ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΥ
Να
'μαι, λοιπόν, με τ' ανθισμένο μου το τύμπανο
κάτι
ανάμεσα ξηλωμένου στρατιώτη
και
παραπεταμένου εραστή
εγώ,
ο μουγγός τελάλης
που
αγωνίζομαι
για
το κοτσάνι μου
-όχι
για το άνθος μου- [...]
αποτεινόμενος
σε μειοψηφίες
που
λιγοστεύουν [...]
Χτυπώ,
ξαναχτυπώ!
με
αν το κοτσάνι
θέλει
μαραθεί
υπάρχει
διαταγή
-
Να ξανανθίσει...
(ΣΤΡ. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ, "Ο μουγγός
τελάλης")
Γράμμα
σ’ έναν πεθαμένο ποιητή
Δεν ξέρω αν έφυγες νωρίς. Όλοι οι
ποιητές, πιστεύω, φεύγουνε πάντα στην ώρα τους - το "νωρίς" και το
"αργά" είναι έννοιες πολύ σχετικές μέσα σε μια περιοχή όπου τα είκοσι
χρόνια του Ρεμπώ μπορεί να ζυγίζουν το ίδιο με τα εβδομήντα του Καβάφη. Γιατί
αυτοί που γράφουν ποιήματα είναι κιόλας γέροντες από τα δεκαοχτώ τους, το λευκό
χαρτί έχει ήδη ρίξει μέσα τους όλο του το χιόνι∙ και ας ωρύεται ο
"κόκκινος" νεολαίος Μαγιακόβσκι πώς δεν έχει ούτε μιαν άσπρη τρίχα
στην ψυχή του. Η φράση του ισχύει μόνο ως ποιητική χειρονομία ισοδύναμης αξίας
με την άλλη εκείνη διάσημη δήλωσή του: "Όπου βρω τον Πούσκιν θα τον
σκοτώσω!". Όσοι διαβάζουν ακόμη ποιήματα διαισθάνονται τι σημαίνει αυτή
φράση πριν τους το αποκαλύψει η πατροκτονική ερμηνεία του Χάρολντ Μπλουμ. Τον
"σκότωσε" βέβαια τον Πούσκιν του ο Μαγιακόβσκι όσο τα κατάφερε κι ο
Εμπειρίκος να ξεφορτωθεί τον δικό του "λυπομανή" πατέρα, τον
Καρυωτάκη, αφήνοντάς μας το ακτινοβόλο πειστήριο της απόπειρας (: "νεότης,
νεότης, τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου!") καρφιτσωμένο για πάντα στο
ανοιχτό πέτο του φρέσκου ακόμη τότε μέλλοντος.
Σου γράφω τρέμοντας τη λέξη αυτή
("μέλλοντος"), αναλογιζόμενος πόσο αθώα και αδυσώπητα πέρασε μεσ' από
την ποίηση κάποτε. Πέρασε όμως; Εγκαλούνται τελευταίως οι ποιητές από
ξιπασμένους ζηλωτές ποικίλων "δράσεων" για την "απουσία"
τους από το "παρόν της ζωής" ή το "ζωνταντό παρόν” - κάπως έτσι.
Θα επανέλθω αμέσως παρακάτω σ' αυτήν την χαρακτηριστική ψευδοπολιτική μομφή, η
οποία βέβαια σε αφορά και σένα ως ποιητή μιας περιόδου η οποία άφησε πίσω της
κάμποσους μουγγούς τελάληδες, αφού σταθώ για λίγο στη σχέση των ποιητών με τις
τρεις διαστάσεις του χρόνου -παρελθόν, παρόν και μέλλον- γνωρίζοντας πως εσύ θ'
αναζητάς, εκεί πέρα που βρίσκεσαι τώρα, εκείνον που είχε "το μέλλον στην
τσέπη του σαν το κλειδί του σπιτιού του" (Λειβαδίτης) για να τον ρωτήσεις
γιατί άφησε το σακάκι του στο σφραγισμένο γραφείο του Κόμματος κι έφυγε χωρίς
τα κλειδιά του. Αν και "η έννοια του κλειδιού επιβεβαιώνει τη φυλακή
μας" εσύ πρόφθασες να καταλάβεις ότι οι ποιητές, όταν μιλάνε για το
μέλλον, μιλάνε ουσιαστικά για τα γηρατειά τού μέλλοντος - όλοι οι ποιητές κι
όχι μόνο όσοι έρχονται από την Αλεξάνδρεια.
Διότι το ποίημα, είτε ο Πούσκιν το
γράφει είτε ο Μαγιακόβσκι, δεν έρχεται από το μέλλον, δεν τρέφεται από το
παρόν. Δεν έχει "εδώ" και "τώρα" - εκεί και τότε ανθίζουν
πάντα οι χρόνοι του. Ο ενεστώς του ποιήματος είναι πάντα ιστορικός ενεστώς. Και
ο τόπος του ου (πλέον) τόπος. Η παρουσία του ποιήματος δηλώνει ήδη την απουσία,
την έλλειψη από την οποία γεννιέται.
Ου τόπος. Βέβαια οι χωρομέτρες και
οι χωροφύλακες πάντα εγκαλούσαν, όπως σου έλεγα παραπάνω, τους ποιητές ότι
"συκοφαντούν" το παρόν "αισθητικοποιώντας" το παρελθόν, ότι
"μισούν το καινούργιο". Πες μου, όμως, τι θα μπορούσε τάχα να
σημαίνει μια τέτοια μομφή για έναν ποιητή; Μήπως όλη τη ποίηση, με την (όποια)
"ιδεολογία" της και, κυρίως τη λειτουργία της, που είναι η δική της
αναγκαιότητα, δεν συνιστά ακριβώς μιαν αυθάδη αντιλογία στο παρόν, στο υπάρχον;
"Από ποια σκοπιά;", θα με ρωτήσεις, "από τη σκοπιά του
παρελθόντος ή από τη σκοπιά του μέλλοντος;". Δεν θέλω να σε κακοκαρδίσω,
αλλά μήπως και το "μέλλον" που φούσκωσε κάποτε τα πανιά των ποιημάτων
μας δεν παραπέμπει σ' ένα μεταμφιεσμένο παρελθόν όπου το λίκνο ονειρεύεται τον
τάφο; Και ποια θα ήταν η αθανασία της ποίησης αν στο πεπρωμένο της χαμόγελο δεν
συγχέονταν ερωτικά το παρελθόν με το μέλλον;
Δεν ξέρω αν εσύ έφυγες νωρίς. Εμείς
οι συνομήλικοί σου μπορούμε να μαρτυρήσουμε ό,τι προλαβαίνει να καταναλώσει η
διαρρέουσα εποχή μας, μουγγοί τελάληδες ενός ρετρό που παρωδεί όλες τις
μετακατοχικές επικλήσεις της φυγής - τότε που η φυγή ήταν αληθινό σουξέ και όχι
μετασοσιαλιστικό ρετρό. Η καταπιεσμένη ζωή χυνόταν ορμητικά ανάμεσα στις όχθες
της στέρησης και της δίψας προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Άλλοι φύγανε
τότε κι άλλοι ψευτοφύγανε. Όσοι πίστεψαν πως ακολουθούσανε την αισθαντική
μελωδία που τους καλούσε σ' άλλη γη σ' άλλα μέρη, πέσανε κάποια στιγμή πάνω στα
μουσικά αγκωνάρια του Στέλιου Καζαντζίδη - από τα μαγικά νησιά στα ορυχεία του
Βελγίου. Ύστερα κάναμε τη μιζέρια μας σημαία και τη χαρίσαμε στον Νταλάρα.
Άλλοι φύγανε κι άλλοι ψευτοφύγανε.
Εσύ, δεν ξέρω αν ήσουνα ποτέ "εδώ". Γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να είναι
το "εδώ" γι' αυτόν που γράφει στίχους. Σου γράφω τώρα από μακριά, σαν
να μην έφυγες εσύ αλλά εμείς οι περιλιπόμενοι από κάπου - από πού, αλήθεια; Από
"εκεί", ίσως, που υποτίθεται πως στρέφουν τις αντένες τους τα
ποιήματα εκείνα που θέλαμε να γράψουμε κάποτε όσοι ανήκουμε, γράφοντες και μη
γράφοντες, στη μεγάλη άφωνη χορωδία - στην κοινότητα των νεκρών. Τη μόνη κοινότητα
που μας απομένει για να συναντιόμαστε κάποτε - εκεί όπου μπορούν να
ανακαλούνται ακόμη, αόριστα αλλά αέναα, υποδόριοι, μύθοι, στίχοι που κοντεύουν
να περάσουν στην ανωνυμία του σώματος.
Μαριάνα
λαϊκή σημαία
κυματίζεις
στα χείλη μου
Γιατί σε κανένα παρόν, σε κανένα
"εδώ" και "τώρα" δεν μπορούν οι λέξεις να
"κυματίζουν": μόνο στο ανεξέλεγκτο, άθικτο και άτρωτο από τους
κυνισμούς του παρόντος παρελθόν (και το αληθινό παρελθόν είναι το ποιητικό το
"πεποιημένο", παρελθόν) μπορεί η παραφορά να δημιουργεί και να
συντηρεί τέτοιες ανεπιφύλακτες και ολοκληρωτικές ταυτίσεις. Η εντός του
παρόντος ποιητική μέθη είτε γελοιοποιείται ελεγχόμενη, καθώς αυτομάτως
αποκαλύπτονται οι πηγές και τα ελατήριά της υπό το φως της απομύθευσης, είτε
ενδίδει στο "ζωντανό παρόν" προσφερόμενη σε μελετημένα αραιωμένες,
ήτοι εκπτωτικές, δόσεις για διαφημιστικά και προπαγανδιστικά τρυκ. Διότι
"η ζωή είναι μαγκιά". Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ποιητές, εδώ και
καιρό τώρα, επαγγελματοποιούνται στελεχώνοντας εταιρείες δημοσίων σχέσεων και
πολιτικά γραφεία. Αυτοί ακριβώς παράγουν σήμερα τη μόνη ζώσα, τη μόνη
"λειτουργική" ποίηση. Όσοι δουλεύουν αλλιώς, σκάβοντας τον στίχο,
είναι ήδη νεκροί: Γιατί "όποιος σκάβει τον στίχο, σκάβει τον λάκκο
του".
[Από το βιβλίο Μίμηση ήχων. Σημειώσεις για την ποίηση, που μόλις κυκλοφόρησε από
τις εκδόσεις «Ύψιλον»]
Γιάννης Χατζιασλάνης |
1 σχόλιο:
Τριάντα ενα χρόνια μετά. Να λοιπόν που η ποίηση μπορεί και ανασαίνει και γινεται έμπνευση και λόγος. Για μένα όλα αυτά τα χρόνια η ποίηση του "Μουγγού Τελάλη" έμεινε βαθιά χαραγμένη στην ψυχή μου , στο μυαλό μου σφραγίζοντας με μια παρακαταθήκη που δεν μπορείς να την αρνηθείς . Καιρός λοιπον να την γνωρίσετε και εσείς ...Γεράσιμε Λυκιαρδόπουλε απο αυτό εδώ το Βήμα (Δυστυχώς δεν εχω άλλο ...) σε ευχαριστώ πολύ
Δημοσίευση σχολίου