ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΘΗ
Χαρακτηριστικό γνώρισμα
του θεοσοφικού μυστικισμού είναι η βίωση μιας εκστατικής εμπειρίας, η οποία
οδηγεί στην ενότητα του υποκειμένου με την έσχατη πραγματικότητα και στην
αποκάλυψη της αλήθειας. Στους κόλπους της χριστιανικής θεολογίας υπήρξαν
μεγάλοι στοχαστές, στους οποίους αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «Μυστικοί» (Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς, Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης, Ιερός Αυγουστίνος, Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης,
Γρηγόριος Παλαμάς κ. ά.). «Μυστικοί», όμως, μπορούν να χαρακτηριστούν και από το
χώρο της τέχνης (Ρομαντισμός, Συμβολισμός) οι καλλιτέχνες εκείνοι που αντιλαμβάνονται
την έμπνευση ως βίωση μιας εκστατικής εμπειρίας και το έργο τους είναι
γενικότερα επηρεασμένο από μυστικιστιστικές κοσμοθεωρήσεις και ερμητιστικές
φιλοσοφικές αντιλήψεις.
Ροπή προς το μυστικισμό
παρουσίασε και ο υπερρεαλισμός (ως μορφή αντίδρασης στον ορθολογισμό) με
χαρακτηριστικό παράδειγμα το έργο του Μπρετόν (Second manifeste du surréalisme, Arcane
17, Nadja). Συνέτειναν σ᾽ αυτό η επιλογή της αυτόματης γραφής και η σχέση του
κινήματος με το παράλογο και την ψυχανάλυση. Να σημειώσουμε ότι οι
αποκρυφιστικοί δεσμοί του υπερρεαλισμού (ασύμβατοι με τον επαναστατικό του
χαρακτήρα) επισημάνθηκαν έγκαιρα από ανθρώπους της Αριστεράς. Είναι γνωστή η επιστολή του Léon Trotsky προς τον Nικόλα Kάλας (12 Aπριλίου του 1939) για το πρόσφατα
(Παρίσι 1938) δημοσιευμένο βιβλίο του τελευταίου με τίτλο «Foyers d’ Incendie» (Eστίες πυρκαγιάς). H επιστολή βρίσκεται στο Aρχείο Trotsky, στη Bιβλιοθήκη Xιούστον του Πανεπιστημίου του Xάρβαρντ: «Aγαπητέ Nικόλα Kάλας... Δεν κατόρθωσα παρά να
ρίξω μια ματιά σε δύο ή τρία αποσπάσματα. Tο βιβλίο με ενδιαφέρει πολύ. Bεβαιώθηκα ότι καταδιώκετε τον
μυστικισμό, πράγμα που είναι διπλά παρηγορητικό. Γιατί η εποχή μας είναι
αντιδραστική και γιατί είχα πάντοτε τον φόβο μήπως ο υπερρεαλισμός έχει κάποια
κλίση προς τον μυστικισμό».
Στον ελληνικό υπερρεαλισμό
μυστικιστικά στοιχεία παρατηρούνται στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, το
ποιητικό περισσότερο και λιγότερο το εικαστικό. O μυστικισμός του, όμως, δεν ακολουθεί τα χνάρια του
ιδεαλιστικού θεοσοφικού μυστικισμού των Γερμανών, κυρίως, ρομαντικών ποιητών
του 19ου αιώνα (Holderlin, Novalis, Goethe, Schiller), που πρέσβευε την
ενότητα ανθρώπου-φύσης-Θεού, με τον οποίο μπολιάστηκε και η ποιητική σκέψη του
Σολωμού. Ο Eγγονόπουλος είναι πιο
κοντά στο μυστικισμό των «εσωτερικών ελλάμψεων» με τις οποίες είναι
«αλυσοδεμένοι», σύμφωνα με τον Baudelaire, οι πραγματικά μεγάλοι άνθρωποι στο χώρο του πνεύματος και της τέχνης. Την
ποιητική έμπνευση ως εσωτερική έλλαμψη ή εκστατική εμπειρία περιγράφει ο
Εγγονόπουλος με όρους υπερρεαλιστικούς στο ποίημα «O μυστικός ποιητής» από τη συλλογή «Mην ομιλείτε εις τον οδηγόν» και υπότιτλο-αφιέρωση «hommage à raveL». Παραθέτουμε την πρώτη ενότητα:
ἡ σκιά τῆς λίμνης
ἁπλώνονταν μέσ᾿ στό δωμάτιο
καί κάτω ἀπό κάθε καρέκλα
κι᾿ ἀκόμη κάτω ἀπ᾿ τό τραπέζι
καί πίσω ἀπ᾿ τά βιβλία
καί μέσ᾿ στά σκοτεινά βλέμματα
τῶν γύψινων προπλασμάτων
ἀκούγονταν σάν ψίθυρος
τό τραγούδι τῆς
μυστικῆς ὀρχήστρας
τοῦ νεκροῦ ποιητή
καί τότε μπῆκε ἡ γυναῖκα πού περίμενα
τόσον καιρό
ὁλόγυμνη
μέσ᾿ στ᾿ ἄσπρα ντυμένη
κάτω ἀπ᾿ τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ
μέ τά μαλλιά λυμένα
μέ κάτι πράσινα χορτάρια μέσα στά μάτια
πού κυματίζανε ἀργά
ὡσάν τίς ὑποσχέσεις
πού δέν δοθήκανε ποτές
σέ μακρινές ἄγνωστες πόλεις
καί σ᾿ ἄδεια
ἐρειπωμένα
ἐργοστάσια
Η σκηνοθεσία της αφήγησης
τοποθετεί τη δράση στον κλειστό χώρο ενός καλλιτεχνικού εργαστηρίου μέσα σε
ατμόσφαιρα μεταφυσικής και μυστηρίου. Μια μυστηριώδης δύναμη (η σκιά της
λίμνης) απλώνεται σιγά σιγά και καταλαμβάνει το χώρο με τα αντικείμενά του
(καρέκλα, τραπέζι, βιβλία, γύψινα προπλάσματα). Ως μουσική υπόκρουση «ακούγονταν
σαν ψίθυρος/το τραγούδι /της μυστικής ορχήστρας /του νεκρού ποιητή», στίχοι οι
οποίοι συναιρούν δημιουργικά τον υπερρεαλισμό του Εγγονόπουλου με την καβαφική
και καρυωτακική ποίηση. Την υποβλητική ατμόσφαιρα ενισχύει η εμφάνιση μιας
οραματικής γυναικείας μορφής, που θυμίζει στα καθ ημάς την οραματική μορφή της
«Φεγγαροντυμένης» από τον «Κρητικό» αλλά και από το Γ΄ Σχεδίασμα των «Eλεύθερων Πολιορκημένων» του Σολωμού.
Στη δεύτερη ενότητα το
περιγραφικό στοιχείο διαδέχεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το ομιλούν
υποκείμενο ανάγεται σε πρωταγωνιστή της δράσης. Η ρητή παραδοχή της
εσωτερικευμένης προγονικής αρχής (Καρυωτάκης) στους πρώτους στίχους
πραγματοποιείται όχι μόνο σε επίπεδο ποιητικής αλλά και σε επίπεδο υπαρξιακής
κοσμοθεώρησης (Φ. Αμπατζοπούλου, Ρ. Ζαμάρου, Κ. Βούλγαρης, Δ. Μέντη). Τη φυγή
επιθυμεί το ποιητικό υποκείμενο να πραγματώσει, να γίνει μέρος και αυτό του
αποκαλυπτικού του οράματος:
κι᾿ ἔλεγα νά χαθῶ κι᾿ ἐγώ
σάν τό νεκρό ποιητή
μέσα στά μακριά
μαλλιά της
μέ κάτι λουλούδια
π᾿ ἀνοίγουν τό
βράδυ
καί
κλείνουν
τό πρωί
μέ κάτι ψάρια ξερά
πού κρέμασαν
μ᾿ ἕνα σπάγγο
ψηλά
στήν καρβουναποθήκη
H γυναικεία μορφή, σιωπηλή και αινιγματική, γίνεται «τόπος»
πραγμάτωσης της φυγής του υποκειμένου συναιρώντας παράλληλα τον έρωτα («στά μακριά μαλλιά της») με την ιδέα
του θανάτου («τά λουλούδια π᾿ ἀνοίγουν τό βράδυ καί κλείνουν τό πρωί-νυχτολούλουδα» και τα «ξερά ψάρια … στήν καρβουναποθήκη»):
κι᾿ ἔτσι νά φύγω
μακριά
ἀπ᾿ τήν ὀχλαγωγή
καί τό θόρυβο
τοῦ σκοπευτηρίου
νά φύγω μακριά
μέσ᾿ στά σπασμένα
τζάμια
καί νά ζήσω
αἰώνια
πάνω στό ταβάνι
ἔχοντας ὅμως
πάντα
μέσα στά μάτια
τά μυστικά τραγούδια
τῆς νεκρῆς ὀρχήστρας
τοῦ
ποιητή
Ο ποιητής επιθυμεί μέσω
της «ανύψωσης» να φύγει μακριά από όλα εκείνα που τον πληγώνουν (ὀχλαγωγή, θόρυβος τοῦ σκοπευτηρίου) και
την επιθυμία του αυτή την εντάσσει σε μια προοπτική αιωνιότητας, συνδέοντας
τους στίχους με το μπωντλαιρικών αποχρώσεων ποίημα «Eμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» του K. Γ. Kαρυωτάκη:
Στό ταβάνι βλέπω τούς
γύψους
Μαίανδροι στό χορό τους
μέ τραβᾶνε.
Ἡ εὐτυχία μου,
σκέπτομαι, θά᾿ ναι
ζήτημα ὕψους.
Eίναι γεγονός ότι ο Eγγονόπουλος θέτει το ίδιο σαρκαστικά και ζητήματα
ποιητικής, παρόμοια με αυτά που έθεσε και ο μεσοπολεμικός ομότεχνός του.
Συγκριτολογικά τα δυο ποιήματα παρουσιάζουν ομοιότητες θεματικές (αίσθηση
θανάτου, επιθυμία φυγής, ματαιωμένη επικοινωνία, ιδέα της ανύψωσης, σαρκαστική
διάθεση). Aυτό που έχει ενδιαφέρον
είναι η εμμονή του Εγγονόπουλου στην κρυπτικότητα των ποιητικών συμβόλων αλλά
και τη συχνή παρουσία του επιθέτου «μυστικός» (μυστικός ποιητής, μυστική ορχήστρα, μυστικά τραγούδια) που
παρατηρείται σε όλο το ποίημα. H
αντίρρηση, ως υποψία περισσότερο διατυπωμένη, αναφέρεται στην ιδιαίτερη σημασία
που ήθελε να προσδώσει στη λέξη, μια σημασία που υπερβαίνει κάθε συμβατική ερμηνεία
και ενισχύει την πεποίθησή μας ότι ο ποιητής αντιλαμβάνεται τον ποιητικό λόγο
ως ένα είδος μυστικής επικοινωνίας, η «ερμητικότης» του οποίου προϋποθέτει
εξοικείωση με τους κώδικες ανάγνωσής του. Mε αυτή την έννοια το ποίημα προσπαθεί να εκφράσει κάτι
εσώτερο, βαθύτερο, γι᾽ αυτό και πιο μυστικό. Eίναι η επιθυμία της μέθεξης με την ιερότητα της
δημιουργίας εκείνη που κινεί τα νήματα της σκέψης του ποιητή και τον κάνει να
αντιλαμβάνεται την τέχνη ως μυστική επικοινωνία, ως μυητική διαδικασία.
Στο θέμα της ποιητικής
«ανύψωσης» αναφέρεται ο Baudelaire στo ποίημα «Élévation»
των «Fleures du Mal» και στο ποίημα «Tεχνητοί παράδεισοι». Συγκεκριμένα στην τέταρτη ενότητα
του δεύτερου κειμένου με τίτλο «Tο ποίημα
του χασίς» και στην ευρύτερη ενότητα «O
Άνθρωπος-Θεός» ο Γάλλος ποιητής γράφει:
῎Αν εἴσαστε μία από τίς ψυχές αὐτές, ἡ ἔμφυτη ἀγάπη σας
γιά τή μορφή καί τό χρῶμα θά βρεῖ πρίν ἀπ᾿ ὅλα ἀφθονότατη τροφή στά πρῶτα
στάδια τῆς μέθης σας. Τά χρώματα θά ἀποκτήσουν ἀσυνήθιστη ἐνεργητικότητα καί θα
εἰσδύσουν στό μυαλό σας μέ νικηφόρα ἔνταση. Εὐαίσθητες, μέτριες ἤ ἀκόμα καί
κακές ο ἱ ζ ω γ ρ α φ ι έ ς τ ῶ ν τ α β α ν ι ῶ ν θ ά ζ
ω ν τ α ν έ ψ ο υ ν μ έ μ ι ά ζ ω ν τ ά ν ι α τ ρ ο
μ α κ τ ι κ ή· τό πιό πρόστυχο ζωγραφισμένο χαρτί πού καλύπτει τούς τοίχους τῶν
πανδοχείων θά ἀποκτήσει βάθος ὑπέροχων φαντασμαγορικῶν παραστάσεων (μτφρ. Nίκου Φωκά).
Tο κείμενο του Eγγονόπουλου δανείζεται το μοτίβο του ζωντανέματος των
ταβανιών από τους «Τεχνητούς Παράδεισους» του Baudelaire όχι ως στοιχείο της παραισθησιογόνας λογοτεχνίας
αλλά ως μέσο βίωσης της εκστατικής εμπειρίας και ανάδειξης των ιδιαιτεροτήτων
ενός «Μυστικού» ποιητή τεκμηριώνοντας ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη ποιητική πρόταση.
Eίχε όμως ο Eγγονόπουλος ως προσωπικότητα τα χαρακτηριστικά μιας
μυστικής ιδιοσυγκρασίας; H
απάντηση δίνεται μέσα από το ίδιο το έργο του. Σ᾽ αυτό συναντάμε αρχετυπικές
μορφές (Ορφέας), οραματισμό του θανάτου του, μυστηριακούς μύθους και οραματικές
συλλήψεις που σε συνδυασμό με μια μεταφυσική θέαση της ζωής συνθέτουν την
εικόνα του «Mυστικού Ποιητή».
Tο ποίημα έχει υπότιτλο-αφιέρωση στο Γάλλο συνθέτη Maurice Ravel, ο οποίος είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν τη
δημοσίευση της συλλογής (1937). H
ιδιότυπη γραμματική απεικόνιση του ονόματος στην αφιέρωση:«hommage à ravel» (το τελικό L κεφαλαίο, ενώ το αρχικό r μικρό) πιθανόν να επιδιώκει την απομόνωση των
τεσσάρων πρώτων γραμμάτων του ονόματος και το σχηματισμό του αγγλικού ρήματος «rave» που σημαίνει «παραμιλῶ, παραληρῶ». H
παρακειμενική συσχέτιση του υπότιτλου με τους στίχους του μπωντλαιρικού
αποσπάσματος από τους «Tεχνητούς
Παραδείσους», που προαναφέραμε, τεκμηριώνει σε κάποιο βαθμό τη συγκεκριμένη
ερμηνευτική εκδοχή. Ο αυτοματισμός του υπερρεαλισμού έχει όλα τα χαρακτηριστικά
του «παραληρηματικού» λόγου, εκεί που δεν ακολουθούνται λογικοί κανόνες και
αρχές. Μια επιπλέον ερμηνεία μπορούμε να αναζητήσουμε στο έργο και την
προσωπικότητα του Maurice Ravel. Για τον Ravel η
μουσική αποτελούσε ένα είδος τελετουργίας, που απαιτούσε μύηση και έπρεπε να
εκτελείται προστατευμένη και αδιαπέραστη από τους αμύητους εισβολείς.
Ο Μιχάλης Κ. Άνθης είναι
δρ Φιλολογίας
Giuseppe Palumbo, Edge, ατσάλι και μπρούτζος, 35 x 25 x 7 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου