13/7/13

Το κοινωνικό πεδίο της λογοτεχνίας

Εφέτος συμπληρώθηκαν τριακόσια χρόνια από την πρώτη δημοσίευση του Ερωτόκριτου. Τι κοινωνικές προσδοκίες θα είχε ένας τέτοιος βενετοκρητικός της όψιμης βενετοκρατίας στην Κρήτη;

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Νίκος Ποδιάς, Κρύπτη, Από την ομαδική έκθεση επιτόπιων 
έργων Refuge Project στο πολεμικό καταφύγιο 
του Αδάμαντα της Μήλου, 5 Ιουλίου- 30 Αυγούστου
Ποια είναι, για παράδειγμα, η κοινωνική σπονδύλωση του έργου; Πώς διαμεσολαβείται και από «πρώτη ύλη» γίνεται λογοτεχνία; Για τους «κακόγλωσσους που ψέγουν ό,τι δούσι» (Ε΄, 1537) ο ποιητής διαθέτει σειρά τεκμηρίων για την αδρομερή κοινωνική σπονδύλωση της σκηνής του. Από τη μια πλευρά ο Ρήγας με τη Ρήγισσα, ο «Βασιλιός» και το «Παλάτι», η Ρηγοπούλα, οι «ρηγόπουλοι» και οι «αφεντόπουλοι», τα «ρηγάτα», ο «αφέντης» και οι «αφεντιές», ο «πλούσος», της «χώρας οι μεγάλοι», οι «άρχοντες» κλπ. και από την άλλη οι «δούλοι» και οι «σκλάβοι του αφεντάκη», οι «χαμηλοί άνθρωποι», ο «λαός», «τ’ αργαστήρια», ο «χοντρός λαός», ο «τεχνίτης», ο «δουλευτής», ο «ζευγάς», ο «βοσκός», ο «φτωχός», οι «φτωχοί ψωριάροι», η «φτωχότητα» κλπ. Δηλαδή (Γ΄, 109): «ποτέ εις παλάτια βασιλιώ φτωχοί να μη σιμώνουν».
Ο γιος του Πεζόστρατου, «συμβουλάτορα» του Ρήγα (δεν είναι «noble et gentil homme», όπως ο Jacques), δηλαδή από την ενδιάμεση κοινωνική κατηγορία των «φρονίμων» ή «πρωτόγερων», αλλά πάντως «δουλευτής τ’ Αφέντη», με τις φυσικές και επίκτητες ιδιότητες που μόλις σκιαγράφησα, εμφανίζεται ως ο κλητός του Έρωτα που «συχνιά μεταλλάσσει» τα «πράματα». Δηλαδή όπως τότε στους «παλαιούς καιρούς» (Γ΄, 899, 903-904) που «εσμίγασι τα τέκνα τως οι αφέντες οι μεγάλοι/ με τους μικρούς οπου ’χασι γνώσην, αντρειά και κάλλη».
Διακινδυνεύω εδώ να οδηγήσω την όλη ερμηνευτική ανασυγκρότηση στις αναγκαίες συνέπειές της, έστω και με μορφή ερωτημάτων. Έτσι, σε σχέση με τις αλλαγές από το «απώτερο» πρότυπο στον Ερωτόκριτο σημαίνει ότι λαμβάνονται  υπόψη  και  οι  αλλαγές  που  συνέβησαν  στη  Μεσόγειο  από τις πρώτες δεκαετίες του 15ου ώς την έναρξη του 17ου αιώνα; Προφανώς, κι αυτή τη φορά, θα είμαι φειδωλός ή έστω υπαινικτικός ως προς το όντως διαμεσολαβημένο –αλλά υπαρκτό– κοινωνικό πεδίο του Ερωτόκριτου. Αν αληθεύει η δήλωση του ποιητή ότι γεννήθηκε στη Σητεία και ότι «εκεί ’καμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει» (Ε΄, 1546), τότε τι κοινωνικές προσδοκίες θα είχε ένας τέτοιος βενετοκρητικός της όψιμης βενετοκρατίας στην Κρήτη; Δηλαδή προβάλλοντας μια κοινωνική κινητικότητα υψηλού βαθμού, με καμβά τη γενικευμένη διακινδύνευση, πώς στοιχειοθετείται η intentio auctoris;
Ως προς τον πυρήνα του έργου φαίνεται να ισχύει ό,τι σημειώνει, κατά την ίδια περίπου χρονική περίοδο, ο Descartes για τα ιπποτικά μυθιστορήματα, ότι δηλαδή στους «μύθους» παραλείπονται «σχεδόν πάντα τα ταπεινότερα και τα λιγότερο λαμπρά περιστατικά», με προφανή τη διολίσθηση στους «εξωφρενισμούς των πλανόδιων ιπποτών των μυθιστορημάτων μας». Ως προς την κοινωνική και πολιτική όσμωση του κειμένου της εποχής που μάλλον καταχρηστικά ονομάζεται «κρητική Αναγέννηση»: είτε παραπέμπει στους «gentiluomini» της ενετικής δημοκρατίας, που διαθέτουν «μεγάλο πλούτο» λόγω του «εμπορίου και της κινητής περιουσίας» (Machiavelli), είτε στους «αριστοκράτες» που επιστρέφουν στην αγροτική ύπαιθρο, κατά την «ισπανοποίηση» των περισσότερων ιταλικών πόλεων στο τέλος του 16ου αιώνα όταν δηλαδή και στην Κρήτη ο «πλούτος αστών και ευγενών θα επενδυθεί τώρα κυρίως» σε ακίνητη κτηματική περιουσία, το νήμα των οικείων κοινωνικών φορέων διακινδύνευσης, «κατά κάποιον τρόπο» (Σεφέρης), υποδεικνύει και το συμβολικό «κεφάλαιο» που επενδύεται στον κόσμο του ποιήματος.
Το αφηγηματικό πλαίσιο της διακινδύνευσης, που υποβαστάζεται με έναν ευκρινή πυρήνα θυμοσοφίας (οντολογία του παιγνίου, όρια της «φύσης», μηχανισμός της «Τύχης» ή της «Μοίρας», κυκλική «μεταλλαγή» της πραγματικότητας), οδηγείται μέσω της  έξωθεν αμφισβήτησης της (κληρονομικής) εξουσίας, στην αναγωγή του «Έρωτα» σε προαγωγό κοινωνικής  κινητικότητας που τελεσφορεί  σε συγκεκριμένο πεδίο κοινωνικών αντιθέσεων. Ο ποιητής που κρατά ξεχωριστή θέση για τον εαυτό του ως ταξιθέτης και οικονόμος της αφήγησης αφήνει περιθώρια στον αναγνώστη να τη συμπληρώσει, μια και (Ε΄, 460) «η γλώσσα, η χέρα, το χαρτί να σας τα πη δε φτάνει».
Ποιο είναι το κύριο ως προς την intentio auctoris, μέσα από μια σύστοιχη αφθονία διαλόγων, εδώ δεν επιτρέπονται περιφράσεις (Ε΄, 1524-1525): «Και κάθα εις που εδιάβασεν εδά κι ας το κατέχη/ μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχη». Συναφώς υπονοείται και η διακινδύνευση ως προς την τελική σύνθεση του ποιήματος, έτσι που ο δημιουργός του να ζητά την κατανόηση του αναγνώστη για τα τυχόν «σφάλματά» του (Ε΄, 1526, 1527-1528): «Εσίμωσε το ξύλο μου, το ράψιμο γυρεύγει:/ ήρθε σ’ ανάβαθα νερά και πλιο δεν κιντυνεύγει», μολονότι έχει τη βεβαιότητα ότι (Γ΄, 617-618) «δε θε να χάνω τον καιρό κι άγνωστο να με πήτε,/ να λέγω εκείνο π’ όλοι σας με την καρδιά θωρείτε».
Ή, όπως θα έκλεινε ο de la Cypéde, μια και δεν είναι ο μακρινός Όμηρος, αλλά αυτός που μεταφράζεται ατόφια ή συντομευμένα, «Amen».

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: