29/3/15

ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ

Jemmapes, 1998, Oilstick, ξύλο, χειροποίητο χαρτί, 68 x 88 εκ. 


Πάλι τα σκονισμένα βήματα τον έφεραν στο κέντρο της πόλης. Κρατώντας ένα κομμάτι από τη μνήμη ενός παιδιού που χάθηκε στο όνομα του "αντρισμού" και της "μαγκιάς". Θυμήθηκε πλείστα τέτοια περιστατικά όταν είχε υπηρετήσει την πατρίδα. Μνήμες που έγιναν σκόνη του χρόνου. Για μια κοινωνία που "συγκινείται" μόνο στο ακραίο του θανάτου. Και τότε πάντα επιλεκτικά. Λίγες ημέρες πριν είχε μάθει για το συμβάν με τους Ρουμάνους εργάτες στα φραουλοχώραφα της οργής.
Και μνήμες ενός θνήσκοντος σχολειού, ενός βλέμματος που χάθηκε μέσα στην απρόσωπη σειρά των θρανίων, ένας έλεγχος "κάτω του μετρίου" που εντός του έκρυβε μυστικά ανομολόγητα. Για εκείνον που αίφνης μια μέρα χάθηκε από την τάξη και κανείς δεν ήξερε που πήγε, ή τι έκανε. Για το μικρό παιδί που σε ένα επαρχιακό σχολείο έπαιζε φυσαρμόνικα, ήταν λέει κακός μαθητής, αλλά έπαιζε φυσαρμόνικα και τα παιδιά στέκονταν γύρω του για να ακούσουν την λαλιά του "κακού μαθητή" που ερχόταν στο σχολείο με τα πόδια, τέσσερα χιλιόμετρα να έρθει και άλλα τόσα να γυρίσει. Παιδί μεταναστών. Την μόνη ώρα που ένοιωθε ελεύθερος και αποδεκτός ήταν η ώρα που έπαιζε φυσαρμόνικα. Για το σχολείο, το σύστημα, αυτό ήταν ένα "χαμένο παιδί". Δεν του ’χε πει κανείς να παίξει φυσαρμόνικα μέσα στην τάξη. Ήταν έξω από τις "νόρμες".

Αυτά σκεφτόταν ο ερημίτης. Για τα πολλά παιδιά που έχουν γνωρίσει την βία στο σχολείο ή στο σπίτι, ή για εκείνα τα παιδιά που έχουν μάθει ότι η βία είναι ο μόνος δρόμος. Για την σιωπή που καλύπτει αυτή τη βία. Για τις αυλές και τους μαντρότοιχους των σχολείων που είχαν να πουν ιστορίες πικρές για παιδιά που πήγαν σε μια γωνιά για να κρύψουν το δάκρυ της μοναξιάς τους. Εκεί κάπου, σκέφτηκε, είναι η ρίζα του προβλήματος. Έχουμε ένα σχολείο που δεν αρέσει σε κανέναν. Ούτε στα παιδιά, ούτε στους εκπαιδευτικούς, ούτε και στους γονείς, για όσους τουλάχιστον θέλουν να καταλάβουν. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα των νέων κυβερνώντων σκέφτηκε ο ερημίτης. Γι' αυτό του φαινόταν τόσο άθλια και παράταιρη η συζήτηση περί της "αριστείας'. Γιατί αυτή η συζήτηση πετούσε έξω με κριτήρια "κοινωνικού δαρβινισμού" το παιδί που έπαιζε φυσαρμόνικα στην αυλή του σχολείου του αλλά είχε μηδέν εννέα στα μαθήματα που "σήμαιναν" και "σημαίνουν". Γιατί αυτή η "αριστεία" δεν είχε στα πλάνα της το μοναχικό δάκρυ, το ταλέντο που δεν βρέθηκε ποτέ, τον "ξένο" που πάλευε με ξένη γλώσσα, δεν είχε το παιδί που είχε όνειρα άλλα, διαφορετικά από μια "επιτυχία" που "σκοτώνει". Δεν είχε ακόμη και εκείνον που πιεζόμενος "τα πήγαινε καλά" για τους δικούς του, για την κοινωνία, για το "καλό" του.
Ο ερημίτης είχε κάτσει έξω από μια αυλή ενός σχολείου και έβλεπε. Αγόρια και κορίτσια με ένα άδειο βλέμμα, κολλημένα στο κινητό που απαγορευόταν, με ύφος βαριεστημένο, αυτό το εφηβικό που κρύβει μέσα του θυμό, ανία, οργή, μα και σπορά ελπίδας καταχωνιασμένης, άκουγε τον λόγο για μια ακόμη επέτειο που κανείς δεν της έδινε σημασία, ούτε στην επέτειο, ούτε σε αυτόν που έβγαζε τον λόγο. Η μόνη χαρά που έβλεπε ήταν γιατί είχε χαθεί  μια ώρα. Καμιά φυσαρμόνικα δεν ακούστηκε σε εκείνη την αυλή, καμιά. Μόνο το σύρσιμο των βημάτων των παιδιών που έμπαιναν στις τάξεις. Ακόμη μια σκονισμένη μέρα σκέφτηκε ο ερημίτης.  Είναι μεγάλο το καθήκον αυτών πια που έχουν την δυνατότητα κάτι να κάνουν ώστε να συναντηθούν με τα παιδιά. Γιατί αυτοί πρέπει να κάνουν τα βήματα. "Μια φυσαρμόνικα που κλαίει..." Μέρες μιας άνοιξης που έρχεται δειλά.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: