16/11/13

Αυτοψία ή μήπως είναι ο μύθος που μας συνέχει;

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Ιπποκράτους 15, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, σελ. 80
ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ορυκτό δάσος, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 56

Gabriel Kuri, Quick Standards
κουβέρτες επιβίωσης δεμένες σε ξύλινες βέργες, 2005.
Από την 4η Μπιενάλε της Αθήνας AGORA, 
στο παλιό χρηματιστήριο της οδού Σοφοκλέους.

Τα βιβλία των περισσοτέρων άρτι εμφανισθέντων ποιητών και ποιητριών δηλώνουν καταφανώς την καταγωγή τους και την αφετηρία τους: είναι ρηχές και αναιμικές εκβλαστήσεις πάνω στο υδαρές υπόστρωμα που διαχέεται ως «ποιητική κοινή» της εποχής και αποτελεί υποκατάστατο του επιθανάτιου ρόγχου τού καθ’ ημάς ποιητικού μοντερνισμού, όπως αργόσυρτα φθίνει και απισχνούται, μετά την πρώτη, και μοναδική, κορύφωσή του στα χρόνια του ’30.
Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν ποιητικές φωνές που διεύρυναν τα όρια του ποιητικού μοντερνισμού, άλλες που τα εξάντλησαν, μερικές που δοκίμασαν να οριστούν έξω από την επικράτειά του, δίνοντάς μας εξαιρετικά ποιητικά αποτελέσματα, ακόμα και ποιητικά μεγέθη που στέκονται ισότιμα, ως ρήξη και υπέρβαση της μοντερνιστικής τομής. Η μεγάλη μάζα όμως των ποιημάτων που γράφονται, και ιδιαίτερα αυτά των νέων αφίξεων στο ποιητικό σινάφι, είτε προσπερνά τα ήδη συντελεσμένα ποιητικά γεγονότα 6-7 δεκαετιών, είτε ακόμα τα αγνοεί, ενώ, φυσικά, αποφεύγει και να αναμετρηθεί με τα μεγέθη του ’30: εν ολίγοις, ο εξαντλημένος πια δρόμος της επιγονικότητας (πάντα ασφαλής, με ορίζοντά του τη μετριότητα) επιλέγεται πλέον ως πολιτισμικό υποκατάστατο της τέχνης της ποιήσεως. Και ως τέτοιο δεν την αφορά.

Έτσι, κάθε νέα άφιξη, όταν δεν προκύπτει από το αβαθές και τη μιζέρια της «ποιητικής κοινής», αντιμετωπίζεται με ενδιαφέρον, ενίοτε και με ανακούφιση. Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου και κατά την αναγκαστικά ελλειπή εποπτεία μου, οι κατηγορίες αυτών των μη συμβατικών ποιητικών αφίξεων. Η πρώτη έχει ως έρεισμα και αφετηρία της κάποιο από τα σημαντικά ποιητικά γεγονότα των 6-7 αυτών δεκαετιών, συνήθως των πρώτων μεταπολεμικών. Η δεύτερη μας έρχεται τελείως έξω από την ήδη συντελεσμένη ποιητική διαδρομή, με αφετηρίες και ερείσματα είτε εκ της εν γένει τέχνης, είτε από το χώρο των ιδεών, ακόμα και των επιστημών, είτε απ’ το ευρύ πεδίο των πολιτισμικών σπουδών.
Όμως, τόσο η πρώτη κατηγορία -ας την ονομάσουμε «ποιητικογενή»-, όσο και η δεύτερη –ας την πούμε «μεταποιητική»- τελικά συναντούν το φάσμα του υπάρχοντος ποιητικού σώματος, την όλη διαδρομή του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Ενδεχομένως, αλλά όχι πια αναπόφευκτα, εκεί θα ενταχθούν, κι εκεί θα κριθούν. Το ζητούμενο για την πρώτη κατηγορία είναι αν θα υπερβεί τη σχέση μαθητείας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη μιας νέας ποιητικής. Εδώ έχουμε δει συχνά τόσο την απορρόφηση από τον πρόγονο, όσο και την εγκατάλειψη της προσπάθειας. Το ζητούμενο για τη δεύτερη κατηγορία είναι κατ’ αρχήν αν θα «ποιητικοποιηθεί». Κι εδώ παρατηρούμε συχνά είτε την περιχαράκωση στις αφετηριακές ορίζουσες είτε την έξοδο σε δοκιμιακές απόπειρες. Και στις δύο περιπτώσεις, η «ποιητική κοινή» προβάλλει ως η πιο προσιτή λύση διαφυγής, απέναντι στην οποία ο ανοίκειος τρόπος εισόδου δεν επαρκεί για να σώσει τον ποιητή και την ποίηση από την κοινοτοπία.
Ενδεικτική της πρώτης κατηγορίας είναι η είσοδος του Θωμά Ιωάννου (Άρτα, 1979), ο οποίος μαθητεύει με εντυπωσιακή εμβρίθεια στον Βύρωνα Λεοντάρη. Δεν περιορίζεται στην αυτάρεσκη «εφαρμογή» των επιτεύξεων του προγόνου, αλλά ανακαλεί και ενεργοποιεί ταυτόχρονα και τις πηγές του, εν προκειμένω τον Καρυωτάκη και το ρομαντικό βίωμα της ποίησης, δείχνοντάς μας πως η οικειοποίηση νοείται μόνο ως δημιουργική διαδικασία, με αίτημα τη χειραφέτηση.
Διαχωρίστηκαν εντός μου
Η στεριά και η θάλασσα
Τη χειραφέτηση και από τον ίδιο τον πρόγονο Λεοντάρη, αφού ήδη η ποίησή του αναπνέει σε ένα κλίμα λιγότερο καταθλιπτικό και λογοκρατούμενο, όπου το χιούμορ γίνεται όχημα μιας απρόσκοπτης τραγικής ειρωνείας και η σάτιρα καταφέρνει και ισορροπεί ανάμεσα στο τραύμα της ποιητικής συνείδησης και τη συστροφή που ακυρώνει τον ρυθμό του λόγου, ορίζοντας ένα έδαφος δικό της.
Δεν ξέρω αν υπάρχει καιρός
Να εγκαταλείψω
και τη μέλλουσα ζωή
Η ιστορία και η ποίηση δεν επαναλαμβάνονται παρά μόνο ως φάρσα, και ακριβώς εκεί κρίνονται όσες αναγνώσεις του παρόντος επιχειρούν να αρθρωθούν κατ’ αναλογία, σε διάλογο, ή σε αντίστιξη με το παρελθόν. Για παράδειγμα, ο κορυφαίος, εμβληματικός στίχος του Λεοντάρη, «είμαστε μεσοπόλεμος, ανίατα μεσοπόλεμος/ πάμε κάπου να χορέψομε ή να σκοτωθούμε», όταν λειτουργεί υπόρρητα αλλά τοποθετημένος ανοικτά μέσα στο σκηνικό της Πρέβεζας, μας δίνει μια σύγχρονη βίωση της ποιητικής λειτουργίας, καθώς και τη γενίκευση του ιστορικού βιώματος της εποχής μας:
Αν τολμάς παίξε τη ζωή σου
Στη ρουλέτα της ποίησης
Βάλ’ το σιδερικό στο στόμα σου
Που βρωμίζεις με λόγια
Και κάνε την ψυχή σου να κελαηδήσει
Η ποιητική ιδιοσυγκρασία του Ιωάννου είναι τελείως διαφορετική από αυτήν του «ομόρριζου» και ομήλικού του Αλέξανδρου Μηλιά: στο εγχείρημα του Ιωάννου ο Λεοντάρης «ξαναγράφεται», το σύμπαν του ανακατασκευάζεται σε μια μορφή αλέγκρο, ενώ ο Μηλιάς επιχειρεί τη βήμα προς βήμα συνάντηση/επεξεργασία, θα έλεγα και αναμέτρηση με τον Λεοντάρη, ή μάλλον με τα εργαλεία του. Και οι δύο αυτές επιλογές είναι εξίσου δύσκολες, και εξίσου παραγωγικές. Ως ανοικτή μαθητεία δε στον Λεοντάρη, συνιστούν μια παραδειγματική υπόμνηση για τον τρόπο που η κατορθωμένη ποίηση, με τις σημαντικές επιτεύξεις της, είναι παρούσα στα ποιήματα των νεωτέρων, εκείνων των ελάχιστων που αντέχουν να αναδεχθούν τη σκυτάλη, ώστε να πορευθούν τον δικό τους δρόμο.
 Η είσοδος του Θοδωρή Ρακόπουλου (Αμύνταιο, 1981) τον εντάσσει σε εκείνη την κατηγορία που κινείται έξω από την κατορθωμένη διαδρομή. Έρεισμά του μια ευρεία γκάμα ερεθισμάτων και εικόνων, πολιτισμικών και ανθρωπολογικών, καθώς και μια διακριτή δυνατότητα επιγραμματικής διαχείρισης εννοιών και μεθοδολογικών εργαλείων, ενώ όλα αυτά συνοδεύονται από μια δύναμη και ένταση λόγου σπάνια πια στα ποιητικά μας πράγματα, αφού η ποιητική κοινή έχει καταστήσει παράταιρο οτιδήποτε αφίσταται από τον ξεθυμασμένο ψίθυρο. Ως ήταν φυσικό, η υποδοχή του πρώτου βιβλίου του Ρακόπουλου, «Φαγιούμ», 2010, υπήρξε ιδιαίτερα θετική, σχεδόν ενθουσιώδης, όπως επίσης θετική υπήρξε και η υποδοχή του βιβλίου του Θωμά Ιωάννου.
Στο ανά χείρας, δεύτερο βιβλίο του Ρακόπουλου, όλα τα ζητούμενα είναι παρόντα και πιεστικά, σχεδόν γενικεύονται. Η απάντησή του σαφής: διευρύνει εντυπωσιακά το πεδίο απ’ όπου αντλεί τις εικόνες και τα θέματά του, διευρύνοντας και το ποιητικό πεδίο αναφοράς που δημιουργεί ο λόγος του, την ίδια την προγραμματικά ορισμένη ως υφή της ποιητικότητας. Έτσι, μεταθέτει, νομίζω γόνιμα και θεμιτά, το ερώτημα. Γιατί εν τέλει εγείρει μια αναστοχαστική αντίρρηση στην αναγκαιότητα («υποχρέωση») της ποιητικής διαδικασίας να διαυγάσει μια ποιητική κι ένα αισθητικό πρόταγμα. Μένει να δούμε αν αυτός ο τρόπος που επιλέγει μπορεί να αντέξει, αυτάρκης, έξω από τα δεδομένα ποιητικά συμφραζόμενα.   
Γιατί να μην είναι όλα αναπαράσταση
Όταν το πατρόν υπήρξε τόσο
Αμοντάριστα επιτυχημένο.
Ήδη όμως αυτοί οι στίχοι περιγράφουν μια αφήγηση ολόκληρου του ποιητικού παρελθόντος και μια αναιδή απάντηση σε όλες τις δεσμεύσεις του. Μια στάση φιλολογικά, ακόμα και ιστορικά έωλη, πλην όμως ποιητικά απολύτως θεμιτή. Θα κριθεί μόνο εκ του αποτελέσματος, και μόνο στον μακρύ χρόνο, αν βέβαια αντέξει μια ολόκληρη διαδρομή η οποία θα πειθαρχεί μόνο στις δικές της δεσμεύσεις, τις οποίες ταυτόχρονα θα τις ιδρύει.
Έτσι κι αλλιώς, πέρασε η εποχή των ημίμετρων. Αυτό που καθησυχαστικά  ονομάζεται «κρίση», είναι μια γιγαντιαία διαδικασία μετάβασης, σε άλλες κοινωνικές μορφές. Η τέχνη, η ποίηση, δεν μπορούν να μείνουν στο απυρόβλητο. Το ρίσκο μεγαλώνει, η καταστροφή υπαρχουσών δομών είναι αναπόφευκτη, η επόμενη μέρα άγνωστη. Έτσι, στο ερώτημα, τι είναι αυτό που συνέχει, που τροφοδοτεί, που αρθρώνει τον ποιητικό λόγο, την ποιητική συνθήκη, οι μέχρι τώρα απαντήσεις περιλαμβάνουν σε προνομιακή θέση τη γλώσσα, τον ήχο, τον ρυθμό. Η απάντηση του Ρακόπουλου συνιστά μια μετατόπιση προς άλλες ποιότητες λόγου:
Είναι ο μύθος που μας συνέχει
Διαφωνώ, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: