9/10/16

Η Ιστορία ως πεδίο μάχης

Ερμηνεύοντας τις βεβαιότητες του 20ού αιώνα

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Δέσποινα Φλέσσα, άποψη εγκατάστασης Substratum


ΤΟΥ ENZO TRAVERSO

Μου φαίνεται αναγκαίο, παρουσιάζοντας το βιβλίο αυτό, να αναφέρω την υπόγεια αλλά διαρκώς παρούσα επιρροή του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Εκείνο που βρήκα στα γραφτά του, δεν ήταν τόσο απάντηση στα ερωτήματά μου αλλά βοήθεια για τη διατύπωσή τους, κάτι που αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για κάθε γόνιμη έρευνα. Ο Μπένγιαμιν, λοιπόν, σαν συνομιλητής σε έναν προβληματισμό γύρω από τις προϋποθέσεις και το νόημα της ιστορίας μάλλον, παρά σαν μοντέλο που προσφέρει έτοιμα εργαλεία για άμεση εφαρμογή. Η κληρονομιά του Μπένγιαμιν δεν είναι συγκρίσιμη με κείνη του Μαρξ, του Ντυρκέμ ή του Βέμπερ, του Μπροντέλ ή του Μπουρντιέ. Δεν μας άφησε μια μέθοδο, αλλά ένα βαθύ στοχασμό γύρω από τα κίνητρα και τις αντιφάσεις μιας διανοητικής πορείας που, προσπαθώντας να σκεφτεί την ιστορία, επιμένει να μη διαχωρίζει το παρελθόν από το παρόν.
Στον γραμμικό χρόνο του θετικιστικού ιστορικισμού, ο Μπένγιαμιν αντιπαραθέτει μιαν αντίληψη του παρελθόντος σημαδεμένη από την ασυνέχεια και τοποθετημένη κάτω από το σημείο της καταστροφής. Εγκαθιστώντας μια σχέση ταύτισης με τους νικητές, ο ιστορικισμός ήταν στα μάτια του «το πιο ισχυρό ναρκωτικό» του 19ου αιώνα. Πρέπει επομένως να αντιστρέψουμε την προοπτική, ανασυσταίνοντας το παρελθόν από τη σκοπιά των νικημένων. Αυτό συνεπάγεται να αντικαταστήσουμε τη μηχανική σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, που αξιώνει ο θετικισμός –ο οποίος καταλήγει να θεωρεί το παρελθόν μια οριστικά αρχειοθετημένη εμπειρία– με μια διαλεκτική σχέση στην οποία «το Άλλοτε (Gewesene) συναντάει το Τώρα (Jetzt) μέσα σε μιαν αστραπή για να σχηματίσουν συναστρία» Από τη συνάντηση αυτή, που δεν είναι χρονική αλλά «μεταφορική» (bildlich) και συμπυκνώνεται σε μια εικόνα, αναδύεται μια θεώρηση της ιστορίας ως ανοιχτής διαδικασίας, στην οποία ένα ανολοκλήρωτο παρελθόν μπορεί, σε ορισμένες στιγμές, να ενεργοποιηθεί και πάλι, να διασπάσει τη συνέχεια μιας καθαρά χρονολογικής ιστορίας και, με την ξαφνική του εισβολή, να αναμειχθεί με το παρόν.

Από την «εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων» λοιπόν μπορεί να αντλήσει τη δύναμή της μια επαγγελία απελευθέρωσης, ενταγμένη στις μάχες του επίκαιρου χρόνου γιατί, πρόσθετε, η ιστορία δεν είναι μόνο «επιστήμη» αλλά και «μορφή αναμνημόνευσης» (Eingedenken). Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, το να γράφεις ιστορία σημαίνει να ευθυγραμμίζεσαι με τη μνήμη των νικημένων, η ανάμνηση των οποίων διαιωνίζεται σαν ανικανοποίητη «λυτρωτική επαγγελία». Η προσέγγιση αυτή δεν αντικαθιστά κάποια μέθοδο ανάλυσης, προσανατολίζει όμως και προσδιορίζει το στόχο της έρευνας, στους αντίποδες τής, κυρίαρχης σήμερα, αντίληψης που θέλει την ιστορία αντικείμενο ενός «εμπειρογνώμονα»·στο δημόσιο χώρο, οι ερευνητές που την ασκούν θα έπρεπε λοιπόν να είναι περισσότερο κριτικοί διανοούμενοι παρά «ειδικοί».
Στο επιστημολογικό επίπεδο, η γονιμότητα αυτής της προσέγγισης υπογραμμίστηκε από τον Ράινχαρτ Κοζέλεκ. Όταν οι ιστορικοί υιοθετούν την οπτική γωνία των νικητών, γράφει αναφέροντας σαν παραδείγματα τον Γκιζό και τον Ντρόιζεν (όμως οι παρατηρήσεις του θα μπορούσαν κάλλιστα να εφαρμοστούν και στον Φυρέ), πέφτουν πάντα σ’ ένα προδιαγεγραμμένο σχήμα που βασίζεται σε μια απολογητική ερμηνεία του παρελθόντος, ενώ οι ενταγμένοι στο στρατόπεδο των νικημένων ιστορικοί επανεξετάζουν το παρελθόν με πιο διεισδυτική και κριτική ματιά. Βραχυπρόθεσμα, γράφει, «μπορεί η ιστορία να γράφεται από τους νικητές αλλά, σε βάθος χρόνου, τα ιστορικά κέρδη στο πεδίο της γνώσης προέρχονται από τους ηττημένους».
Αυτή η αντίληψη της ιστορίας φωτίζει τη νοητική και ψυχολογική στάση, συχνά ασυνείδητη, πολλών «στρατευμένων» ιστορικών, όποιες κι ας είναι οι μέθοδοί τους ή οι ιστοριογραφικές παραδόσεις στις οποίες ανήκουν. Δεν θα ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε τέτοια ίχνη στα γραφτά των Έντουαρντ Π. Τόμσον, Ραναγίτ Γκούχα, Αδόλφο Τζίλι ή και άλλων ιστορικών των υπάγωγων τάξεων, κυρίως εκείνων που δουλεύουν πάνω σε προφορικές πηγές. Όταν διάβασα για πρώτη φορά τις Θέσεις πάνω στην έννοια της ιστορίας, του Μπένγιαμιν, μου έφεραν στο νου ένα εξαιρετικό απόσπασμα του Ισαάκ Ντόιτσερ, αφιερωμένο στον Τρότσκι σαν ιστορικό της ρωσικής επανάστασης: «Η επανάσταση είναι, γι’ αυτόν, εκείνη η στιγμή, σύντομη μα φορτισμένη με νόημα, όπου οι ταπεινοί κι οι καταπιεσμένοι έχουν επιτέλους λόγο να μιλήσουν και, στα μάτια του, η στιγμή αυτή εξαγοράζει αιώνες καταπίεσης. Επιστρέφει εκεί με μια νοσταλγία που χαρίζει στην ανασύστασή του μια έντονη κι ολοφάνερη λάμψη».
Όμως, όπως έγραφε ο Μαξ Χορκχάιμερ στον Μπένγιαμιν το 1937, το να θεωρούμε το παρελθόν ανολοκλήρωτη εμπειρία, όχι οριστικά κλεισμένη, παραπέμπει, θέλοντας και μη, στην ιδέα της Έσχατης Κρίσης, άρα στη θεολογία. Και συνέχιζε, διακρίνοντας ανάμεσα στις θετικές όψεις του παρελθόντος –τις χαρές και την ευτυχία, υποχρεωτικά εφήμερες και φευγαλέες– και τις αρνητικές όψεις του –«την αδικία, τον τρόμο, τα βάσανα»– που παίρνουν απεναντίας έναν «ανεπανόρθωτο» χαρακτήρα. Στα σχόλιά του, ο Μπένγιαμιν ήταν υποχρεωμένος να συμμεριστεί τη διαπίστωση αυτή και να ομολογήσει μια εγγενή αντίφαση στην προσέγγισή του: αν η αναμνημόνευση, έγραφε, «απαγορεύει να συλλάβουμε την ιστορία με τρόπο θεμελιακά αθεολογικό», δεν μας παραχωρεί ωστόσο ούτε «το δικαίωμα να προσπαθήσουμε να τη γράψουμε με άμεσα θεολογικές έννοιες».
Για τον Μπένγιαμιν, το ξέρουμε, θεολογία σημαίνει εβραϊκός μεσσιανισμός. Αυτή η ανταλλαγή, όμως, προσφέρεται επίσης και για μια πιο «εκκοσμικευμένη» ανάγνωση, που παραπέμπει στην ουτοπική πλευρά την οποία διαδίδει κάθε επαναστατικό κίνημα και κάθε κριτική σκέψη προσανατολισμένη στην αλλαγή του κόσμου. Θίγει τέλος ένα ετερογενές σύνολο νοητικών και ψυχικών διαθέσεων –από τη μελαγχολία ως το πένθος, από την ελπίδα ως την απογοήτευση– που μας έχει κληροδοτήσει η ιστορία και που στοιχειώνουν στο παρόν τη σχέση μας με το παρελθόν.
Με την έννοια αυτή, τούτη η ανταλλαγή μεταξύ Χορκχάιμερ και Μπένγιαμιν θυμίζει μερικές εντάσεις που διαπερνούν τη σύγχρονη ιστοριογραφία: εντάσεις ανάμεσα σε ιστορία και μνήμη, ανάμεσα αφενός στην αποστασιοποίηση, εγγενή στο διάβημα του ιστορικού, και αφετέρου στην υποκειμενικότητα, φτιαγμένη από ανησυχίες και αναθυμήσεις, αναμνήσεις και συλλογικές αναπαραστάσεις που διακατέχουν τα υποκείμενα της ιστορίας.
Ο 20ός αιώνας, όμως, δεν αποκάλυψε μόνο τις αυταπάτες του ιστορικισμού και δεν εικονογράφησε απλώς το ναυάγιο της ιδέας της Προόδου: κατέγραψε επίσης την έκλειψη των ουτοπιών, που είχαν σταθεί αχώριστες από τις επαναστατικές εμπειρίες. Όπως συμβαίνει και στον Άγγελο της ένατης θέσης του Μπένγιαμιν, το Άουσβιτς μας επιβάλλει να αντικρύσουμε την ιστορία σαν ένα πεδίο ερειπίων, ενώ το Γκουλάγκ μας απαγορεύει κάθε ψευδαίσθηση ή αφέλεια απέναντι στις μεσσιανικές διακοπές του ιστορικού χρόνου.
Ο Νταν Ντίνερ δεν έχει άδικο, όταν παρατηρεί ότι η αφήγηση του 20ού αιώνα συγκροτείται σήμερα γύρω από έναν αρνητικό τελικό σκοπό: «Η συνείδηση της εποχής σφυρηλατείται από μια μνήμη σφραγισμένη από τους κατακλυσμούς του αιώνα». Για εκείνους που δεν επέλεξαν την παραιτημένη απογοήτευση ή τη συμφιλίωση με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, η δυσφορία είναι αναπόφευκτη. Πιθανότατα κάτω απ’ το σημάδι μιας τέτοιας δυσφορίας τοποθετείται σήμερα η  ιστοριογραφία. Ας προσπαθήσουμε, εντούτοις, να αποδώσει καρπούς.

Το βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: