22/3/14

Ένα ερώτημα, μια απόφανση, ένα σκηνικό συμβάν

Τόποι Σκηνής V

ΤΗΣ ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ

«Οι σκέψεις μου είναι στον εγκέφαλό μου πληγές.
Ο εγκέφαλός μου είναι μια ουλή.
Θέλω να είμαι μηχανή

Το υποκείμενο των παραπάνω αποφάνσεων δεν είναι άλλο από τον Άμλετ. Δεν πρόκειται όμως για τον γνωστό Σαιξπηρικό Άμλετ αλλά για τον ομόλογό του, το κύριο δραματικό πρόσωπο του θεατρικού έργου Hamletmachine (1977) του σημαντικότερου θεατρικού συγγραφέα του τέλους του 20ού αιώνα Χάινερ Μύλλερ. Πρόκειται για τη μετεξέλιξη της περίφημης διερώτησης του Άμλετ «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» η οποία διήλθε μέσα από τις συμπληγάδες πεντακοσίων ετών πολιτισμού για να καταλήξει -όχι ως μία άρνηση ή κατάφαση στην προηγούμενη ερώτηση, πράγμα παρακινδυνευμένο άλλωστε αλλά- ως ένας μετασχηματισμός του αρχικώς τεθέντος ερωτήματος. Το κοινό στοιχείο των δύο ρήσεων είναι αυτό της αναίρεσης και της υποβόσκουσας επίκρισης της ύπαρξης, το οποίο αναγνωρίζεται στο «να μη ζει» και το οποίο διατηρείται και μετασχηματίζεται στο εξίσου καταστροφικό «θέλω να είμαι μηχανή» το οποίο ουσιαστικά απανθρωποποιεί ή καλύτερα εργαλειοποιεί τον άνθρωπο. Έτσι, οι δύο προβληματισμοί συγγενεύουν μέσω του αρνητικού πρόσημου με το οποίο σημαίνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Το ζήτημα που θέτει ο σύγχρονος Άμλετ στο τέλος του 20ού αιώνα παρακάμπτει το ερώτημα για την αξία ή μη της ανθρώπινης ζωής -καθώς αυτό απευθύνεται στο υποκειμενικό αξιακό σύστημα του καθενός κι ως εκ τούτου δεν επιδέχεται καθολικής απάντησης- και επικεντρώνεται στον τρόπο του ζην. Ανάμεσα, λοιπόν, στον Άμλετ του 15ου αιώνα της Αναγέννησης και στον Άμλετ του 20ού αιώνα του μεταμοντερνισμού η δυτική σκέψη περνά από ένα ερώτημα σε μιαν απόφανση: από το «να ζει κανείς ή να μην ζει;» στο «θέλω να είμαι μηχανή». Και η απόφανση αυτή προκύπτει ως το αιτιατό συγκεκριμένου αιτίου: «Οι σκέψεις μου είναι στον εγκέφαλό μου πληγές. Ο εγκέφαλός μου είναι μια ουλή.».

Άραγε οι παραπάνω φράσεις συνιστούν άρνηση του σκέπτεσθαι; Άρνηση, δηλαδή, της διασκεπτικής ενέργειας του νου που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της ανθρώπινης ύπαρξης από τα άλλα όντα της φύσης; Κι αν είναι έτσι, τότε πρόκειται για άρνηση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης εξαιτίας της διασκεπτικής της ικανότητας; Και ποια είναι η αιτία που ωθεί την ανθρώπινη ύπαρξη στο να απαρνηθεί την ιδιότητα του σκέπτεσθαι, την οποία κατέκτησε μέσω εκατοντάδων χιλιάδων ετών προσαρμογής και εξέλιξης; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στα ίδια τα λόγια του Μυλλερικού Άμλετ: «Something is rotten in this age of hope[1].
Οι αιώνες που μεσολάβησαν από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, αιώνες ελπίδας κι αισιοδοξίας για την πορεία της ανθρωπότητας κρύβουν, κατά τον Άμλετ, κάτι «σάπιο.». Η «σήψη» που αναδυόταν από τα πρόσωπα και την εξουσία της αλλοτινής Δανίας αντί να καθαρθεί επεκτάθηκε στην Ευρώπη και τελικώς κατέκλυσε όλον τον κόσμο. Ο Ουμανισμός, ο Διαφωτισμός, τα επιτεύγματα των επιστημών και της τεχνολογίας κάθε άλλο παρά διευκόλυναν την υλοποίηση των οραμάτων για μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης, ελευθερίας. Στους δύο τελευταίους αιώνες οι άνδρες -Μαρξ, Λένιν, Μάο- προσπάθησαν να «ανατρέψουν όλες τις σχέσεις όπου ο άνθρωπος …», δεν κατόρθωσαν όμως «να ολοκληρώσουν την ελπίδα». Ακολούθησε «μανιασμένη αναμονή». Ανδριάντες ανδρών γκρεμίζονται, εξεγέρσεις ξεσπούν, οι πόλεις γεμίζουν χαλάσματα και πτώματα, «ελπίδα των γενεών, πνιγμένα σε αίμα, δειλία, βλακεία.». Οι δρόμοι γεμίζουν με «(…) πρόσωπα με ουλές από τη μάχη της κατανάλωσης». Οι υπολογιστές τροφοδοτούνται με «δεδομένα  για το άτομό μου, (…) η τηλεόραση καθημερινή αηδία. Χάιλ COCA COLA».
Αντανακλάσεις Α', 170x120 λάδι σε μουσαμά, κολλάζ
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Άμλετ του Μύλλερ, αναφωνεί: «Δεν θέλω άλλο να τρώω και να πίνω να ανασαίνω να αγαπάω μια γυναίκα έναν άνδρα ένα παιδί ένα ζώο. Δεν θέλω άλλο να πεθαίνω. Δεν θέλω άλλο να σκοτώνω.». Ο Άμλετ είναι πλέον ένα ενσυνείδητο υπο-κείμενο «αιμάσσων μέσα στο πλήθος», που οδυνά υπό το βάρος της αυτοσυνείδησής του: ότι η μοναδική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που τη διαφοροποιεί μέσα στον φυσικό κόσμο, η σκέψη, όχι μόνο δεν κατορθώνει να διαμορφώσει καλύτερες συνθήκες ζωής για τον φορέα της, την ανθρωπότητα, αλλά αντιθέτως την καταστρέφει, ταλανίζοντας ταυτοχρόνως κάθε ενσυνείδητο ον με την επίγνωση της αποτυχίας του. Έτσι, ο Άμλετ αποφασίζει να αντιστρέψει τους όρους του παιχνιδιού. Αντί να καταξιώσει την ύπαρξη -μέσω της σκέψης- επιλέγει να την απαξιώσει: «ΔΕΝ ΠΑΙΖΩ ΑΛΛΟ. (…) Το δράμα μου δεν θα συντελεστεί.».
Δεν πρόκειται, όμως, για άρνηση αυτής καθεαυτήν της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, ήτοι της σκέψης, αλλά μάλλον για αποδόμηση του είδους εκείνου της ανθρώπινης σκέψης που κυριαρχεί ως σήμερα στην Ιστορία. Άρνηση, δηλαδή, του σκεπτόμενου και πράττοντος υπο-κειμένου, που είναι πανταχού παρόν, διχασμένο, κομματιασμένο σε πληθώρα σκέψεων και πράξεων, που στο άθροισμά τους συνιστούν τα πεπραγμένα της ανθρωπότητας: «Η θέση μου, αν το δράμα μου συντελούνταν ακόμη, θα βρισκόταν και από τις δύο πλευρές του μετώπου, ανάμεσα στα μέτωπα και πάνω απ’ αυτά. (…) Είμαι ο φαντάρος στον πυργίσκο του τανκ, το κεφάλι μου είναι άδειο κάτω από το κράνος, (είμαι) η πνιγμένη κραυγή κάτω από τις ερπύστριες. Είμαι η γραφομηχανή».
Κατά τον Άμλετ, λοιπόν, ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ως μια παγκόσμια λειτουργική ολότητα, είναι όμοιος με γραφομηχανή που απλώς διατυπώνει σκέψεις οι οποίες οδηγούν σε πράξεις που γράφουν Ιστορία - την ιστορία όλων των μετώπων, των νικητών και των ηττημένων. Όμως, ο εγκέφαλος/γραφομηχανή δεν συνειδητοποιεί τι διατυπώνει, ενώ ο άνθρωπος -αν επιθυμεί να διατηρήσει την ανθρωπινότητά του- οφείλει να συνειδητοποιεί το περιεχόμενο της σκέψης του και τις συνέπειές της και να πράττει αναλόγως. Διαφορετικά, σύμφωνα με τον Άμλετ του Μύλλερ, πρέπει να την απολέσει. «Θέλω να είμαι μηχανή». Πρόκειται για μια απολύτως συνειδητή επιλογή, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της μέχρι τώρα Ιστορίας του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη Γη. Το δίλλημα, λοιπόν, της αξίας ή μη της ανθρώπινης ζωής αντιμετωπίζεται από τον σύγχρονο Άμλετ υπό το πρίσμα της διιστορικής ανάλυσης των πεπραγμένων της ανθρωπότητας και όχι ως ένα φιλοσοφικό δίλλημα. Το υπαρξιακό δίνει τη θέση του στο υπαρκτικό. Ακόμα κι αυτός καθαυτόν ο στοχασμός, μέσω του οποίου ο Άμλετ καταλήγει στην απόφανσή του, επικρίνεται: «Κάπου ανοίγονται κορμιά, για να μπορώ να μείνω μόνος με το αίμα μου». Η εμμονή στη στοχαστική εσωστρέφεια της σκέψης δικάζεται και καταδικάζεται. Συνεπώς, ακόμα και ο στοχασμός είναι ένοχος! Πράγμα που σημαίνει ότι η ανθρωπότητα οφείλει, επιτέλους, να παραμερίσει τα ρητορικά ερωτήματα και να προτάξει τις αποφάσεις και τα αποτελέσματά τους.
Έτσι, ο Μύλλερ, στο πλαίσιο αυτό, απομονώνει τον Άμλετ του στην «πανοπλία» του στοχασμού του και δίνει τη σκυτάλη στα χέρια μιας διττής γυναικείας υπόστασης που εκπροσωπείται από την Οφηλία/Ηλέκτρα. Σαν κατακλείδα στο θεατρικό του έργο, η γυναίκα αναλαμβάνει δράση, απευθυνόμενη στις «μητροπόλεις του κόσμου», λέγοντας: «Ανακαλώ τον κόσμο που γέννησα. Τον θάβω μέσα στην ντροπή μου. (…) Κάτω η ευτυχία της υποταγής. Ζήτω το μίσος, η περιφρόνηση, η εξέγερση, ο θάνατος».
Το θεατρικό αυτό έργο, Hamletmachine ή Μηχανή Άμλετ, είναι ένα μετα-κείμενο, ήτοι ένα κείμενο του μετα-δραματικού θεάτρου, το οποίο διατηρεί από το Σαιξπήριο έργο στοιχεία του μύθου και των δραματικών προσώπων. Το κείμενο αυτό, όμως, χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια, αμφισημία, πολυσημία, αυτο-υπονόμευση, διακειμενικότητα κ.ο.κ., στοιχεία που το εντάσσουν αδιαμφισβήτητα στον μεταμοντερνισμό. Πρόκειται για ένα θεατρικό επίτευγμα, ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις.
Η σκηνική διαχείριση, όμως, αυτού του είδους του θεατρικού λόγου είναι επικίνδυνη - καθώς ο κειμενικός λόγος ουσιαστικά αποτελεί τροχοπέδη και υπονόμευση του ίδιου του εαυτού του, αφού εκφράζει σκέψεις, το περιεχόμενό των οποίων καταδικάζει τη σκέψη ως μία από τις μορφές αδράνειας. Πράγμα που σημαίνει ότι για να μην υποκύψει το κείμενο στην ίδια του την αυτο-αναίρεση, μόνο ως πράξη μπορεί να εννοηθεί. Μια τέτοια πράξη -απρόβλεπτη και αναπάντεχη, που διακόπτει τον ρου του οικείου μας προσληπτικού μηχανισμού και «αναστατώνει την νηνεμία των αισθήσεων, απελευθερώνει το συνθλιβόμενο ασυνείδητο, δίνει έναυσμα για μια ουσιαστική επανάσταση, (…) μια αποκάλυψη ενός βάθους λανθάνουσας σκληρότητας.» (Αρτώ)- αναδεικνύεται μέσα από στην παράσταση Hamletmachine που σκηνοθετεί ο Γιώργος Ζαμπουλάκης στο θέατρο Θησείον με Άμλετ την Μαριάννα Δημητρίου. Ο σκηνοθέτης χειρίζεται τον κειμενικό λόγο «σαν συμπαγές αντικείμενο» (Αρτώ), το οποίο σωματοποιείται στην ύλη της ηθοποιού, ντύνεται, καλύπτεται, απο-καλύπτεται, καθώς αρθρώνεται σε διαφορετικές χρονικότητες -καταιγιστικός ρυθμός, αφήγηση, εκμάθηση, υπερβολή- όπου κάθε μία σηματοδοτεί και διαφορετική σημασιολογική οπτική, αλλά κυρίως διαφορετικό πραξιακό σύστημα. Έτσι, στην παράσταση αυτή επιτυγχάνεται η μετουσίωση της σκέψης σε πράξη - μέσω της άρτιας ερμηνευτικής υπόστασης της ηθοποιού. Αναπαρίσταται αυτό που στη Γλωσσική Θεωρία (Speech Act Theory) αποκαλείται «γλωσσική πράξη»  («to say is to do»), όπου ο λόγος ως επιτελεστικός καθαυτόν αναδεικνύει συστήματα πράξεων ή συμβάντα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, πραγματώνεται η μετάβαση από το ερώτημα, στην απόφανση και στο σκηνικό συμβάν, η έλευση του οποίου δεν είναι αναμενόμενη ή προβλέψιμη αλλά ακαριοφανής (Μπαντιού). Όμως, ο στόχος του έργου είναι η περαιτέρω μετάβαση από το σκηνικό συμβάν στο κοινωνικό συμβάν. Κι αυτό σίγουρα δεν βρίσκεται στα χέρια κανενός συγγραφέα ούτε σκηνοθέτη.

Η Εύη Προύσαλη είναι  δρ. Θεατρολογίας – κριτικός Θεάτρου

[1] Heiner Muller, Η Μηχανή Άμλετ, μτφρ. Ελένη Βαροπούλου, Άγρα, Αθήνα, 2013, σ. 3. Όλες οι φράσεις που ακολουθούν με εισαγωγικά, στο παρόν κείμενο, προέρχονται από το θεατρικό του Μύλλερ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: