Που την γνωρίζεις από την τρομερή κόψη του σπαθιού κι από την όψη που με τη βία μετράει τη γη. Που μοιάζει στο μεγαλείο και στη δύναμη της θάλασσας. Που προβάλλει, ανδρειωμένη σαν και πρώτα μέσα από τα κόκαλα των Ελλήνων όπου κατοικούσε, μετά από αιώνες πίκρας, ντροπής και φόβου, μετά από αιώνες σιωπής, φτώχειας και σκλαβιάς, αλλά και μετά από αιώνες καρτερίας με μόνη παρηγοριά τα περασμένα μεγαλεία, μετά από αιώνες απελπισιάς όταν δεν ακουγόταν στη σκηνή της ιστορίας τίποτα άλλο παρά μονάχα κλάψες, άλυσες, φωνές.
Χρειάζεται τίποτα άλλο να πούμε για να καταλάβουμε πόσο επικίνδυνος είναι αυτός ο Ύμνος και βεβαίως ο ποιητής του για όσους θεωρούν πως ελευθερία είναι ο χυλός των οικονομικών δικαιωμάτων και των σαράφικων λαθροχειριών; Για όσους νομίζουν πως η ελευθερία αποδίδεται από κάποια ιερή φύση κι όχι από ένα πολιτισμό που αξιώνει το ξεπέρασμα της φυσικής βίας και της κοινωνικής ανισότητας; Στον σολωμικό κόσμο η λευτεριά στέκει αμίλητη και ακίνητη στις βρισιές των εχθρών της, συλλογιέται μονάχα πού έχει σειρά να πάει, πού θα χτυπήσει. Τίποτε δεν αντιστέκεται στην παντοδύναμη, στην αθάνατη ορμή της. Η φλόγα της (που πάντα σώζεται κρυφά μέσα στη στάχτη, ακόμη κι αν χρειαστούν αιώνες υπομονής), κάποτε θα κατακάψει το παν, ενέργεια- θυμός κάποιου μυθικού θεού, για να γεννήσει ένα νέο κόσμο όπου θα προβάλλει άδολη η λεύτερη ζωή. Έτσι περπατεί η ελευθερία, ματωμένη στον κάμπο, απόκοσμη λάμψη και ζωή χαρίζοντας και κάθε ορατό σβήνει μπροστά της. Το φως που τη στολίζει σαν ηλίου φεγγοβολή δεν είναι της γης, δεν είναι της φύσης: «Λάμψιν έχει όλη φλογώδη/ Χείλος μέτωπο, οφθαλμός./ Φως το χέρι, φως το πόδι,/ Κι’ όλα γύρω σου είναι φως» (στρ. 95). Ο Σολωμός υμνεί, διδάσκει, ορίζει, πολεμά και με απηχήσεις ομηρικών εικόνων στήνει την Ιλιάδα του νέου ελληνισμού. Ποιος θα διαβάσει την 44η στροφή («Ακούω κούφια τα τουφέκια,/ Ακούω σμίξιμο σπαθιών,/ Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,/ Ακούω τρίξιμο δοντιών» και δεν θα θυμηθεί τον ομηρικό στίχο «ένθα δ’ αμ’ οιμωγή τε και ευχωλή πέλεν ανδρών/ Ολλύντων τε και ολλυμένων»;
Ο Ύμνος αυτός, αυγερινός στο νέο ελληνικό ουρανό δοκιμάστηκε, επιβίωσε και δεν έπαψε να λάμπει διαρκώς με φως αθάμπωτο και παρηγορητικό και στις πιο μαύρες στιγμές, σε κάθε εσωτερική ή εξωτερική κατοχή, γεννώντας θάρρος για το αύριο του ελληνικού λαού. Παράλληλο τόλμημα: αν ο Όμηρος θεμελίωσε την αρχαία ελληνική ποίηση, ο Σολωμός παρότι δέχθηκε την επίθεση των σχολαστικών της συνέχειας για τη γλώσσα και τη στιχουργία του, παρότι υπέστη τη μεταμφίεσή του σε σχολικό ανάγνωσμα, θεμελίωσε αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε ως κοινή νεοελληνική γλώσσα και συνείδηση. Ήταν τέτοιο το πάθος της ψυχής του ποιητή και η οργανική αλήθεια του Ύμνου (γιατί η ματωμένη ελευθερία είναι η μόνη αλήθεια αυτού του κόσμου) που το έθνος, δηλαδή ο ιστορικός λαός (όχι οι φιλόλογοι και η φαναριώτικη «πνευματική ηγεσία»), υιοθέτησε αυτό το Ποίημα που μεταφράστηκε αμέσως και περιλήφθηκε το 1825 στο δεύτερο τόμο του έργου του Φωριέλ «Δημοτικά Τραγούδια της Σύγχρονης Ελλάδας», κάνοντας τον περίφημο φιλόλογο και λαογράφο να καλέσει τον νέο λαό να υψώσει τη σημαία της γλώσσας και της δημοτικής του παράδοσης, τονίζοντας ότι η δόξα και η ευτυχία της Ελλάδας βρίσκονται «εις την πραγματικότητα του παρόντος και όχι εις τον ανωφέλετον αγώνα να γυρίσουν εις το περασμένο».
Δυο αιώνες μετά κάποιος ιστορικός δόλος φέρνει τους Έλληνες μπροστά σε ένα νέο σολωμικών διαστάσεων όριο. Μπροστά σε αυτό το όριο η ζωή φέρνει ξανά μπροστά μας το δίλημμα μιας εκλογής ανάμεσα στην ελευθερία που είναι πάντα ματωμένη και στην ανάγκη. Κι από την εκλογή αυτή δεν θα κριθεί μόνο το ποιητικό επίτευγμα του Ύμνου αλλά, νομίζω, η ιδέα του νεοελληνισμού όπως την συνέλαβε ο Διονύσιος Σολωμός.

Ο Κώστας Χατζηαντωνίου είναι πεζογράφος, και διευθύνει το περιοδικό Κοράλλι

Έργο του Πυθαγόρα Χατζηανδρέου

1 σχόλιο:

Nodas Gazis είπε...

Πραγματικά εντυπωσιακή και μοναδική προσέγγιση του Εθνικού Ποιητή!!!