Σοσιαλίζων ή
συντηρητικός;
ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Ντορα Οικονομου, Silenco Gets to Carry, 2014, ξύλο, αφρός, αλουμινόχαρτο, φιλμ 35 mm, 100 x 210 x 11 εκ., ευγενική παραχώρηση της γκαλερί Breeder |
Με αφορμή
πρόσφατη ημερίδα (Σχολή Μωραΐτη) καθώς και την ενδιαφέρουσα βιβλιοπαρουσίαση
των Αναμνήσεων του Παν. Παυλούρου (Άλκης Ρήγος, «Αναγνώσεις») ξαναπιάνω το νήμα
(βλ. Η Αυγή, 23. 11. 2014) και
συνεχίζω με το κείμενο: «Η δημοτικιστική ‘ιδέα’, ο Δελμούζος και η αξία του
έθνους» που προτάσσεται στα Ανάλεκτα του Αλέξανδρου Δελμούζου (έκδοση Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη – Αλέξης
Δημαράς, Αλεξάνδρα Πατρικίου).
Μετά απ’
αυτόν τον καταιγισμό των «ερμηνευτικών πλαισίων», αναπόφευκτα θα προβληθεί η
διαβεβαίωση ότι ο Δελμούζος «δεν άλλαξε ως προς καμία από τις βασικές του
θέσεις και ιδέες» και επομένως δεν κατέληξε «από σοσιαλίζων συντηρητικός». Ως
προς τη σκιαγραφούμενη έτσι πορεία του εντοπίζεται εκείνη η «καταδίκη της
πολιτικής» που θα «μορφοποιηθεί» τάχα «μεταπολεμικά» σε κατάφαση ενός
«αιτήματος για ‘υπερκομματική’ εκπαιδευτική πολιτική». Για το τελευταίο όμως
εκβάν (ήδη είχε προηγηθεί η «οικουμενική» κυβέρνηση και η συνέχειά της, του «ευρέως
συνασπισμού», το 1927, καθώς και οι «συμμαχικές» κυβερνήσεις κατά τον εμφύλιο)
μιας τέτοιας προοπτικής αναδεικνύεται το «υπόμνημα» που υποβάλλει ο Δελμούζος
το 1952 στον Παπάγο με μορφή «κατηγορικής επιταγής» και σε περίοδο πάλι «βαθιάς
κρίσης». Τούτο συναρτήθηκε απλώς και μόνο με το «τεράστιο ποσοστό» (με
πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα) των εδρών που είχε ο στρατάρχης στη Βουλή; Με
ποιον όμως ο Δελμούζος είχε μια «εγγύτητα», στο πλαίσιο των κυβερνήσεων του
Κόμματος Φιλελευθέρων; Μήπως με τον Γ. Παπανδρέου που κατόρθωσε τώρα την
εκλογική του «διάσωση» μέσω του «Ελληνικού Συναγερμού»; Τελικώς, δεν ήταν αυτός
που έκανε προσωπική του επιλογή το: «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», προτιμώντας
μεταξύ «ίσων» να συμπλεύσει με τον πρώτο; Συνολικότερα, η μετατόπιση από τα
κεντρογενή κόμματα, που προέκυψαν από το Κόμμα Φιλελευθέρων ή από το Εθνικό
Ενωτικό Κόμμα, στη Δεξιά δεν θα αργήσει. Τον Μάιο του 1952 (με κυβέρνηση
Πλαστήρα-Βενιζέλου) ή του 1953 κυριολεκτείται (δις αναγραφόμενο) ότι επήλθε
«γενικός διωγμός» των οπαδών του εκπαιδευτικού δημοτικισμού; Επιπλέον, η μία
από τις δύο εφημερίδες που δημοσιεύει το κείμενο αρ. 64 μήπως είχε υποστηρίξει
τον Παπάγο στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1952;
Και εκεί που γνωρίζαμε από τις
πηγές (σ’ αυτές συγκαταλέγεται και ο ίδιος ο Δελμούζος, αν και το 1927 έγραφε
ότι από το σχολείο του Βόλου ώς τότε «είναι ο ίδιος άνθρωπος», χωρίς βέβαια τη
μνεία της συμμετοχής του στην κίνηση των «Κοινωνιολόγων» και της φιλίας του με
τον Σκληρό) και από την οικεία βιβλιογραφία (στην οποία περιλαμβάνεται και η
υφηγεσία της μελετήτριας, έτους 1977) ότι υπήρξαν εκτός από τα «ξεθεμελιώματα»
ή τα «πισωγυρίσματα» και περίοδοι «συμβιβασμών» στην εδραίωση του εκπαιδευτικού
δημοτικισμού, από το «συντηρητικό» και αντίστοιχα από το «φιλελεύθερο» κόμμα,
έρχεται τώρα η άμβλυνση μιας τέτοιας αντιμετώπισης με αιχμή τη θέση ότι είχε
συμβεί «παρερμηνεία της ήττας» που οδήγησε στους «δημοτικιστές να πάρουν θέση
εναντίον της πολιτικής». Τούτο γενικώς οριοθετείται στο Μεσοπόλεμο «και
ύστερα», ας το επαναλάβω, όταν οι «φιλελεύθεροι» – πάντα με την «ιδεολογική
σημασία των απογόνων των διαφωτιστών» («παράλληλα ανήκουν σχεδόν όλοι στους
πρώτης κατηγορίας διανοουμένους της χώρας») –
θα «ταυτίσουν την πολιτική με τον κομματικό φανατισμό».
Στο «μεγάλο ιδεολογικό αδιέξοδο»
που εμφανίζεται να τους συντρίβει συνέβαλαν πρωτίστως ο Γληνός και οι
«αριστεροί διανοούμενοι» μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου; Μόνο που
μια τέτοια κριτική ασκήθηκε στον Δελμούζο ως «φιλελεύθερο ιδεαλιστή» από τον
Κορδάτο ήδη το 1924 (στην Κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως
του 1821) και το 1925 (στον πρώτο τόμο της Νεοελληνικής Πολιτικής Ιστορίας). Αλλά και από τον Νίκο Γιαννιό που
το 1913 κατήγγειλε κιόλας τον Εκπαιδευτικό Όμιλο ως προδότη της «δημοτικιστικής
ιδεολογίας» και τον Δελμούζο ως αρνητή του σοσιαλισμού και «σημαιοφόρο του
εθνικισμού». Ούτε πάλι είναι ακριβής τόσο ο τρόπος αντιμετώπισης του Γληνού, ως
προς το πότε «προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα», όσο και η «αντιπαράθεση» του
Δελμούζου μ’ αυτό το κόμμα («όλο και πιο απειλητικό για την κοινωνία και το
έθνος») που θα καταστεί «οξεία πολιτική πολεμική την περίοδο του Εμφυλίου»,
έτσι που η «εξέλιξη» των δύο πρωταγωνιστών του εκπαιδευτικού δημοτικισμού να
αποτυπώνεται «σε πορείες παράλληλες που όλο και απομακρύνονται».
Η απαίτηση
για αποσύνδεση του δημοτικισμού από τον «Βενιζελισμό» έγινε περισσότερο
επιτακτική μετά τις εκλογές του 1920, όταν οι δυνάμεις που αναλαμβάνουν την
κυβερνητική εξουσία προχωρούν στην κατάργηση του νομοθετικού έργου του Κόμματος
Φιλελευθέρων για την εκπαίδευση. Από την πλευρά του ΣΕΚΕ(Κ) η
γλωσσοεκπαιδευτική «αναγέννηση» αντιμετωπίζεται ως «έργον του πτωχού εργατικού
λαού». Μετά μάλιστα τη μικρασιατική καταστροφή θα προβληθεί η «νέα μεγάλη Ιδέα»
που θα επιφέρει την απελευθέρωση των «εργατών και χωρικών από την εκμετάλλευσιν
της εντοπίας και διεθνούς κεφαλαιοκρατίας». Ως προς τους ηγέτες του
εκπαιδευτικού δημοτικισμού, μία μερίδα (η επικρατέστερη στη διάσπαση του
Εκπαιδευτικού Ομίλου) θα αντιλαμβάνεται συνεχώς οξύτερη την «κρίση» του, μια
και δεν θα παρουσιάζεται εφικτή η αναζωογόνησή του στην «εθνικοκοινωνική»
περιοχή, όπως έγραφε ο Γληνός το 1923/1924. Πάντως κατά την περίοδο του
«Μεσοπολέμου ούτε ο «σοσιαλισμός» (αρκεί με τον όρο αυτό να νοούνται οι
σοσιαλιστικές κινήσεις της περιόδου) εμφανίζεται να μη «χωράει την εθνική
ιδεολογία», ακόμη κι αν αυτός θα είχε υποκατασταθεί από το «οργανωμένο πλέον
κομμουνιστικό κόμμα» (π.χ. η τριβή στο «Μακεδονικό», «Κυπριακό», «Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο» κλπ.).
Τι υπονοεί
όμως η παράκαμψη της ενεργού συμμετοχής του Δελμούζου στην κίνηση των
«Κοινωνιολόγων» και στη διαμόρφωση του προγράμματος του «Λαϊκού Κόμματος»
(1910); Προφανώς δεν αρκεί η γενικόλογη
αναφορά στο «κίνημα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού» που «ξεκινάει προς το τέλος
της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα», έτσι που να αποτυπώνεται ως απαρχή ή ως
«προϋπόθεση» η «επιβολή της ομιλούμενης εθνικής γλώσσας» και ως γραμμική
απόληξη το «κράτος δικαίου» ή η εμπέδωση της «κοινωνικής δικαιοσύνης». Όσο για
την υποβάθμιση («δεν είναι ακριβώς έτσι») της οικειότητας του Δελμούζου με το Κοινωνικόν μας ζήτημα (1907) του
Σκληρού: ο πρώτος ως «Ντέλος» απευθύνεται στους δημοτικιστές στους «ατρόμητους
υπέρμαχους της ζωντανής μας γλώσσας», ερμηνεύοντας την επιχειρηματολογία του
βιβλίου με το πρίσμα του «θετικισμού» και με το «νόμο της εξελίξεως», δηλαδή
μεταγράφοντας προσεκτικά τον «προοδευτικόν νόμον της εξελίξεως». Ήδη το 1912 (Ελλάδα: χτες-σήμερα), όταν τα ηγετικά
στελέχη των «Κοινωνιολόγων» προσχωρούν στο Κόμμα Φιλελευθέρων, ο Δελμούζος
προβάλλει μια εύκαμπτη αντίληψη της ιστορίας, όπου δεν αποτιμάται ως αμελητέος
παράγοντας η «παράδοσις» και ο εργατικός αγώνας τοποθετείται «εις το πλαίσιον
των εθνικών μας παραδόσεων».
Όσο για τη «γνωστή» ρήση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος:
«η παγκόσμια ιστορία δεν είναι παρά η ιστορία της πάλης των τάξεων», αυτή
ανακαλείται από δεύτερο τουλάχιστον «χέρι»… Πολύ περισσότερο η σκέψη του
Σκληρού δεν ήταν «προσαρμοσμένη» στην «κυρίαρχη αντίφαση, η οποία υπερκαθορίζει
όλα τα λοιπά διακυβεύματα» και τα «μεταρρυθμιστικά οράματα για την ‘αναγέννηση’
της χώρας», δηλαδή στο «εθνικό ζήτημα» που συνοψίζεται στην «εθνική πολιτική
επέκτασης των συνόρων». Μια απλή ανάγνωση του Κοινωνικού μας ζητήματος δεν θα οδηγούσε στην απόφανση ότι
«ενσωματώνει» τα «επεκτατικά εθνικά οράματα» – ό,τι θα συνιστούσε τάχα το
«απολύτως πρωτεύον πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας» – στη «σοσιαλιστική
θεωρία». Για παράδειγμα: «όλη αυτή η εθνική αποστολή» και η «απολύτρωσις των
δούλων αδελφών» «ούτε προσθέτει και ούτε αφαιρεί τι από την κυριαρχούσαν τάξιν
μας, η οποία και άνευ της αποστολής αυτής αισθάνεται τον εαυτόν της θαυμάσια,
το παν έχουσα εις τας χείρας της!». Χρειάζεται να ξαναδώσει την «αναγκαίαν
εξήγησιν» για τον «άμεσον επικίνδυνον εξωτερικόν εχθρόν» που δεν υπάρχει; Ή, να
επαναλάβει, το: «χάρι της πατρίδος δήθεν, πράγματι δε προς το συμφέρον μας
μόνον τάξεως, της κυριαρχούσης»;
Μένω για την
ώρα σ’ αυτά, χωρίς να παρακάμψω ό,τι γράφεται για τη μονογραφία (1986), δηλαδή
την «πιο συστηματική» για τη «θετική αποτίμηση του έργου του Δελμούζου», όταν
ήδη από το 1990 αυτή είχε ανασκευασθεί στα βασικά της σημεία (βλ. Χ. Νούτσος, Ιστορία της εκπαίδευσης και ιδεολογία
και τα κατοπινά δημοσιεύματα του ίδιου συγγραφέα, ακόμη και αυτά που προσεχώς
θα εμφανισθούν). Δεν ενοχλεί τέλος η θνησιγενής απόπειρα να καταξιωθεί η
«ιστορική έρευνα και εργασία» του Αλέξη Δημαρά με γνώμονα τα «μεγάλα κοινωνικά
όνειρα» του Δελμούζου, τόσο με όσα έμειναν «ανεκπλήρωτα» όσο και μ’ εκείνα που
κάποτε ευοδώθηκαν; Ως προς τον τίτλο του
παρόντος κειμένου: ο «δεύτερος πλους» εικονίζει τη «μετατόπιση» και ο «πρώτος»
το «νόστο»… Με ποιον από τους δυο θα ήταν σύμφωνος ο Αλέξης Δημαράς που πριν
από έντεκα χρόνια (για να μην επιστρέψω στο 1974) είχε συμπεράνει ότι η
«μεταρρύθμιση» των ετών 1929-1932 «αποτελεί τη σημαντικότερη τομή στην ιστορία
της νεοελληνικής εκπαίδευσης μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους» και μόλις
πριν από τέσσερα ότι όσα «παρουσίασε έδειξαν πόσο σωστή είναι η εκτίμηση» έτους
1977;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου