17/3/19

Κωστής Παλαμάς

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ (ανθολόγηση-επιμέλεια), Ανθολογία Κωστή Παλαμά, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 476

Ο συστηματικός αναγνώστης του Παλαμά γνωρίζει σίγουρα τη θεωρία του ποιητή για τους τρεις λυρισμούς, τον λυρισμό του εγώ, τον λυρισμό του εμείς και τον λυρισμό των όλων. Επισκοπώντας το τεράστιο σε έκτασιν έργο του Παλαμά, θα πρότεινα να εφαρμόσουμε ένα άλλο τριμερές σχήμα, το οποίο θα μας επέτρεπε να εποπτεύσουμε και την εξέλιξη αυτού του έργου αλλά και να διακρίνουμε τις κορυφαίες στιγμές του, αυτές που μια δυνατή ανθολογία, σαν την πρόσφατη που εκπόνησε ο Κώστας Χατζηαντωνίου, οφείλει να ξεχωρίσει και να αναδείξει. Το τριμερές σχήμα που προτείνω είναι ο ρητορικός λυρισμός, ο καθαρός λυρισμός και ο θυμικός λυρισμός. Ο τελευταίος αυτός όρος ίσως ξενίσει και για αυτό επιφυλάσσομαι να τον εξηγήσω αργότερα.
Για το ότι ο Παλαμάς είναι, κατά μέγα μέρος, ρητορικός ποιητής, δε χωρά “η ελαχίστη αμφιβολία”. Ο ρητορισμός στην ποίηση έχει, βέβαια, για την αντίληψή μας αρνητική χροιά. Για τούτο θα ήθελα να τονίσω εξ αρχής πως ποίησις και ρητορεία δεν είναι εξ ανάγκης αλληλοϋπονομευόμενα στοιχεία. Έντονος ρητορισμός υπάρχει στους τρεις αρχαίους τραγικούς, στον Βιργίλιο και τον Σαίκσπηρ ακόμα. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον ρητορικό Παλαμά από τον ρητορισμό της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής αλλά και από τον “αντιρητορισμό” των άνευρων συνοδοιπόρων του, από έναν Δροσίνη ή έναν Πολέμη; Νομίζω πως αυτό είναι το πάθος του Παλαμά ή σύμφωνα με τα δικά του λόγια:  Το πάθος το στοιχειό, το πάθος που μας φτείρει/  και που ποτέ δεν φτείρεται, και πάει μπροστά σαν νά είταν /  η αρχή των όντων, η φωτιά η γεννήτρα κι η κινήτρα. Κατ' αρχάς, βέβαια, το πάθος το ερωτικό, που το σαρκώνουν αλληλοδιαδόχως διάφορες αρχετυπικές γυναικείες μορφές, η Πανδώρα του Ασκραίου, η Θεοφανώ της Φλογέρας, η ανώνυμη ερωμένη του Λουκρητίου, η τσιγγάνα και η γύφτισσα. Το πάθος στο Παλαμά δεν είναι όμως μόνον ερωτικό, είναι και το πάθος το πατριωτικό, είναι και η οργή για τα κακώς κείμενα, που τον κάνει να πιάνει στα Σατιρικά Γυμνάσματα και την Αποκριτική Γραφή το φραγγέλιο του Γιουβενάλη και να μαστιγώνει ανελέητα πρόσωπα και πράγματα του καιρού και του τόπου.

Έρχομαι στον καθαρό λυρισμό. Ως δείγμα καθαρού λυρισμού, μοναδικόν ίσως σ' όλκληρο το παλαμικόν έργο, είναι η Φοινικιά, που για πολλούς είναι κι η κορυφαία ποιητική του στιγμή. Ο Παλαμάς γνωρίζει πολύ καλά τις ζυμώσεις που γίνονταν τότε στο Παρίσι με τον συμβολισμό και τον μαλλαρμεϊσμό και πρώτος αυτό διαπιστώνει τη συνάφεια που παρουσιάζει αυτή η ποιητική με τον όψιμο Σολωμό. “[Στα τελευταία αποσπάσματα του Σολωμού], γράφει ο Παλαμάς, “μορφώνεται νέον είδος ποιήσεως συγγενεύον μάλλον προς την τέχνην των ήχων ή των στίχων. Όχι διότι τα περισωθέντα ή και τα μηδέποτε περατωθέντα ταύτα δεν είναι παρά μόνον εύηχοι φθόγγοι χωρίς κανέν σαφές νόημα αλλά διότι ταύτα είναι ωραία και συγκινούν μάλλον δια μουσικής τινός ή δια της καθαρότερον ποιητικής δυνάμεως”.
Αναμφίβολα, η Φοινικιά, μαζί με τα τελευταία σολωμικά αποσπάσματα και τον Ερωτικό Λόγο του Σεφέρη, συναπαρτίζει μιαν απ' τις κύριες εκδηλώσεις του καθαρού λυρισμού στη γλώσσα μας. Θα μας πήγαινε μακριά να αναλύσουμε τη μέθοδο της παλαμικής Φοινικιάς. Ας περιοριστούμε να πούμε πως είναι ένα είδος δραματικού συμβολισμού, όπου στα άψυχα όχι απλώς καθρεφτίζονται ψυχικές καταστάσεις αλλά όπου αυτά, όπως σε κάποια παραμύθια του Άντερσεν, “υποδύονται” όλες τις κλιμακώσεις του ανθρώπινου δράματος.
Στην τελευταία του περίοδο, αυτήν που εγκαινιάζει η Πολιτεία και η Μοναξιά, ο Παλαμάς γίνεται όλο και πιο εσωτερικός. Ο Τυρταίος των εθνεγερτήριων σαλπισμάτων, μετά την μικρασιατική καταστροφή, αποσύρεται στην προσωπική του Θηβαΐδα, που την έχει χτίσει μέσα στην καρδιά της πολιτείας. Στα πιο χαρακτηριστικά του ποιήματα αυτής της περιόδου απαλείφεται κάθε συγχρονικό και κάθε ανεκδοτολογικό στοιχείο. Από τα βιώματά του κρατάει μονάχα την πεμπτουσία τους. Από το θησαυροφυλάκιο της εμπειρίας του ανασύρει μονάχα λιγοστά σύμβολα, στα οποία αντικατοπτρίζεται ο βαθύτερος εαυτός του. Τα βλέπουμε να επανέρχονται συνεχώς: ο κήπος, τα πουλιά -ιδίως τα αηδόνια-, τα λουλούδια, το κελλί, το ξωκλήσι, ο ασκητής, ο τρελός, ο ζητιάνος, η ψυχόπονη γυναίκα-Παναγιά. Ο ερωτισμός του Παλαμά εδώ εξαϋλώνεται. Η σάρκα σωπαίνει, ή μάλλον καταυγάζεται απ' την ψυχή. Το πάθος μεταρσιώνεται και μεταρσιώνει.
Ο Κώστας Χατζηαντωνίου μιλάει εύστοχα για έναν “συγκρατημένο λυρισμό με ήρεμη στοχαστική διάθεση”. Δεν έχουμε όμως να κάνουμε τόσο με έναν χαμηλόφωνο λυρισμό όσο με έναν λυρισμό βάθους. Αυτόν τον λυρισμό θα τον αποκαλούσα θυμικό λυρισμό, με την ετυμολογική σημασία της λέξης, δηλαδή λυρισμό της καρδιάς.
Η ανθολογία του Κώστα Χατζηαντωνίου, το ξαναλέμε, παρουσιάζει και τις τρεις αυτές πτυχές της παλαμικής μούσας. Δεν χρειάζεται να τονίσω πως μια καλή ανθολόγηση ενός τόσο ωκεάνιου ποιητή, όπως είναι ο Παλαμάς, είναι όχι μόνο για τον αρχάριο αλλά και για τον πεπειραμένο ακόμα αναγνώστη μια πυξίδα προσανατολισμού. Άλλωστε κι ο πιο εγκρατής του Παλαμικού έργου αναγνώστης, κατά τον διάπλου του στα Άπαντα, κάνει για λογαριασμό του τη δική του όχι ανθολόγηση αλλά ανθολογήσεις, καθώς συνεχώς ανακαλύπτει καινούργια πράγματα αλλά και καθώς οι προτιμήσεις και αποτιμήσεις του μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο. Άλλοτε μπορεί κανείς να γοητευθεί από τον λυρισμό του Ασκραίου και της Φοινικιάς, άλλοτε από την πολυφωνική συμφωνία που είναι ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, άλλοτε από από την τραχύτητα των Σατυρικών Γυμνασμάτων κι άλλοτε από την αδρότητα των δεκαπεντασυλλάβων της Φλογέρας.
Για αυτό δεν υπάρχει μια οριστική ανθολογία του Παλαμά. Η κάθε εποχή κι ο κάθε ανθολόγος ανακαλύπτουν και προτείνουν τον δικό τους Παλαμά. Η ανθολογία του Κώστα Χατζηαντωνίου έρχεται να καταλάβει τη θέση της στη λαμπρή σειρά των ανθολογιών του ποιητή που εγκαινίασαν ο Κατσίμπαλης κι ο Καραντώνης και συνέχισαν ο Ηλίας Λάγιος, ο Κωνσταντίνος Κασίνης και άλλοι. Ευχόμαστε αυτή η ωραία λαμπαδηδρομία να συνεχιστεί και στο μέλλον.

Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής

Άλεξ Μυλωνά, Κόκκινο και μαύρο, 1959, τέμπερα, 34,5 x 24 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: