ΔΙΗΓΗΜΑ
Χρήστος Βενέτης, Χωρίς τίτλο, 2015, μολύβι σε μπλοκ σχεδίου, 29 x 21 εκ. |
Πέντε Οκτωβρίου ήρθε τελικά το
φθινόπωρο. Μαζί του έφερε δυο τρομερά μαντάτα. Η γιαγιά μου πέθανε την
προηγούμενη νύχτα. Κατανοητό και δεκτό, αν και στενόχωρο. Η γυναίκα ήταν 90
χρονών και πήγαινε προς τα 100 με χίλια. Αλλά, όπως οι οδηγοί που πατάνε το
γκάζι άκρατα, κάπου πρέπει να εκτροχιάστηκε και πέθανε.
Από καρδιά, μας είπαν, γύρω στις 04:00. Χύθηκαν δάκρυα για το τέλος ετούτης της
γυναίκας που ήταν απλή, γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Κοινότοπο, σαφώς, καθότι
έτσι μοιάζουν να είναι όλες οι γιαγιάδες, ωστόσο τα στερεότυπα έχουν τις ρίζες
τους ή στην προπαγάνδα ή σε μια επαναλαμβανόμενη (και άρα μοιρασμένη κοινά)
πραγματικότητα. Πέθανε λοιπόν η καημένη –γιατί λέμε καημένους τους ανθρώπους
που ακολουθούν τη φυσιολογική πορεία της ζωής, αλήθεια;- και με γέμισε θλίψη.
Την ίδια εκείνη νύχτα οι φασίστες σφάγιασαν
έναν καταυλισμό Ρομά λούζοντάς τον στην βενζίνη, το αίμα στις φλέβες της
παγκοσμιοποίησης, «ξοδεμένο» σε ψυχές που θεωρούνται δίχως νόημα, και βάζοντας
φωτιά. Όσοι σώθηκαν από τις φλόγες
πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ.
Έμαθα ότι στις κοντινές οικοδομές ο κόσμος
είχε βγει στα μπαλκόνια και κοιτούσε. Σιωπούσαν όμως μπροστά στην ανθρωποθυσία
και στους εκτελεστές. Δεν ήταν ένα θέαμα ψυχαγωγικό, αλλά ήταν σίγουρα
προειδοποιητικό: με λίγη περισσότερη βενζίνη καίγονται και οικοδομές. Άρα:
είστε μαζί μας, συνένοχοι με τη σιωπή σας, ή είστε εναντίον μας και με την
αντίδρασή σας εχθροί μας.
Οπότε, κάθονταν όλοι με νυχτικά και σώβρακα
στα μπαλκόνια και πίσω από αδύναμα παραμερισμένες κουρτίνες, απορροφώντας το
σκληρό αδηφάγο φως της φλόγας και εισπνέοντας τις κραυγές και τις ύστερες πνοές
των συνανθρώπων στους οποίους γυρνούσαν την πλάτη από φόβο κι ανάγκη για
επιβίωση.
Στο τμήμα χτύπησε το τηλέφωνο, η φωνή έξαλλη
από πανικό: «Ελάτε καλέ! Ελάτε και τους καίνε ζωντανούς!». Όταν έφτασε η
αστυνομία, κατά τις 05:00, οι φασίστες δεν ήταν πια εκεί. Ούτε καν τα
φαντάσματα των αδικοχαμένων που έκαναν το λάθος να υπάρχουν, μόνο αυτό, να υπάρχουν, δεν αιωρούνταν. Είχαν από ώρα
εξατμιστεί με τους καπνούς στα σύννεφα, κοιτώντας θλιβερά κάτω τ’ αποκαΐδια
ζωών που κανείς δε θα έκλαιγε, ζωών χωρίς όνομα και ταυτότητα.
Κι όμως, θαρρώ πως εκείνη η κραυγή στο
τηλέφωνο, ανώνυμη, τους έδωσε ταυτότητα και τους έκλαψε, γεμάτη με οργή και
τρόμο μπρος στην απάνθρωπη αγριότητα που μόνο ο άνθρωπος έχει τελειοποιήσει
έτσι.
Από τους 200 περίπου ανθρώπους που πρέπει να
ήταν μάρτυρες, μόνο ένας έκανε μια κίνηση, έβαλε μια φωνή στο μέγεθος που του
ήταν δυνατόν.
Έτσι, μπορεί η γιαγιά μου να έζησε μια απλή,
αδιάφορη ζωή, και για μένα θα παραμένει αγαπημένη ακριβώς ως μια γυναίκα τέτοια,
ωστόσο τις τελευταίες της στιγμές, με την καρδιά να πεταρίζει, έκανε ένα βήμα
παίρνοντας απλώς ένα τηλέφωνο, έκανε ένα βήμα που την ανέβασε στο γεμάτο
άγνωστους ήρωες βάθρο των αγωνιστών: μίλησε για την αδικία, όταν όλοι οι άλλοι
σιώπησαν.
Γλασκώβη, 05/10/2015
AΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου