ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Γιώργος Salameh
|
Με αφορμή το βιβλίο της Βάσως Αλεξανδράκη «Το παιχνίδι
της επιθυμίας και της γραφής στο “Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης” του Ν. Γ.
Πεντζίκη». Εκδ. Αρμός 2013
«Να φωτίσεις το κείμενο σημαίνει να ανατρέψεις τον
τίτλο» επεσήμαινε προσφυώς ο J. Ricardou υποδεικνύοντας τη
διαλεκτική σχέση με την οποία ένα κείμενο μπορεί να ανατρέπει την κυριαρχία
(δηλαδή τη μονοσημία) του τίτλου του. Όταν το 1966 ο Ν. Γ. Πεντζίκης εξέδιδε το
«Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» (μετά από γραφή σχεδόν δύο δεκαετιών), η
ιδιόρρυθμη ύπαρξη και το πρωτοποριακό έργο του σφράγιζαν ήδη τη λογοτεχνική ζωή
της μητέρας Θεσσαλονίκης αλλά και ευρύτερα τη νεοελληνική τέχνη. Η γοητεία της
φυσικής του παρουσίας ενίσχυε εξωκειμενικά την ακατάτακτη ρευστότητα των
εντυπώσεων και την αποσπασματική αφήγηση που χαρακτήριζαν το έργο αυτό, με
αποτέλεσμα αυτός μεν να καταστεί μέχρι σήμερα ένα απροσδιόριστο είδωλο (που
λατρεύουν εξίσου συντηρητικοί και πρωτοποριακοί, υλόφρονες αλλά και
θρησκόληπτοι), το δε έργο του να υιοθετηθεί ως μια ιδεώδης παρέκκλιση.
Ελάχιστοι ασχολήθηκαν με την ουσία της προσπάθειας, να ανατρέψει το ρομαντικό
πρόταγμα της Έρσης του Δροσίνη, υψώνοντας τη σημαία της παραίτησης από αυτό που
ζητά μια κοινωνία που θέλει να έχει μυθιστόρημα.
Κάποτε όμως φτάνει η ώρα της γνήσιας φιλολογίας. Η
εξαιρετική έμπνευση της κ. Β. Αλεξανδράκη να εξετάσει σε βάθος αυτό το
«μυθιστόρημα», μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για την πολυσυζητημένη
αδυναμία μας να συγκροτήσουμε ως κοινωνία μυθιστόρημα, αδυναμία την οποία,
συνήθως, ντύνουμε με διάφορες κουτοπόνηρες, αντάξιες των ρωμηών δικαιολογίες
περί οθνείων αφηγηματικών ειδών. Συγχρόνως, η άψογη τούτη κριτική μελέτη, μας
δίνει μιαν ιδανική αφορμή να στοχαστούμε για την περίφημη απαξίωση της
επιθυμίας και της ματαιοδοξίας, με την οποία εξωραΐζουμε συχνά το ακαταλόγιστο
ή προσπαθούμε να αποκρύψουμε μια βαθιά, καλά κρυμμένη ματαιοδοξία. Βέβαια, το
παράδοξο πάντα ευχαριστεί και αναστατώνει αλλά υπάρχει και ένα σκόπιμο παράδοξο
που επιδιώκει το μυστήριο και τον θαυμασμό αυτού που δεν τολμούμε εμείς να
διαπράξουμε. Η κοινή συνείδηση αναζητά σταθερά τον τρελό του χωριού για να πει
αυτό που είναι η βαθύτατη πίστη της. Πως τίποτα δεν έχει νόημα πλην του
χλευασμού του παραδεδεγμένου, πλην της δουλικής προσχώρησης στο ανορθολογικό
αναπόδεικτο μιας μυθολογίας. Κι εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν.
Έργο ωριμότητας το βιβλίο αυτό του Πεντζίκη, έχει ως
πυρήνα την αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από την παραίτηση της διερεύνησης της
ταυτότητας και την έξοδο από τον τάχα κλειστό χώρο του υποκειμένου για να
παραδοθούμε στον τάχα ανοιχτό χώρο των προσώπων και των πραγμάτων. Ως
μεταφυσικό επιχείρημα καλό ακούγεται. Έτσι είναι όμως; Το μυθιστόρημα της
κυρίας Έρσης σχεδιάζεται και εκτυλίσσεται με βάση το ανεκπλήρωτο της επιθυμίας
και την αποξένωση από την πραγματικότητα. Ένα πλαίσιο αλλοτρίωσης ορίζει την
αναζήτηση της ταυτότητας που θα κάνει εφικτή την πραγμάτωση της ερωτικής
επιθυμίας - της κορυφαίας επιθυμίας του ανθρώπου. Ως τυπική αφετηρία λαμβάνεται
η Έρση του Δροσίνη, το ρομαντικό πρότυπο μιας ανεύρετης ευτυχίας. Ο συγγραφέας
αναζητεί αυτό που εμποδίζει τα όνειρα να γίνουν πραγματικότητα μιλώντας για τη
δυναμική της επιθυμίας που δίνει ειδικά σε αυτό το βιβλίο ιδιαίτερη ένταση στην
διεσπαρμένη (όπως πάντα στον Πεντζίκη) σε πληθώρα λεπτομερειών και εν απουσία
χρονικού νοήματος γραφή.
Καθώς η Β. Αλεξανδράκη έχει οργανώσει υποδειγματικά το
υλικό της, ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη του
«Μυθιστορήματος της Έρσης» σε έξι κεφάλαια και να περιπλανηθεί κι αυτός από το
όνειρο της ευτυχίας και τη ματαίωσή του ως την παρηγοριά της γραφής. Είναι
ασφαλώς αναγκαία μια παρηγοριά μετά τη ματαίωση της επιθυμίας που είναι το
πλαίσιο του πρώτου μέρους αυτής της βαθιά εσωτερικής και εξωλογικής περιπέτειας.
Μήπως όμως η ματαίωση της επιθυμίας, του ονείρου, είναι ματαίωση και της
πραγματικότητας ή ακόμη και αυτής της ύπαρξης; Ο Πεντζίκης εγκαταλείποντας την
ιστορία και τα πρόσωπα, αντιλαμβάνεται την πτώση ως λύτρωση. Το τέλος της
περιπλάνησης και η εύρεση νοήματος με τη γραφή να είναι το σημαίνον της
ύπαρξης, μπορεί ωστόσο να μην είναι λύτρωση ή εύρεση αλλά απώλεια της
ταυτότητας ή παράδοση στη φαντασίωση. Η πραγματικότητα δυστυχώς δεν
καταργείται, όσο και αν ο συγγραφέας την αποφεύγει. Αντιθέτως, επιβάλλεται
πλήρως αφού το υποκείμενο παραιτείται και καταφεύγει στη φαντασίωση. Όταν
καταλήγει κανείς πως η ευτυχία είναι εσωτερική υπόθεση, φτάνει στην ουσία του
πιο αντιδραστικού ιδεολογήματος. Τι κι αν τριγύρω μπορεί να είναι κόλαση; Εσύ
μπορείς να είσαι εσωτερικά ελεύθερος και ευτυχής.
Θα ήταν αποτελεσματικό τούτο το χάπι αν η γραφή είχε
λάβει οριστικό και σταθερό σχήμα, αν συγκροτούσε δηλαδή μυθιστόρημα. Η αποτυχία
όμως να οικοδομήσουμε μυθιστόρημα, τα χωρίς συνοχή σπαράγματα, η καταφυγή στην
κατοχυρωμένη αυθεντία και στον ειπωμένο και απαραβίαστο λόγο που εγγυάται τη
συνέχεια, δεν ενώνουν αλλά τονίζουν την πολυδιάσπαση ενός κόσμου που έχει
απολέσει κάθε ενότητα. Αν η απάντηση στο ζήτημα της ευτυχίας είναι η αφήγηση, η
γραφή, ποια απάντηση στην αγωνία της ύπαρξης μπορεί να βρει ο αναγνώστης όταν ο
ίδιος ο συγγραφέας λέει πως δεν τον ενδιαφέρει η αφήγηση αλλά οι εσωτερικές της
απηχήσεις; Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως πρόκειται περί μύθου. Όμως
ακόμη και ο μύθος έχει δομή, έχει αρχή, μέση και τέλος, δεν είναι παραλήρημα.
Μήπως λοιπόν το αφελές και το εξωλογικό δεν είναι μόνο φαινομενικά αλλά και
ουσιαστικά αφελές; Και μήπως αυτό το εξωλογικό είναι που έκανε τον συγγραφέα
αγαπητό σε ετερόκλητο κοινό;
Υπάρχει μια θεωρία περί ανάγκης αποκρυπτογράφησης και
μύησης σε απαγορευμένα στον κοινό νου μυστικά (στη ζωή, στη λογοτεχνία, στην
επιστήμη). Η θεωρία αυτή μοιάζει όμορφη αλλά δεν είναι παρά η αιτία της
κοινωνικής και λογοτεχνικής μας κακοδαιμονίας, η αιτία της αδυναμίας να
αφηνόμαστε στο τυχαίο και στο παράλληλα συμβαίνον, της αδυναμίας μας να γίνουμε
επιτέλους αστική κοινωνία που θα δώσει ένα συγκροτημένο μυθιστόρημα. Διότι προς
τούτο δεν αρκεί γόνιμη φαντασία και εξυπνάδες. Απαιτείται πειθαρχία σκοπών και
μέσων. Με την παραδοξολογία, τον ιδεοκρατικό υπερβατικό κώδικα και τη
μεταφυσική βάζουμε μεν τα βιβλία μας στο απυρόβλητο, λογοτεχνία σύγχρονων
αξιώσεων όμως δεν οικοδομούμε.
Δεν εννοώ φυσικά πως η γραφή πρέπει να είναι
αναπαράσταση της πραγματικότητας. Αν ωστόσο η λογοτεχνία έχει να επιτελέσει
έναν κοινωνικό ρόλο πέραν της ατομικής εκτόνωσης, δεν μπορεί και να υπάρχει
ερήμην της. Η «συμβολαιογραφική πράξη με το απουσιάζον» προϋποθέτει πως το
απουσιάζον υπάρχει, πως απλώς λείπει. Όταν όμως αυτό δεν υπάρχει; Για τούτο και
η επίθεση του Πεντζίκη κατά της ιδεοκρατίας μοιάζει ειρωνική αφού μάλλον
αγνοούσε αυτό που θα τον οδηγούσε πραγματικά σε απορία: ιδέες υπηρέτησε και
ιδέες αναζητούσε όταν αναζητούσε τα υλικά σχήματά τους, την υλική τους
υπόσταση. Οι θεωρίες περί πραγμάτωσης του αόρατου εντός του ορατού είναι η
αυταπάτη κάθε ιδεαλιστή. Ο «ματεριαλιστής του άυλου» (φράση του Γ. Θέμελη) ήταν
ένας ιδεαλιστής που απλά ντρέπονταν να ομολογήσει την πίστη του στις ιδέες. Το
γεγονός ότι ήταν προσκολλημένος στα πράγματα δεν αναιρούσε αυτή την κατάσταση,
απλώς επέτεινε τον διχασμό. Η δε ονειρική γραφή του, που αντλούσε από τα
φαινόμενα και την πληθώρα λεπτομερειών, διαλύοντας την πραγματικότητα σε μια
απειρότητα αντιθέσεων και πλήρους ρευστότητας, θα φτάσει να διαλύσει τον κόσμο
καταργώντας κάθε συνθήκη ικανή για συγκρότηση ταυτότητας και ανοίγοντας με την
περίφημη ενότητα υποκειμένου/ αντικειμένου την πόρτα είτε του μηδενός είτε του
θρησκευτικού ολοκληρωτισμού.
Ένα μυθιστόρημα λοιπόν για τη γραφή; Μια περιπέτεια
συνεχών διερωτήσεων με την τέχνη ως ύστατη παρηγοριά ενώ τριγύρω όλα είναι
απροσδιόριστα, όλα τελούν υπό διάψευση, όλα καταρρέουν; Αν για τον Πεντζίκη
αυτό είχε αποτέλεσμα λυτρωτικό (ανοίγοντας την πόρτα της θρησκοληψίας), για
πολλούς άλλους νομίζω πως ανοίγει η πόρτα του «όλα επιτρέπονται». Από την
μεταμοντέρνα διάλυση της τέχνης μέχρι την αμφισβήτηση κάθε ιστορικής αλήθειας
(αφού «όλα είναι μια αφήγηση») και από το όργιο της λεηλασίας του δημοσίου
χρήματος μέχρι την καταρράκωση της πολιτικής δημοκρατίας. Η θεωρία για την
τέχνη ως παρηγοριά διαλύει εν τέλει τη συνείδηση του ελεύθερου ανθρώπου, την
πολιτική συνείδηση και τον κάνει έτοιμο να υποταχθεί στην ασιατική αγέλη που
προσκυνά ξόανα. Ας το πούμε λοιπόν καθαρά. Πηγή της ζωής και της τέχνης είναι
μονάχα ο λόγος. Το αντίκρισμα της αλήθειας που δεν είναι άλλη από την τραγική
μας παράδοση. Αρκετά με τα εξωλογικά παραμύθια και τις παρηγοριές, με τα
υποκατάστατα της επιθυμίας που γίνονται γραφή. Καιρός η γραφή να γίνει η
έκφραση της επιθυμίας μας.
Ο Κώστας Χατζηαντωνίου είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου