11/10/15

Πέθανε το λογοτεχνικό βιβλίο; Το παράδειγμα της Ρωσίας


Το παράδειγμα της Ρωσίας
Βάσω Γκαβαϊσέ, Hold Me Tight, Film AL-χαρτί, πλεξιγκλάς, 90 x 130 εκ. (δίπτυχο)


ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

Το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy δημοσίευσε πριν λίγο καιρό το άρθρο του Owen Matthews, που ειδικεύεται στα θέματα ρωσικής λογοτεχνίας, με τον εύγλωττο τίτλο Is Russian Literature Dead? How the land of Dostoyevsky and Tolstoy became a book lover's afterthought. Ο Βρετανός ανησυχούσε για την τύχη των ρωσικών γραμμάτων, και από τη μια αναρωτιόταν αν ζει ή πέθανε η ρωσική λογοτεχνία, και από την άλλη υποσημείωνε με βεβαιότητα, ότι η χώρα του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι έγινε παρελθόν για τους βιβλιόφιλους ανά τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Owen Matthews, εξαιρετικά λίγοι αναγνώστες στις Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν ονόματα των σύγχρονων ρώσων συγγραφέων: η «πίστα» γι’ αυτούς έχει «κολλήσει» στον Πάστερνακ και τον Σολζενίτσιν, ενώ μόλις το 4,6% των μεταφρασμένων στα αγγλικά βιβλίων είναι γραμμένα στα ρωσικά.
Οι απόψεις των Δυτικών και των ρώσων κριτικών λογοτεχνίας, αλλά και των ίδιων των λογοτεχνών, διίστανται. Οι Δυτικοί θεωρούν, ότι οι ρώσοι συγγραφείς έπαψαν να παράγουν αριστουργήματα, και η Ρωσία των κλασικών δεν είναι πλέον η «Χώρα των θαυμάτων». Οι ρώσοι συνάδελφοί τους βλέπουν τη ρίζα του κακού στην τραγική έλλειψη μεταφράσεων και στην απομόνωση στην οποία ο δυτικός κόσμος καταδίκασε –συχνά για λόγους πολιτικούς- τα ρωσικά γράμματα.

Ο Owen Matthews επιμένει, ότι τα τελευταία ρωσικά βιβλία, που τάραξαν τα νερά του δυτικού κόσμου, ήταν το Δόκτωρ Ζιβάγκο και το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, ισχυριζόμενος ταυτόχρονα, ότι αυτό συνέβη, επειδή η λογοτεχνία στη Ρωσία έπαψε πλέον να είναι το «μέτρο ηθικής», τόσο για τους Ρώσους, όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο...
Όπως και να ’ναι τα πράγματα, το πρόβλημα υπάρχει. Και μάλλον όχι μόνο για τη ρωσική λογοτεχνία. Ο Μιχαήλ Ταρκόφσκι, που επισκέφθηκε την Ελλάδα τον περασμένο Απρίλιο, επιμένει, ότι στη Ρωσία τού σήμερα λειτουργούν κάποιου είδους λογοτεχνικές και κινηματογραφικές «σέχτες», και έτσι προς τα έξω (αλλά και μέσα στην χώρα) προβάλλονται οι ίδιοι και οι ίδιοι δημιουργοί, από τους οποίους λίγοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκφραστές της σύγχρονης ρωσικής τέχνης.
Άσχετα με το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τον Ταρκόφσκι, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η αγορά βιβλίου στη Ρωσία λειτουργεί πλέον όπως και η αγορά όλων των προϊόντων, η προσφορά καθορίζεται καθαρά από τη ζήτηση και η διάθεση του τελικού προϊόντος εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από τη διαφήμιση. Το σύνθημα της περεστρόικας, «η ανάγνωση των βιβλίων είναι πιο συναρπαστική από την ίδια τη ζωή», δεν ισχύει πλέον, και η εποχή που τα τιράζ των χοντρών περιοδικών άγγιζαν μηνιαίως τα τρία εκατομμύρια το καθένα, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα τα τιράζ των βιβλίων έπεσαν σε σύγκριση με την περεστρόικα κατά 250 φορές, τα τιράζ των χοντρών περιοδικών δεν ξεπερνούν τις 4 χιλιάδες, και οι εκδοτικοί οίκοι, όπως και κάθε βιομηχανία, αγωνίζονται να κρατήσουν τους πελάτες τους.
Φέτος το περιοδικό Ογκονιόκ ξεκίνησε μια συζήτηση για το πώς δημιουργείται ένα «όνομα» στη σύγχρονη ρωσική αγορά βιβλίου. Τα ξίφη τους διασταύρωσαν ο κριτικός λογοτεχνίας Γιαν Σένκμαν και ο συγγραφέας και κριτικός Δημήτρη Μπίκοφ, ένας από τους πλέον γνωστούς συγγραφείς, ποιητές και ιστορικούς λογοτεχνίας στη Ρωσία, τον οποίον, εδώ που τα λέμε, ο Owen Matthews αποκαλεί στο άρθρο του μόλις «contemporary critic and a biographer of Pasternak».
Ο Γιαν Σένκμαν δείχνει να συμφωνεί με τον Matthews, αναρωτώμενος στον τίτλο του άρθρου του, Υπάρχει θέση για ταλέντα στη Ρωσία; «Οι λίστες των λογοτεχνικών βραβείων τα τελευταία πέντε χρόνια περιέχουν μόνο γνωστά ονόματα και η εικόνα δεν αλλάζει. Στη Ρωσία δημιουργήθηκε ένα λογοτεχνικό establishment, μια λογοτεχνική ελίτ... Τα ίδια και τα ίδια ονόματα συναντάμε στα βιβλιοπωλεία στα ράφια των μπεστ σέλλερ. Το τιράζ του βιβλίου μπορεί να είναι μικρό, αλλά αν σε προβάλλουν, θα βρεθείς οπωσδήποτε σ’ αυτό το ράφι...»
Ο Γιαν Σένκμαν εξηγεί παρακάτω, ότι στη λογοτεχνία, όπως και σε άλλους τομείς της ζωής, έπαψε να λειτουργεί το κοινωνικό ασανσέρ. Στη λογοτεχνία, όπως και στην εξουσία ή στη μεγάλη μπίζνα, δεν δέχονται πια ανθρώπους «απ’ έξω»: «Δεν δεχόμαστε άλλες μεγαλοφυίες, όλες οι θέσεις είναι κατειλημμένες, ξαναπεράστε αύριο», γράφει ο Σένκμαν.
Τα αποτελέσματα της στατιστικής έρευνας ενός από τους εκδοτικούς οίκους της Μόσχας, ήταν ακόμα πιο απελπιστικά απ’ ό,τι της έρευνας του Matthews στην Αμερική: στην ερώτηση, αν θα διάβαζαν τον συγγραφέα Χ, οι αναγνώστες απάντησαν: «Αν τον διαφημίσετε, θα τον διαβάσουμε!» Είμαι σίγουρη, ότι τέτοια ερώτηση ο Matthews παρέλειψε να κάνει.
Τί άλλαξε μέσα στις δυο τελευταίες δεκαετίες; «Στη λογοτεχνία δεν υπήρχε τότε ‘κάθετη τομή’. Δεν υπήρχε μηχανισμός κατασκευής ονομάτων, δεν υπήρχε πανίσχυρη PR-μηχανή. Δεν υπήρχε αυστηρά δομημένη και αυστηρώς μοιρασμένη ανάμεσα στους Εκδοτικούς Οίκους αγορά. Και τα βραβεία δεν έπαιζαν κανένα ιδιαίτερο ρόλο και δεν είχαν γίνει μέσο εμπορικής προώθησης... Γι’ αυτό και υπάρχει η εντύπωση, ότι τότε δεν υπήρχε μεγάλη λογοτεχνία στη Ρωσία, ενώ σήμερα υπάρχει... Το πρόβλημα είναι αλλού: απλά οι εκδότες συνειδητοποίησαν, ότι η λογοτεχνία ‘γενικώς’ δεν πωλείται, πωλούνται όμως τα εμπορικά σήματα... Έτσι, κερδίζουν όλοι. Εκτός από τη λογοτεχνία...»
Κάθετα διαφωνεί με τον Γιαν Σένκμαν ο Δημήτρη Μπίκοφ, τα βιβλία του οποίου βρίσκονται ακριβώς στα ράφια των μπεστσέλλερ:
«Η λογοτεχνία σήμερα είναι το μοναδικό περιβάλλον στη Ρωσία, όπου ο ταλαντούχος και επίμονος άνθρωπος μπορεί ν’ αρπάξει την ευκαιρία και να κερδίσει –χωρίς διασυνδέσεις και μίζες– αν όχι τα χρήματα, τουλάχιστον τη δόξα. Μόνο στη λογοτεχνία λειτουργεί σήμερα το κοινωνικό ασανσέρ... Γράψτε ένα καλό έργο, και θα σας τραβάνε προς το φως από τα αφτιά, σαν το ραπανάκι».
Ποιος από τους τρεις έχει δίκαιο; Πιθανόν, και οι τρεις. Η έλλειψη αναγνώρισης, όπως και η απουσία από τις σορτλιστ των λογοτεχνικών βραβείων, δεν σημαίνει ότι δεν αξίζεις. Όπως και το γεγονός ότι οι δυτικοί εκδοτικοί οίκοι δεν σε μεταφράζουν, και ο μέσος αμερικανός αναγνώστης δεν σε γνωρίζει. Η αλήθεια επίσης είναι, ότι η λογοτεχνική νομενκλατούρα υπάρχει, όπως υπήρχε και στην Σοβιετική Ένωση, και είναι από τους λίγους θεσμούς που, όπως και οι κατσαρίδες, επέζησαν της κοινωνικής πυρηνικής καταστροφής και θα επιζήσουν και της επόμενης.
Η αλήθεια είναι επίσης, ότι ο αληθινός λογοτέχνης θα βρει το δρόμο προς τον αναγνώστη, ακόμα και παρακάμπτοντας τη βιομηχανία βιβλιοπαραγωγής. Σήμερα υπάρχει πολύ πλούσιο ηλεκτρονικό «σαμιζντάτ», συγγραφείς του οποίου συχνά έχουν στη Ρωσία αναγνώριση μεγαλύτερη από τους επίσημους «κλασικούς εν ζωή».
Κάποιο δίκαιο έχει ακόμα και ο Owen Matthews, που επιμένει, ότι οι τελευταίοι μεγάλοι ρώσοι συγγραφείς για τη Δύση ήταν ο Πάστερνακ και ο Σολζενίτσιν. Κατά την ταπεινή μας γνώμη πάντως, και το Δόκτωρ Ζιβάγκο, και το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν «μέτρο ηθικής», όπως το εννοεί ο Matthews. Και οι δυο συγγραφείς όμως έχουν γίνει στη Δύση «εμπορικές μάρκες».
Η Δύση «δεν πρόσεξε» πολλούς εξαιρετικούς ρώσους συγγραφείς, για τον ίδιο ακριβώς λόγο: δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν brands. Ψάχνοντας για τα brands, οι δυτικοί εκδοτικοί οίκοι αναπόφευκτα σκοντάφτουν στα λογοτεχνικά βραβεία και τις σορτ λιστ. Εξ ου και το αποτέλεσμα.
Πέθανε τελικά η ρωσική λογοτεχνία ή ζει; Μια σύγχρονη συγγραφέας, η Βικτώρια Τόκαρεβα, που διαπρέπει, εδώ και τέσσερεις δεκαετίες, και στην πρόζα, και στον κινηματόγραφο, είπε πρόσφατα ότι στη Ρωσία απέμειναν μόνο δύο επαγγέλματα – οι πλούσιοι και οι φτωχοί.
Έτσι ήταν και είναι η ρωσική λογοτεχνία. Πλούσια και φτωχή.

Η Ευγενία Κριτσεφσκαγια είναι κλασικός φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: