ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΓΑΝΟΥ
Γιώργος Μουτάφης |
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΣΕΤΙΔΗΣ, Επί
τέσσερα, διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2014
Ο Δημήτρης
Πετσετίδης είναι κατεξοχήν διηγηματογράφος. Είναι αποκλειστικά και μόνο
διηγηματογράφος. Δεν ερωτοτρόπησε ποτέ με το μυθιστόρημα. Ούτε έκανε ποτέ έστω
και μία απόπειρα να καταπιαστεί με το είδος. Η μία και μοναδική νουβέλα του, ο Τροπικός του Λέοντος, είναι πλησιέστερα
στο διήγημα παρά στο μυθιστόρημα. Ανάλογη είναι και η περίπτωση του Τάσου
Καλούτσα. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου τα διηγήματα
έχουν μια εσωτερική ενότητα. Αποτελούν δηλαδή ψηφίδες που συγκροτούν μια
μεγαλύτερη αφήγηση. Η ενότητα μπορεί να εντοπίζεται είτε μέσα σε μία συλλογή,
όπως συμβαίνει λογουχάρη με τη συλλογή του Χριστόφορου Μηλιώνη Καλαμάς κι Αχέροντας (1985) ή σε
ολόκληρο το έργο, όπως συμβαίνει με τον Δημήτρη Πετσετίδη.
Ο Πετσετίδης είναι ταλαντούχος διηγηματογράφος. Έχει τη
μοραΐτικη στόφα του αφηγητή. Περισσότερο τον
προσελκύει το ύφος της αφήγησης παρά η περίπλοκη τεχνική του διηγήματος. Η
γλώσσα, ο ρυθμός και τα τερτίπια της. Προπάντων όμως ο τόνος της, οι εναλλαγές
του και η πύκνωση του λόγου. Και το απροσδόκητο τέλος. Η χρήση
ποικίλων αφηγηματικών τρόπων τον απομακρύνει από τη θεματολογική μονοτονία.
Αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη του και τον αναγκάζει να διαβάσει γρήγορα και το
τελευταίο διήγημα, να μη χάσει το παραμικρό επεισόδιο με το ιδιαίτερο ύφος. Το
διήγημα είναι είδος καλοδουλεμένο, όπως το ποίημα. Γι’ αυτό και οι
διηγηματογράφοι δένονται με το είδος και δημοσιεύουν απανωτές συλλογές, όπως
και οι ποιητές. Ο συγγραφέας μας έχει έμφυτη αφηγηματική ικανότητα που τη
συναντάμε στο Μοριά. Παράδειγμα οι απομνηματογράφοι του ’21, όπως ο Θ.
Κολοκοτρώνης. Εκτός όμως από τη φυσική ικανότητα, δεν αποκλείεται και η
μαθητεία σε άλλους. Μαθήτευσε κοντά σε δύο επιφανείς Μοραΐτες, επίσης
πεζογράφους, και στενούς φίλους του: τον Ηλείο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο και τον
Αρκάδα Θανάση Βαλτινό. Η ιστορία και ο εμφύλιος αποτελούν και για τους τρεις
ανεξάντλητη πηγή από την οποία αντλούν τις ιστορίες τους. Επίσης και τα βιώματα
από την παιδική και εφηβική ηλικία. Και οι τρεις είναι μεταπολεμικοί βιωματικοί
συγγραφείς.
Για τα
διηγήματα του Δ.Π. αντιγράφω το παρακάτω αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από το
οπισθόφυλλο της τελευταίας συλλογής Επί
τέσσερα, με την οποία συμπληρώνει τριανταεπτά χρόνια συνεχούς παρουσίας στα
γράμματά μας: «Είκοσι πέντε νέα διηγήματα
του Δημήτρη Πετσετίδη έρχονται να προστεθούν με αυτό το βιβλίο στα 115 που είχε
ως τώρα συμπεριλάβει σε οκτώ συλλογές. Προέρχονται πάλι από την ιστορία, σε μια
δύσκολη ως φοβερή εποχή, από τα πρώτα βιώματα και την ενηλικίωσή του. Η
αφηγηματική τέχνη του Πετσετίδη κάνει την ανάμνηση να διατηρεί τη φρεσκάδα του
βιώματος μαζί με την πατίνα της νοσταλγίας. Πραγματισμός και αθωότητα, πεζότητα
και φαντασία, ανέκδοτο και ψυχισμός, παράδοση και ανατροπή είναι κάποια από τα
αντιθετικά γνωρίσματά της. Κάποιες από τις ιστορίες αυτές μοιάζουν να
ανατρέπουν την ηλικιακή τάξη της αφήγησης: ένα παιδί επιστρέφει στον ενήλικα
αφηγητή τα παραμύθια του διορθωμένα».
Εκτός από τις παραπάνω κριτικές παρατηρήσεις, ολόκληρο το
βιβλίο εμπεριέχει μια έμμεση απάντηση στο υποθετικό ερώτημα όχι μόνο κάποιου
κριτικού, αλλά και του ίδιου του συγγραφέα: γιατί συνεχίζεις να επανέρχεσαι
στην ίδια θεματολογία, στην ιστορία και τα βιώματα, που είναι από καιρό εξαντλημένα;
Γεγονός πάντως είναι ότι οι βιωματικοί συγγραφείς αργά ή γρήγορα εξαντλούνται,
αφού σκαλίζοντας τη μνήμη τους επανέρχονται, με μικρότερες ή μεγαλύτερες
παραλλαγές, στα ίδια καθέκαστα. Ο συγγραφέας μας εδώ με ποικίλους υπαινιγμούς
απαντά στο παραπάνω αδυσώπητο ερώτημα με τέτοιον τρόπο ώστε το λογοτεχνικό έργο
να γίνεται δοκίμιο κριτικής και να περιττεύουν οι κρίσεις άλλων. Το φαινόμενο
δεν είναι ασυνήθιστο στη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Κάποτε οι τόνοι γίνονται
δραματικοί, όπως συμβαίνει στο επιλογικό διήγημα της συλλογής «Άσε με να
θυμάμαι». Το διήγημα ακούγεται σαν κραυγή. Νομίζω ότι τα θέματα του εμφύλιου
στην περιοχή του τα έχει εξαντλήσει με τις συλλογές του Ο Σαμπατές ζει (1988) και Λυσσασμένες
αλεπούδες (2007). Ωστόσο αυτά δεν τον εγκαταλείπουν και τον κυνηγούν σαν
εφιάλτες. Επανέρχονται και στο τελευταίο του βιβλίο.
Τα διηγήματα της τελευταίας συλλογής του Επί τέσσερα χωρίζονται σε τέσσερις
ενότητες. Η κατάταξη αιτιολογεί και τον τίτλο. Καθεμιά από αυτές έχει αντί
τίτλου ένα ευφυές σκίτσο που δεν αναφέρεται μόνο στο περιεχόμενό της, αλλά το
ερμηνεύει κιόλας. Έτσι τα σκίτσα λειτουργούν σαν μεταγλώσσα των κειμένων.
Υπενθυμίζω ότι ο συγγραφέας είναι, παράλληλα, και γελοιογράφος. Τα σκίτσα των
δύο πρώτων ενοτήτων –τρεις βλοσυροί Χίτες και δάσκαλος πάνω στην έδρα χωμένος
στο βιβλίο του Ιουλίου Καίσαρα De bello civili- παραπέμπουν στον
εμφύλιο στα περίχωρα της πατρίδας του. Το σκίτσο της τρίτης ενότητας με το
κορίτσι κάτω από ένα γεφύρι αναφέρεται, εκτός από το διήγημα «Ερωτικόν», και σε
όλη την ενότητα για τον ερωτικό της χαρακτήρα. Τέλος, στην τέταρτη ενότητα, που
συνοψίζει όλα τα διηγήματα του τόμου, απεικονίζονται διάφορα σκόρπια
αντικείμενα (γέφυρα, γραμμόφωνο, βάτραχος, καβούρι, δέντρα κ.ά.). Ειδικότερα στην
τελευταία ενότητα υπάρχουν και δύο φαντασιακά διηγήματα με στοιχεία
γελοιογραφικά που τα συναντήσαμε στη νουβέλα Τροπικός του Λέοντος. Πρόκειται για τα διηγήματα «Υπεριπτάμενος»
και «Σεληνομαραθώνιος», στα οποία διαπλέκονται δύο διαφορετικές ιδιότητες: η
αφηγηματικότητα με τη γελοιογραφία. Ο χιουμορίστας συγγραφέας αφήνει το πενάκι
του σκιτσογράφου, για να πιάσει το λόγο του αφηγητή με ιδιάζουσα τρυφερότητα.
Τα περισσότερα βιωματικά διηγήματα είναι γραμμένα σε
πρώτο γραμματικό πρόσωπο. Ο αφηγηματικός αυτός τρόπος χαρίζει στο διήγημα
αμεσότητα. Μοιάζει με εξομολόγηση που απευθύνεται στους αναγνώστες του.
Αντιγράφω ένα απόσπασμα εισαγωγικό του διηγήματος «Ευτέρπη»: «Θυμάμαι τους
απόντες. Δεν τους κλαίω, αλλά ούτε πιστεύω ότι όταν τους φέρνω στη μνήμη μου με
αυτόν τον τρόπο ξαναζούν, αστείες υποθέσεις. Η θύμησή τους είναι συντροφιά
παρηγορητική, που με φέρνει μακριά σ’ εκείνα τα χρόνια. Όσο θα ζήσω ακόμη.
Ύστερα θα χαθούμε μαζί για πάντα, όταν το «για πάντα» δε θα έχει νόημα πλέον,
στην αντίπερα όχθη»[1].
Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνω μια γκάμα
συναισθημάτων και αφηγηματικών τρόπων που διατρέχουν το σύνολο του έργου του
και εντυπώνονται βαθιά στη συνείδηση του αναγνώστη: νοσταλγία, θλίψη, πόνος,
γέλιο, αγάπη για τον άνθρωπο. Αφήγηση λιτή με εικόνες και σκηνές που μιλούν από
μόνες τους. Με μικρές λεπτομέρειες, χωρίς σχόλια, σκιαγραφεί τις περιπέτειες
του τόπου και των ανθρώπων. Μέσα από τις αναμνήσεις του μιας δύσκολης εποχής
και με τόνους μελαγχολικούς και κάποτε κωμικούς εκφράζει μία από τις πτυχές της
ουμανιστικής μας λογοτεχνίας.
Θα κλείσω με λίγα ψίχουλα από το επιλογικό του διήγημα
«Άσε με να θυμάμαι» όπου με μια λανθάνουσα αποστροφή ἐς ἑαυτὸν, απαντώντας στο ερώτημα που
τέθηκε παραπάνω, αξιολογεί και στηρίζει το έργο που μας αφήνει: «Άσε με να
θυμάμαι τα όνειρά μου. Ακόμη κι εκείνους τους εφιάλτες, όταν με καταδίωκαν
ληστές και άγρια θηρία και τα πόδια μου ήταν κολλημένα στο χώμα, χωρίς να μπορώ
να κάνω βήμα. Άσε με να θυμάμαι τα ονόματα προσφιλών μου που χάθηκαν για πάντα
ή είναι χαμένοι σαν τους πεθαμένους […]. Άσε με να θυμάμαι τις καλοκαιρινές
βραδιές, όταν καθόμαστε μέχρι αργά στην κορυφή του γεφυριού στο βάθος της
χαράδρας κι έλαμπαν ψηλά τα αστέρια, ίδιος ουράνιος θόλος στην τεράστια
εκκλησία του σύμπαντος […]. Άσε με να θυμάμαι το ΦΛΟΡΑΛ και το ΑΤΤΙΚΟΝ, τους
δυο κινηματογράφους της πόλης, που έβγαζαν στον δρόμο τις ταμπέλες τους με τις
φωτογραφίες από τις ταινίες, ‘σήμερον’ και ‘προσεχώς’ […]. Τώρα στην αίθουσα
όπου ήταν το ΦΛΟΡΑΛ στεγάζεται μια τράπεζα, και εκεί που έπαιζε το ΑΤΤΙΚΟΝ, ένα
σούπερ μάρκετ […]. Άσε με να θυμάμαι, κι ας νιώθω ρίγος κι αποστροφή, τα
κεφάλια καρφωμένα στα κάγκελα έξω από το γυμνάσιο […]. Άσε με να θυμάμαι ότι μ’
αυτά και μ’ αυτά κύλησε το ποτάμι. Τώρα που γνωρίζω καλώς ότι η ψυχή γράφεται
στις πράξεις»[2].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου