10/4/16

Hard-boiled blues

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΗΝΑ

Ντόρα Οικονόμου, Dont Kill Your Friends, 2013, Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και The Breeder, Αθήνα. 
Φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου


W.R. BURNETT, Αντίο, Σικάγο. Το τέλος μιας εποχής, Εκδ. Άγρα, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης, σελ. 243

Αν και λιγότερο προβεβλημένος, o William Riley Burnett (1899 – 1982) αξιώνει μια θέση πλάι στον Raymond Chandler και στον Dashiell Hammett στον κανόνα της αμερικανικής νουάρ λογοτεχνίας.  Υπό μια έννοια, τους συμπληρώνει: αν ο Chandler και ο Hammett ανέδειξαν τον μοναχικό ντετέκτιβ, ο πρώτος ως ρομαντικό αντιήρωα και ο δεύτερος ως προασπιστή των κοινωνικά αδύναμων, ως a priori πρωταγωνιστή του αστυνομικού αφηγήματος, τότε ο Burnett ήταν εκείνος που επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στους ιδεότυπους του υπόκοσμου, οι οποίοι στο έργο του εξέλαβαν θέση συμβολικών ηρώων της λαϊκής λογοτεχνίας.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Burnett, ο Μικρός Καίσαρας του 1929, που αφηγείται την άνοδο και την πτώση ενός αφεντικού του εγκλήματος, παραμένει αρχετυπικό, όχι μόνο για τη λογοτεχνία, αλλά και για τον κινηματογράφο του νουάρ: σε παραλλαγές του στηρίχθηκαν τα σενάρια σημαντικών ταινιών της κλασικής σχολής του είδους, όπως το ομώνυμο φιλμ του Lee Roy με τον Edward J. Robinson στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το Public Enemy του William Wyler με τον James Cagney ή το Scarface του Howard Hawks με τον Paul Muni. Γενικά, στοιχεία που επεξεργάστηκε ή και εισήγαγε ο Burnett στην τυπολογία της νουάρ λογοτεχνίας, εγκολπώθηκαν αργότερα στην κινηματογραφική αφήγηση. Ενδεικτικά αναφέρω το μυθιστόρημά του Το τέλος της διαδρομής (1943, Άγρα 1993), στο οποίο έγκαιρα απαντούν μοτίβα (η φυγή, η καταδίωξη, η ελεγεία για μια εποχή που τελειώνει, η υπαρξιακή αγωνία του outsider πoυ η εποχή του τον έχει ξεπεράσει  κλπ.) τα οποία αποτέλεσαν επιτελεστικούς θεματικούς τόπους σε έργα σκηνοθετών όπως ο Sam Peckinpah και ο Jean-Pierre Melville.  
Το Αντίο, Σικάγο, κύκνειο άσμα του Burnett, γράφτηκε το 1981, πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 και επανεκδόθηκε πρόσφατα από την Άγρα.  Το μυθιστόρημα δομείται πάνω σε μια σειρά από επιμέρους ιστορίες, χωρισμένες σε σύντομα σε έκταση κεφάλαια, που συνδέονται χαλαρά ή λιγότερο χαλαρά μεταξύ τους. Θα μπορούσε να ειδωθεί και ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα, κάτι σαν τη νουάρ εκδοχή του Ουάινσμπεργκ, Οχάιο του Sherwood Anderson.

Βρισκόμαστε στο Σικάγο του 1928. Κεντρικός ήρωας, αν υπάρχει τέτοιος, είναι ο μελαγχολικός Ντέηβ Σαντορέλι, ιταλικής καταγωγής αστυνομικός, τον οποίο έχει εγκαταλείψει η γυναίκα του. Όταν η τελευταία βρίσκεται νεκρή σε μια λίμνη, με πιθανότερη αιτία τη λήψη υπερβολικής δόσης, ο Σαντορέλι θα αναζητήσει την αλληλουχία των γεγονότων και, εκεί που προηγουμένως εθελοτυφλούσε, θα αντικρύσει γυμνή την πραγματικότητα της Μεγάπολης στην οποία ζει: μιας πόλης την οποία διοικούν διεφθαρμένοι μπάτσοι, δικηγόροι και πολιτικοί, αδίστακτοι επιχειρηματίες που ελέγχουν την πορνεία, τον τζόγο και τη διακίνηση ναρκωτικών, ενώ στους δρόμους οι βεντέτες ανάμεσα στις συμμορίες καταλήγουν σε νύχτες του Αγίου Βαρθολομαίου.
Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για το μυστήριο ή τη δράση αυτή καθαυτή, αλλά για την αναπαράσταση της τοιχογραφίας του Σικάγο της εποχής της ποτοαπαγόρευσης ως Gotham City ή, ακριβέστερα, Drag City, όπως αποκαλούν την πόλη οι ντόπιοι. Για να το πετύχει αυτό, δίνει έμφαση στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι οποίοι ζωντανεύουν την αφήγηση και αποτυπώνουν την ανθρωπογεωγραφία της εποχής. Ωστόσο –και εδώ φαίνεται η τέχνη του- ο συγγραφέας δεν υποκύπτει στον πειρασμό της ρετρό αναπαράστασης. Συνειδητοποιεί ότι η αφήγησή του καλείται να συγκεράσει δύο διαφορετικούς χρόνους: το 1981 (χρόνος που γράφεται το μυθιστόρημα) και το 1928 (χρόνος που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα). Η επιλογής της «ρεαλιστικής αφήγησης» δεν θα μπορούσε παρά να ενισχύσει το ρετρό. Έτσι ο Burnett προτιμά –και δικαιώνεται- να δοκιμάσει μια μίμηση ρεαλισμού, για να θυμηθούμε τον χαρακτηρισμό του Δημήτρη Ραυτόπουλου αναφορικά με Το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου.
Ο Burnett πρωτοτυπεί επίσης με το εξής συγγραφικό εύρημα: οι βασικοί ήρωες σπάνια συναντώνται, οι ζωές τους διασταυρώνονται, θα έλεγα, μόνον υπόρρητα, σαν να είναι προδιαγεγραμμένες οι κινήσεις τους, σαν να’ ναι οι ίδιοι μαριονέτες. Αυτός που κινεί τα νήματά τους, ο πραγματικός άρχων του εγκλήματος αλλά και της ίδιας της πόλης, επίσης δεν εμφανίζεται ποτέ στο προσκήνιο αλλά και δεν κατονομάζεται παρά μόνο υπαινικτικά: ο Άνθρωπος από το Σίσερο (προάστιο του Σικάγο), με την προφορά που θυμίζει Μπρούκλιν (συνειρμικά, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για τον Αλ Καπόνε). Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι και το αντίπαλον δέος, ο αστυνομικός διευθυντής Μέρτοου, παραμένει ως επί το πλείστον αθέατος και ο χαρακτήρας του σκιαγραφείται αδρά και μόνο, σαν να θέλει να υποδηλώσει ο συγγραφέας ότι επιτελεί κι αυτός έναν προαποφασισμένο ρόλο.
Η μπρεχτική αποστασιοποίηση απαντά στους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Στο επίμετρό του, ο Ανδρέας Αποστολίδης την εντοπίζει και υπογραμμίζει: «[…] στο έργο αυτό, το τελευταίο της σχολής του “σκληρού” αστυνομικού αφηγήματος, η υπερπροσωπικότητα του πρωταγωνιστή (πιο συγκεκριμένα του γκάνγκστερ) είναι ανύπαρκτη, έχει εξαλειφθεί. Η τεχνική της εξιστόρησης είναι η αποσιώπηση». Η τεχνική της αποσιώπησης, αλλά και η λιτότητα στα εκφραστικά μέσα που μεταχειρίζεται ο συγγραφέας, μας πηγαίνουν αναπόφευκτα στον Hemingway, που αναφέρεται συχνά ως επιρροή στο έργο του Burnett - αν και ο τελευταίος προτιμά να υπερθεματίζει τις επιρροές του από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.  Πιο συγκεκριμένα, μας παραπέμπει στη λεγόμενη «αρχή του παγόβουνου», την οποία ασπαζόταν ο συγγραφέας του Κι ο ήλιος ανατέλλει:
«Αν ένας συγγραφέας σταματήσει να παρατηρεί, πάει πια, ξόφλησε. Αλλά δεν είναι απαραίτητο να παρατηρεί συνειδητά μήτε να σκέφτεται πώς θα χρησιμοποιήσει ό,τι παρατηρεί. Ίσως αυτό να αληθεύει στην αρχή. Αλλά αργότερα όλα όσα βλέπει πάνε από μόνα τους στη μεγάλη δεξαμενή των πραγμάτων που ξέρει ή έχει δει. Αν θέλεις να ξέρεις, γράφω πάντα πιστός στην αρχή του παγόβουνου. Υπάρχουν άλλα εφτά όγδοα κάτω απ' αυτό που φαίνεται. Όλα όσα ξέρεις αλλά μπορείς να τα απαλείψεις, δυναμώνουν το παγόβουνό σου. Είναι το μέρος που δεν φαίνεται».
Όπως ειπώθηκε, το Αντίο, Σικάγο αποτέλεσε το τελευταίο έργο του W.R. Burnett και μαζί της κλασικής σχολής του hard-boiled. Όμως η οπτική του υπόκοσμου που εισήγαγε ο Burnett τόσο σ’ αυτό το μυθιστόρημα όσο και σε προηγούμενα έργα του, σε συνδυασμό με την τυπολογία που είχαν ήδη δημιουργήσει οι Chandler, Hammett, Ross McDonald κλπ., θα γονιμοποιήσουν εκ νέου το είδος, μέσω της επανάχρησης αλλά και της υπέρβασής τους: επτά χρόνια μετά το Αντίο, Σικάγο θα εκδοθεί η Μαύρη Ντάλια του James Ellroy

Δεν υπάρχουν σχόλια: