17/5/15

Θα σου ξαναγράψω

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
                                                 
                                                              «σταγόνα επουράνιος, σταγόνα αοράτου»
                                                                                              Ηλίας Λάγιος, Θεατρολογία
                                                      
...Ναι, έφτασαν κι αυτά τα ποιήματά σου αισίως εδώ. Ξεχώρισαν αμέσως μέσα στην αιώνια υγρασία του Χονγκ Κονγκ. Ατσαλάκωτα. Όπως το γέλιο σου. Κάτω από τον ψευδότιτλο των Ασκήσεων σου (Ι-ΙΧ) ο φίλιος προσδιορισμός, η συντεταγμένη του κόσμου: «Στον Γιώργο Βέη  απ’ την βουερή Αθήνα που ’ναι όλοι οι πληθυσμοί της οικουμένης». Σα να ήταν όλα εκεί γραμμένα στο κατάστρωμα ενός ιπτάμενου καραβιού της γραμμής Πειραιάς-Μασσαλία-Πλανήτης Άρης. Δεν άργησα να σου τηλεφωνήσω για να σου πω πόσο με ταξίδεψε το βιβλίο σου αυτό. «Μάθε να αγαπάς το Μελαχρινό»… γράφεις στη σελίδα 127 των Ασκήσεων. Το είχες συγκρατήσει: ανέλαβα να παρουσιάσω το έργο του, τότε, το 1972, όταν ήμουν στην πέμπτη τάξη του Γυμνασίου, στην Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή, όπως τη λέγαμε από παλιά. Από τα θρανία της πέρασαν, μεταξύ άλλων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Λάμπρος Πορφύρας… σε είχε αιφνιδιάσει η σύμπτωση... «για να μη λησμονήσω, τους απόντες φίλους. Για να συγχωρεθώ. Το κελί του Παλαμά, με δίδαξε πιο πολλά απ’ τις εαρινές ανθοφορίες…». Επιστρέφοντας μάλιστα τώρα σ’ εκείνες τις σελίδες σου, είναι σα να πηγαίνουμε μαζί βόλτα στη οδό Σόλωνος και να μιλάμε -σχεδόν- για τα πάντα. Σε σκεφτόμουν τις προάλλες,  μου συμβαίνει συχνά, όταν ακουμπώ σε μαρμάρινη επιφάνεια μικρών, στρογγυλών τραπεζιών, σε καφενεία και ταβέρνες… όταν μάλιστα  χθες το βράδυ έπεσε πολύ το πορτοκάλι και μου χάλασε τη γεύση, θυμήθηκα τη σαφέστερη ίσως των οδηγιών σου «πρώτα η βότκα, κύριε, και μετά το πορτοκάλι»… τι καιρός κι αυτός,  Ηλία, λίγο ακόμα και θα είχαμε γίνει μούσκεμα αν δεν τρυπώναμε στη πρώτη καφετέρια στη στάση του Φιξ… «η σωστή δόση του ποτού είναι η δόση της αθανασίας μας», δήλωσα, εισπράττοντας τη μεγαλοπρεπή επιδοκιμασία σου.

«Τα μάτια μου ονομάζουν στις περσίδες/ το ίσως φως, που μην θα κοιτάξει∙/ Stuyvesant, ούζο, πώς θα βάλουν τάξη/ σ’ ελπίδες, στο μην είδες, σε ρυτίδες;» απήγγειλες κάποια στιγμή, με ύφος σκανταλιάρικου παιδιού. Είναι η πρώτη στροφή από τον «Λάγιο Πέρση». Μετά ήταν που κολλήσαμε στη φράση «ο άνθρωπος είναι ένα μη-δυνατό όνειρο» του Ζαν-Πώλ Σαρτρ, από τον πρόλογό του σε μια έκδοση των Ποιήσεων του Μαλλαρμέ. Πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες γι’ αυτό. Η όρεξή σου ακατάβλητη. Το βλέμμα σου σα να χανόταν για λίγο. Μετά ακουμπούσε σε μιαν επιφάνεια, σ’ ένα σημείο, κι έμενε εκεί. Λες και ζητούσες να φωτογραφήσεις τις κουκκίδες, τα αδιόρατα σημεία, τα οποία συνιστούν τα πράγματα αλλά  και  τις έννοιες. Αργότερα στο σπίτι υπογράμμισα με κόκκινο τις κρίσιμες αράδες: “…pour un monde fini le monde apparaît comme une perpétuelle rencontre, une absurde succession de hazards [. . . ] Ainsi l’ impuissance du Poète symbolize l’ impossibilité d’ être homme”. Διάβαζα ξανά και ξανά, έχοντας κατά νου και τους δικούς σου οριακούς αφορισμούς: «Μην ξαγρυπνώντας στα όνειρά μου, όνειρά μου,/ σε είδα – κι ήσουν, λέει, ζωντανός […] Πόσο απείχε δεν το ήξερα/ εκεί που ο ξύπνος σταματά από κει που αρχίζει ο όνειρος […] Ο κόσμος είναι για να τον ξεχνάς, να σε ξεχνά και μόνος να πεθαίνεις». Μετά ολοκλήρωσα εκείνο το γράμμα για την αίσθηση του πανικού που φαίνεται να εξημερώνεις σε κάποιους στίχους σου. Δεν παρέλειψα μάλιστα τις πηγαίες αναφορές στην Τάξη του Πάθους: «Να κατεβαίνω κάθε ημέρα, φτερούγες ισιάζοντας [...] ο κάθε γύπας έχει και τον άνθρωπό του, mr Eliot./ Εγώ είμαι ο δικός μου. [...] Με τρώει, όπως τον τρώω κι εγώ. Ματιά στα μάτια μου», από το ποίημά σου με τίτλο «Γυψ Δεσμώτης». Ανήκουν σ’ εκείνα στα οποία επέστρεφα (επιστρέφω, θέλω να πω) συχνά πυκνά. Αργότερα, με άλλη ευκαιρία, θα συνόψιζα σε ελάχιστες λέξεις: «Η μη–τρέλα διεκπεραιώνεται μέσα από τη γλώσσα: το μάθημα του Ηλία Λάγιου». Να συσχετίσω τώρα επίσης από ένα σημαδιακό κείμενο του Ρολάν Μπαρτ: “Δεν νιώθουμε πια τη Λογοτεχνία ως έναν τρόπο κυκλοφορίας κοινωνικά προνομιούχο, αλλά ως ένα σταθερό λεκτικό ιδίωμα βαθύ και γεμάτο μυστικά, δοσμένο ταυτόχρονα σαν όνειρο και σαν απειλή”. Και η υπόσχεση να επανέλθω και να διευρύνω σχολαστικά προηγούμενες κρίσεις μου για  σένα, όπως είναι οι εξής φέρ’  ειπείν: «Οι δραστικές συντμήσεις τού διαρκώς αυτοσχεδιάζοντος δημιουργικού σου λόγου, οι αιφνίδιες μεταπτώσεις, οι ομιλητικές σιωπές, οι θαρραλέες συντακτικές εγκοπές, οι απρόοπτοι συσχετισμοί και οι συναφείς αλληγορικές συνεκδοχές δρουν συναινετικά: η επιδιωκόμενη αρμονία είναι υπόθεση εσκεμμένων, ιδιαζόντως ανανεωτικών αποκλίσεων». Σε φαντάστηκα λοιπόν να σκαρφίζεσαι ένα λογοπαίγνιο, συνομιλώντας νοερά με τον αλησμόνητο εκείνον ομοιοκαταληκτή, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Να μουρμουρίζεις, μπαίνοντας στο ταχυδρομείο με τον φάκελο στο χέρι, λέω κάτι περίπου σαν “Κίνα-Σίνα-μήνα”.
Τον έχω κρατήσει εκείνον το φάκελο που μου έφερε τις Ασκήσεις σου. Στην επιφάνειά του συνάντησες γλωσσικά τη σινική επικράτεια. Σε περίμενα βεβαίως στο Χονγκ Κονγκ. Μου το είχες τάξει άλλωστε. Κάποια στιγμή μου είπε η αδελφή σου ότι διατηρούσες κι εσύ συγκεντρωμένα τα γράμματα και τις κάρτες μου, όπου και η ανοικτή πρόσκληση για την πατρίδα του Λάο Τσε.  Τώρα τα φανερώνω όλα αυτά στην οθόνη μου, ξαναζώ ανόθευτο τον οίστρο σου. Ίσως γιατί ξέρω ότι η αναπλήρωσή σου είναι υπόθεση μαγική και γι’  αυτό εξαιρετικά πιθανή μέσα στο σύμπαν των αναγκαιοτήτων και της τυχαιότητας. Το βέβαιο είναι ότι αυξάνονται οσημέραι οι φίλοι και οι φίλες σου. Θα το πιστέψεις, Ηλία, είσαι πιο υπαρκτός από πολλούς που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Μοιάζει ίσως με δήλωση πηγαίας υπερβολής, αλλά παραμένεις τόσο ακέραιος εσύ και η ποιητική σου Γνώση, ώστε σε βλέπω.

Ο Γιώργος Βέης (γέν. 1955) είναι ποιητής

Χρύσα, Todays special, 1970-1973, γύψος, ακρυλικό, νέον, 270 x 240 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: