11/1/14

Δημοκρατία και αναρχία

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

EDUARDO COLOMBO, Η βούληση του λαού (δημοκρατία και αναρχία), μτφρ. Ν. Γιαννίκας, Γ. Καράμπελας, Θ. Σκορδαρά, Φ. Τσαλούχου, Ν. Χριστόπουλος, εκδόσεις στάσει εκπίπτοντες, σελ. 160

Η σχέση της αριστεράς και της αναρχίας είναι, για να το πούμε όσο πιο ανώδυνα γίνεται, πολυκύμαντη. Όταν ο Μαρξ διέγραφε τον Μπακούνιν από τη Διεθνή, ξεκινούσε μια συγκρουσιακή σχέση που ο απόηχος της φθάνει ίσαμε τις μέρες μας. Ακόμη και σήμερα είναι διάχυτη μια απορριπτική προδιάθεση για τον αναρχισμό. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η αναρχία εμμένει στη σκοπιά της ριζικής άρνησης – άρνηση κάθε λογής κυριαρχίας, άρνηση κάθε λογής εξουσίας. Παραφράζοντας τον Μπένγιαμιν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκεί όπου ο διαλεκτικός βλέπει μια ιστορική πρόοδο, ο αναρχικός βλέπει μια σειρά καταστροφών και ερειπίων. Τα ερείπια είναι οι εξεγέρσεις εκείνες που το χειραφετησιακό τους δυναμικό καταστέλλεται ή εξημερώνεται, για να μετατραπεί σε μια νέα μορφή ετερονομίας ή κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο.
Οι πολιτικές έννοιες έχουν πολεμικό χαρακτήρα. Και η αναρχία, αποστασιοποιημένη από τις θεσπισμένες πολιτικές διαδικασίες, προσάπτεται απ’ όλο το πολιτικό φάσμα ως κατηγορία στον εκάστοτε πολιτικό αντίπαλο, υπό την έννοια της ακύρωσης οποιασδήποτε τάξης και συνοχής. Σ’ αυτήν την πολεμική τοποθέτηση εναντίον του αναρχισμού έρχεται να αντιπαρατεθεί ο Αργεντίνος αναρχικός και ψυχαναλυτής Eduardo Colombo, με μια σειρά δοκιμίων του όσον αφορά τη δημοκρατία και την αναρχία. Ο Colombo, ανατρέχοντας στις νεοτερικές μορφές κυρίαρχης εξουσίας και στους τρόπους με τους οποίους νομιμοποιούνται, θέλει να αποκαλύψει ό,τι αποκλείεται ή περιθωριοποιείται από αυτές, κι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την κοινωνική χειραφέτηση. Σύμφωνα με τον ίδιο «η αναρχία είναι η μορφή ενός μη ιεραρχικού πεδίου, οργανωμένου χάριν και διαμέσου του δρώντος υποκειμένου… Ακόμα και στην πιο ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία… ο αναρχικός θα είναι παραβάτης του κανόνα ενάντια σ’ αυτό που είναι, αυτός θα υπάρχει για ό,τι έχει τη δυνατότητα να εμφανιστεί».

Αυτό το απόσπασμα, κρίσιμο για τον συλλογισμό του, είναι μια αναδιατύπωση της αντίθεσης μεταξύ είναι και γίγνεσθαι. Πρόκειται για την αντίθεση μεταξύ της απολίθωσης μιας συγκεκριμένης θεσμικής τάξης, ή (για να θυμηθούμε τον νεαρό Λούκατς) της πραγμοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, και της εξέγερσης της ανθρώπινης ύπαρξης ενάντια σ’ αυτήν την τάξη. Γι’ αυτό, η αναρχία θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως μία εκδοχή του επαναστατικού ρομαντισμού. Στον τελευταίο το εξεγερμένο υποκείμενο βρίσκεται σε αδιάκοπη ροή, εφόσον η εξαντικειμενίκευση σε θεσμούς είναι μια φυλακή για την ανθρώπινη ψυχή από την οποία πρέπει να δραπετεύσει. Ωστόσο, ό,τι διαφορίζει την αναρχία από τον επαναστατικό ρομαντισμό είναι η στάση έναντι της ουτοπίας. Όλες οι ουτοπίες περιγράφουν μια θεσπισμένη κοινωνία με τάξη και συνοχή, ένα κράτος. Από την άλλη πλευρά, ο αναρχισμός έχει στραμμένο το βλέμμα σ’ έναν χρονικό ορίζοντα που ποτέ δεν μπορεί κανείς να τον φθάσει, όπως γλαφυρά γράφει στην εισαγωγή του ο Colombo∙ είναι ένα χιλιαστικό ριζοσπαστικό κίνημα του εξεγερμένου υποκειμένου το οποίο αρνείται την αντικειμενική τάξη. Αυτή είναι και η ένσταση του Καστοριάδη για την αναρχία, ένσταση την οποία καταγράφει ο Colombo.
Ο Colombo στην κριτική του για την αρνητική ελευθερία –την ελευθερίας από, σε αντίθεση με τη θετική ελευθερία, την ελευθερία για- παραθέτει ένα κλασικό απόσπασμα του Ρουσσώ, ο οποίος είναι η μήτρα όλων των νεοτερικών προταγμάτων, του φιλελεύθερου, του μαρξιστικού-κομμουνιστικού, μα και του αναρχικού: «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος. Κι όποιος πιστεύει ότι είναι κύριος των άλλων δεν είναι λιγότερο δούλος». Όπως είναι γνωστό, για τον Ρουσσώ η κοινωνία δεν δίνει απάντηση στο ανθρώπινο πρόβλημα. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια απάτη που διαπράττεται από τους πλούσιους εις βάρος των φτωχών. Αυτό βέβαια μπορεί να έχει για συνέπεια να ανακαλύπτουμε την ελευθερία εκτός της κοινωνίας, στον μοναχικό περιπατητή του Ρουσσώ, σε περιθωριακές φιγούρες όπως του μποέμ ή του καλλιτέχνη, στους ιδανικούς αργόσχολους ή τους τεμπέληδες (όπως θα έλεγε αργότερα ο Λαφάργκ). Είναι η λύση της επικούρειας ιδιώτευσης που συνάγει ο κλασικός φιλελευθερισμός, για να μεταποιηθεί στις μαζικές κοινωνίες σε υλική αυτοπραγμάτωση.
Ωστόσο ο Colombo δεν ακολουθεί αυτήν τη λογική πορεία, ούτε περιορίζεται σε μια γυμνή απόφαση υπέρ του γίγνεσθαι, αλλά εισάγει ένα ηθικό στοιχείο. Το κοινωνικό ζήτημα είναι η ηθική βάση με την οποία κρίνει τη δημοκρατική τάξη, κι έτσι διαφοροποιεί τον αναρχισμό από τη φιλελεύθερη ουτοπία. Το κοινωνικό ζήτημα, λέει, διαχωρίζει τη γενική βούληση από τη βούληση του λαού. Ο διαχωρισμός αυτός στηρίζεται στο αναρχικό αξίωμα «ο λαός είναι καλός η εξουσία μπορεί να διαφθείρει». Το αξίωμα αυτό έρχεται να αντιστρέψει τη θεολογική θεμελίωση της εξουσίας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι κακός λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, και άρα χρειάζεται μιαν ισχυρή εξουσία εκ των άνω για να τον χαλιναγωγεί. Ας μην λησμονούμε εδώ ότι το σύνολο της κλασικής αναρχικής γραμματείας επιτίθεται ταυτόχρονα στον Θεό και στο κράτος, θεωρώντας το ένα φυσιολογική απόρροια του άλλου. Σ’ αυτό το αποφασιστικό σημείο που αφορά την ανθρώπινη φύση ο αναρχισμός διαφέρει από τον μαρξισμό, για τον οποίο ο άνθρωπος δεν είναι καλός ή κακός, αλλά δημιούργημα των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.
Στην αναρχιστική σκέψη η απαλλοτρίωση της βούλησης του λαού μέσα στη γενική βούληση είναι η πηγή της ανισότητας. Η γενική βούληση, ως βούληση της άρχουσας τάξης, περιορίζεται στη νομική ισότητα των αστικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Ας θυμηθούμε εδώ τον Ανατόλ Φρανς όταν λέει ότι τόσο για τον πλούσιο μα και για τον φτωχό απαγορεύεται από τον νόμο να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες. Αυτήν τη σκέψη ανέπτυξε ο Μαρξ για να καταλήξει στο αίτημα της απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών. Για να επανέλθουμε όμως, στο αναρχιστικό πρόταγμα του Colombo η βούληση του λαού σημαίνει αυτοθέσμιση ή αυτονομία. Αυτή είναι προϋπόθεση για την μετατροπή της τυπικής ισότητας σε κοινωνική τέτοια.
Στον Colombo η ιδέα της αυτοθέσμισης αντιπαρατίθεται στην κυριαρχία και στη σχέση εντολής-υπακοής. Εδώ όμως ενυπάρχει μία αντίφαση. Γιατί όταν το υποκείμενο παράγει τον νόμο δημιουργεί μία τάξη από το χάος, κι αυτό δεν μπορεί να το πράξει εάν δεν διαθέτει κυρίαρχη βούληση. Η θετική έκφραση της ελευθερίας είναι η κυρίαρχη βούληση του υποκειμένου, η δική του εντολή την οποία κάνει θεσμό ή νόμο και στην οποία το ίδιο υπακούει. Έτσι δημιουργείται η ταυτότητα κυρίαρχου και κυριαρχούμενου που βρίσκεται στη βάση της δημοκρατικής αρχής. Κυρίαρχος σ’ αυτά τα συμφραζόμενα είναι, όπως έλεγε η Άρεντ, όποιος μπορεί να κάνει μία νέα αρχή και να δώσει ύπαρξη σε δυνατότητες που ίσαμε τώρα έχουν αποκλειστεί.

«Ανάρχα και θεοί πείθονται» έγραφε ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας. Ο αναρχισμός αντιπαρατέθηκε γόνιμα στον μονοθεϊσμό της απολυταρχικής κρατικής αρχής κι έχει αφήσει μια πλούσια παρακαταθήκη. Ωστόσο ο πολυθεϊσμός των αξιών στις μεταμοντέρνες δημοκρατικές κοινωνίες και η μάχη για μια δεσμευτική ερμηνεία των κανόνων τους είναι άλλης τάξεως πρόβλημα, μια πρόκληση στην οποία τόσο ο σοσιαλισμός όσο και ο αναρχισμός πασχίζουν να ανασυγκροτηθούν για να απαντήσουν.

Marie Bovo, 19h07, Bâb-el-Louk, 2007, έγχρωμη φωτογραφία

Δεν υπάρχουν σχόλια: