Τόποι
Σκηνής IV
«Η στάση μας απέναντι στην κοινωνία είναι να
ανατραπεί η κοινωνία»
Μπ. Μπρεχτ[1]
Ελάχιστες είναι πλέον οι θεατρικές παραστάσεις στις
οποίες συναντά κανείς ξεκάθαρο πολιτικό λόγο κι αναγνωρίζει πραγματικό προβληματισμό
για το παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Και δυστυχώς, σχεδόν όλες προέρχονται από
ξένους σκηνοθέτες. Καθώς, απ’ ότι αποδεικνύεται, οι Έλληνες δημιουργοί
δυσκολεύονται να μεταφέρουν τη συγχυσμένη και επικίνδυνη περιρρέουσα πολιτική
ατμόσφαιρα σε θεατρικό υλικό.
Στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών είχαμε την ευκαιρία να
παρακολουθήσουμε δύο πολύ σημαντικές θεατρικές παραστάσεις με κοινή
προβληματική: τον «Ρινόκερο» (1959) του Ε. Ιονέσκο από τη θεατρική ομάδα Ensemble Artistique και τον 45χρονο γάλλο σκηνοθέτη
Εμμανυέλ Ντεμαρσύ-Μοτά και το «Εχθρός του λαού» (1882) του Χ. Ίψεν σε
σκηνοθεσία του 45χρονου γερμανού Τόμας Όστερμάϊερ διευθυντή της βερολινέζικης
Σαουμπίνε. Και τα δύο θεατρικά έργα πραγματεύονται, στον πυρήνα τους, την
συμπεριφορά των «πολλών», ήτοι τις αντιδράσεις της πλειονότητας του λαού μιας
πόλης, ενώπιον κοινωνικο-πολιτικών διλημμάτων, επιλογών, αποφάσεων και τελικώς
πράξεων. Δεν πρόκειται τόσο για το πάντα «επίκαιρο» του θέματος που καθιστά
σημαντικές τις προαναφερθείσες παραστάσεις όσο για το γεγονός ότι άμεσα ή
έμμεσα μέσα από τα θεατρικά αυτά έργα αμφισβητείται η ορθή κρίση του λαού, η
ικανότητά του να αναγνωρίζει και να ερμηνεύει τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες
και τις μεταμφιέσεις τους και η αδυναμία (;) ή η απροθυμία (;) του να
γνωμοδοτεί ανιδιοτελώς και με γνώμονα μια ώριμη πολιτική σκέψη.
Στον μεν Ρινόκερο,
ρινόκεροι κάνουν ξαφνικά την εμφάνισή τους στους δρόμους μιας πόλης και τρομοκρατούν
τους πάντες με τη βίαιη, ορμητική και απειλητική συμπεριφορά τους. Οι
κάτοικοι/πολίτες αντί να προσπαθήσουν να ερμηνεύσουν το παράδοξο φαινόμενο, ερίζουν, μέσα σ’ ένα καφενείο αλλά και στους
χώρους δουλειάς, για το αν οι ρινόκεροι που εθεάθησαν είχαν «ένα ή δύο κέρατα»
ή για το αν ήταν «Αφρικανικοί ή Ασιατικοί»! Χωρίς περαιτέρω προβληματισμό, η
πλειονότητα του λαού σπεύδει να μιμηθεί τον τρόπο
τους είτε για να ξορκίζουν τον φόβο τους είτε για να συνταχθούν με το μέρος του
δυνατού. Σύντομα, ο ένας μετά τον
άλλον οι κάτοικοι/πολίτες μεταμορφώνονται σε ρινόκερους, υιοθετώντας τους
βρυχηθμούς και τα μουγκανητά τους, αποκτώντας το κερατινώδες τριχωτό δέρμα, τα
κέρατα αλλά και την καταστροφική τους δύναμη. Όταν όλη η πόλη έχει μεταλλαχθεί,
μόνο ο Μποτάρ, ένας υπάλληλος, αντιστέκεται κλεισμένος μέσα στο σπίτι του, στην
εισβολή τους.
Στο δε «Εχθρός του λαού» ο Στόκμαν, γιατρός μιας
λουτρόπολης, ανακαλύπτει ότι το ιαματικό νερό των πηγών της πόλης του, όπου
καταφεύγουν χιλιάδες τουρίστες για να θεραπευθούν, είναι μολυσμένο από τα
εργοστάσια που βρίσκονται παράπλευρα. Αμέσως, γράφει ένα άρθρο και ενημερώνει
τους δημοσιογράφους της τοπικής εφημερίδας, οι οποίοι αρχικά συμφωνούν να το δημοσιεύσουν.
Κατόπιν, ενημερώνει τον δήμαρχο, που τυγχάνει να είναι και αδερφός του. Όταν
όμως η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία, συμπεριλαμβανομένου και του εκδότη της
εφημερίδας, αντιλαμβάνονται το κόστος της αποκάλυψης αυτής, «συνεργάζονται» για
να συγκαλύψουν τη δημοσιοποίηση. Στην ανοιχτή «συνέλευση του λαού» που καλεί ο
γιατρός, οι κάτοικοι/πολίτες, είτε από ιδιοτέλεια είτε επηρεασμένοι από τις
αγορεύσεις των δημαγωγών πολιτικών, αρνούνται να υποστηρίξουν τον γιατρό και δέχονται
να αποσιωποιηθεί η αλήθεια. Ο γιατρός είναι ο μόνος που αντιστέκεται,
κλεισμένος μέσα στο σπίτι του, αναφωνώντας την περίφημη φράση: «Ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου
είναι ο πιο μόνος του».
Όσο κι αν, σε πρώτο επίπεδο, φαίνεται ότι τα
προαναφερθέντα θεατρικά έργα προβάλλουν τα μεμονωμένα άτομα/πολίτες που αντιστέκονται
στους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς του εκάστοτε συστήματος ωστόσο ο πραγματικός
πρωταγωνιστής των έργων αυτών είναι η πλειονότητα των πολιτών, δηλαδή ο λαός. Γι’
αυτόν γράφονται παρόμοιας θεματικής θεατρικά έργα, καθώς αν ο λαός στεκόταν στο
ύψος των περιστάσεων παρόμοιοι «ήρωες» δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Εξ ου και η
ρήση του Μπρεχτ από τον Γαλιλαίο:
«Αλίμονο στη χώρα που χρειάζεται ήρωες». Και οι δύο παραστάσεις είναι κοφτερές
σαν μαχαίρια, μέσα στην αφοπλιστική τους λιτότητα και αφαιρετικότητα.
Η μεν παράσταση του Ρινόκερου του Εμμανυέλ Ντυμερσύ-Μοτά μεταφέρει τη ζοφερή ατμόσφαιρα
της «ρινοκερίτιδας», που απηχεί την καθολική πτώση του ατόμου στο απύθμενο
πηγάδι του όχλου και τη συνακόλουθη απο-ανθρωποποίησή του. Ο λαός παρουσιάζεται
στο θεατρικό έργο ως επιπόλαιος, αφελής, ιδιοτελής, ημιμαθής και ουσιαστικά
απαίδευτος. Γι’ αυτό άλλωστε κι εύκολα χειραγωγούμενος και παρασυρόμενος σ’
επιλογές που δεν προσιδιάζουν στο «ανθρώπινο πρόσωπο». Το έργο υπαινίσσεται,
μεταξύ άλλων, και την ομαδική προσχώρηση του εκάστοτε λαού στη φασιστική
ιδεολογία, που μετατρέπει τον άνθρωπο σε «ρινόκερο». Στο στόχαστρο βρίσκεται,
λοιπόν, η έλλειψη πολιτικής κρίσης του λαού -ή μάλλον της πλειονότητάς του- να
αναλύει τις κοινωνικο-πολιτικές καταστάσεις μέσα στις οποίες διαβιεί ώστε να
διαμορφώνει εμπεριστατωμένη γνώμη με βάσει την Ιστορία και την ιστορικότητά
του. Υπονομεύεται, δηλαδή, η ικανότητά του να εξάγει μέσω της αναλυτικής σκέψης
πολιτικά συμπεράσματα. Αν στα παραπάνω προστεθεί και η άκρατη ιδιοτέλειά του
διαγράφεται, τότε, το προφίλ του σύγχρονου ρινόκερου.
Μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι και ο γερμανικός και ιταλικός φασισμός είχαν την υποστήριξη
της πλειοψηφίας του λαού. Οι «ρινόκεροι», όμως, κυκλοφορούν και σήμερα ανάμεσά
μας, και μάλιστα με ανερχόμενο ποσοστό λαϊκής βάσης. Η παράσταση του Εμμανυέλ
Ντυμερσύ-Μοτά χωρίς τεχνάσματα, αλλά με εμμονή στον λόγο και τις καταστάσεις
οσμίζεται τον αχό που σηκώνουν τα ποδοβολητά των υπέρβαρων θηλαστικών
κατακλύζοντας τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις μας.
Η δε παράσταση του Οστερμάγιερ, Εχθρός του λαού, προχωρεί ακόμη περισσότερο τον προβληματισμό του
έργου. Ο Οστερμάγιερ χρησιμοποιεί τη διαδραστική μέθοδο.. Στη σκηνή όπου ο
γιατρός Στόκμαν απευθύνεται στη «συνέλευση του λαού» της πόλης του εκφωνώντας
έναν λόγο υπερασπιζόμενος την ανάγκη να αποκαλύπτεται η αλήθεια, το θεατρικό κείμενο
έχει αντικατασταθεί από το «πολιτικό μανιφέστο για τη χρεοκοπία των
καπιταλιστικών κοινωνιών» -που υπέγραψε το 2007 η Αόρατη Επιτροπή ονόματι
«Επικείμενη εξέγερση» κι έκτοτε κυκλοφορεί σε όλη την Ευρώπη- στο οποίο
αποκαλύπτεται με τον πιο σαφή τρόπο η διαπλοκή και η διαφθορά των πολιτικών
καθώς και η εκμετάλλευση του λαού μέσα στο υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα. Στο
τέλος του μονολόγου ο σκηνοθέτης έχει προσθέσεις τις φράσεις: «ο χειρότερος
εχθρός της αλήθειας είναι η φιλελεύθερη πλειοψηφία» και ότι «στη Δημοκρατία
αποφασίζει η πλειοψηφία».
Στη συνέχεια, τα φώτα της πλατείας ανάβουν και οι
θεατές καλούνται να «παίξουν» τον ρόλο του «λαού» της συνέλευσης, ερωτώμενοι αν
συμφωνούν με όσα μόλις είπε ο γιατρός. Φυσικά, η πλειοψηφία των θεατών σηκώνουν
τα χέρια τους σε ένδειξη συγκατάθεσης. Ακολουθεί ένας διαδραστικός διάλογος όπου
όποιος θεατής επιθυμεί μπορεί να σχολιάσει κάτι από τα λεχθέντα. Αρχίζει έτσι
μια εικονική «συνέλευση λαού», στην οποία οι τοποθετήσεις των θεατών
παρακάμπτουν όλα τα κεφαλαιώδη ζητήματα που τέθηκαν αναφορικά με την παρακμή
του καπιταλιστικού συστήματος ενώ εναντιώνονται, κυρίως, στις επίμαχες φράσεις
σύμφωνα με τις οποίες αμφισβητείται
το πλειοψηφικό σύστημα της δημοκρατίας. Όταν όμως, ένας ηθοποιός ρωτά τους
θεατές «πιστεύετε ότι η πλειοψηφία
είναι έξυπνοι ή βλάκες;», οι θεατές αναφωνούν ομοφώνως «βλάκες»!
Ο σκηνοθέτης, με την παράσταση αυτή, όχι μόνο
αμφισβητεί την ηθική και πνευματική ικανότητα της πλειονότητας του λαού να
κρίνει πολιτικά, να επιλέγει και να αποφασίζει ώριμα, αλλά αποδεικνύει
περίτρανα και την αντιφατική συμπεριφορά του «μικροαστού», ο οποίος αμυνόμενος
υπερασπίζεται το πλειοψηφικό σύστημα την ίδια στιγμή που συμφωνεί ότι η πλειονότητα
του λαού είναι βλάκες. Εξαγόμενο συμπέρασμα: μας κυβερνούν οι αποφάσεις της
πλειονότητας ενός λαού που πιστεύει ότι η πλειονότητά του είναι βλάκες! Πρόκειται
για τις λίγες περιπτώσεις στη θεατρική πράξη, όπου ο θεατής -που έχει την
απαιτούμενη αντιληπτική ικανότητα- αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει σε παγίδα,
κοιτάζοντας «γυμνό» τον εαυτό του στον καθρέφτη: διότι, ενώ οι θεατές
υπερασπίζονται -μέσα από τον διαδραστικό διάλογο- το πλειοψηφικό σύστημα και
την ικανότητά τους να κρίνουν και να ψηφίζουν ορθά, μόλις πριν από λίγο έχουν
ήδη παραδεχτεί -με την ανοιχτή ψηφοφορία κατά την οποία συμφώνησαν με τα λόγια
του γιατρού- ότι το σύστημα που κατ’
εξακολούθηση ψηφίζουν είναι σάπιο και άδικο. Συνεπώς, ο σκηνοθέτης κατορθώνει
με την διαδραστική τεχνική στην παράστασή του να αποκαλύψει την αυτοαναιρούμενη
κι ίσως εν τέλει σχιζοφρενική συμπεριφορά της πλειονότητας του λαού. Απομένει,
λοιπόν, η ενδοσκόπηση και η αναρώτηση καθενός από τους θεατές ώστε να
διαπιστωθεί σε ποιο σημείο εντοπίζεται το «ρήγμα» στη σκέψη του.
Κατόπιν τούτων, ο σκηνοθέτης τολμά να θέσει το
καίριο ερώτημα: αν τελικά αυτή καθ’ εαυτήν η δημοκρατία -όπως εφαρμόζεται- ως
πολίτευμα μπορεί να αποτελέσει εχέγγυο για μια αξιοκρατική, δίκαιη, αλληλέγγυα
και ελεύθερη κοινωνία, όταν αυτή -η δημοκρατία- στηρίζεται στην επιπόλαια,
απαίδευτη, χειραγωγούμενη και διεφθαρμένη πλέον πλειοψηφία. Τελικά, η
παράσταση, στοχεύει μακρύτερα από τις επιδιώξεις του θεατρικού έργου και τον
ειρωνικό του τίτλο, όπου «εχθρός του λαού» αποκαλείται εκείνος που προσπαθεί να
του μεταδώσει την αλήθεια, ξεσκεπάζοντας το διεφθαρμένο σύστημα που ο λαός συνεχώς
ψηφίζει. Το ερώτημα που θέτει, λοιπόν, ο σκηνοθέτης δεν υπονομεύει το
πλειοψηφικό σύστημα της δημοκρατίας -όπως και πάλι άκριτα η πλειοψηφία των θεατών εννόησε- αλλά στοχάζεται πάνω στις
προϋποθέσεις και τις συνθήκες μέσα από τις οποίες ένας λαός -ή καλύτερα η πλειονότητα
του λαού- μπορεί να μορφωθεί και να ωριμάσει πνευματικά, ιστορικά, κοινωνικά,
πολιτικά, ώστε με τις επιλογές του να μην διαψεύδει τον ίδιο του τον εαυτό. Οι
αρχαίοι Έλληνες, τους οποίους επικαλούμαστε ενίοτε για την δημοκρατική τους
πρακτική, είχαν αρκετές δικλείδες ασφαλείας για να διασφαλίζουν το πολίτευμά
τους. Η λεγόμενη δοκιμασία[2] ήταν μια
σχολαστική εξέταση στην οποία υποβάλλονταν οι υποψήφιοι βουλευτές και οι
άρχοντες της πόλης, που αφορούσε τόσο το ήθος όσο και την ικανότητά τους να
διοικήσουν. Μήπως η δοκιμασία αυτή πρέπει
να ασκείται και στους σημερινούς δημόσιους λειτουργούς; Ή μήπως αυτό που
υπαινίσσεται η παράσταση του Οστερμάγιερ σημαίνει ότι είναι πλέον απαραίτητη η επέκταση της δοκιμασίας και στους πολίτες/ψηφοφόρους;
Μια ενδελεχής ανάλυση της συμπεριφοράς της πλειονότητας
του ελληνικού λαού των τελευταίων ετών απέναντι στα καθ’ ημάς κοινωνικο-πολιτικά
φαινόμενα φέρνει στην επιφάνεια το αμείλικτο ερώτημα: μήπως τελικά «εχθρός του
λαού είναι …ο λαός;»
Η Εύη Προύσαλη είναι διδάκτωρ Θεατρολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου