ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ, Καβουρηδόν και παραδρόμως. Μικρές σπουδές
για το άθλημα της γραφής, Τόπος, σελ. 349
Η παρουσία
του Δ. Δημηρούλη από τη δεκαετία του '80 και εξής έχει αφήσει ένα στίγμα χαρακτηριστικό, όπως
χαρακτηριστική και η συνέπεια με την οποία θίγει με τόλμη συγκεκριμένα θέματα
κομβικής σημασίας για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία και Φιλολογία. Στον παρόντα
τόμο συμπεριλαμβάνονται ενδιαφέρουσες μελέτες, βιβλιοκρισίες, βιωματικά
κείμενα, κείμενα πολεμικής, γραμμένα την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, εκτός
των «δύο από το μακρινό παρελθόν», όπως ο ίδιος παρατηρεί. Η συνύπαρξη αυτή, δίχως να αναιρεί την αξία
του καθενός κειμένου ξεχωριστά ή του συνόλου, αφήνει να φανεί το προαναφερθέν
στίγμα. Οι μελέτες δομούνται σε θεματικές ενότητες: Γλώσσα, Πεζογραφία, Ποίηση,
Δοκίμιο-Κριτική και Θεωρία της Λογοτεχνίας.
Στην πρώτη
ενότητα ο συγγραφέας, ορμώμενος από μια μελέτη των εκδόσεων του Ιδρύματος
Τριανταφυλλίδη, θα αναφερθεί στον κομβικό ρόλο της γλώσσας στη διαμόρφωση της
εθνικής ταυτότητας και τον ρόλο της στη χάραξη πολιτικής από διάφορες ομάδες ή
κόμματα. Αφού παραθέσει τα γνωρίσματα που συγκρότησαν το «ιδεολογικό υπέδαφος
των συγκρούσεων» για τη γλώσσα, προχωράει με ειρωνικό τόνο στον γενικό
σχολιασμό της όλης πολιτικής ιδεολογία που κρύβει ο σχολιασμός του θέματος της
«ελληνικότητας». Συναφές με το θέμα είναι και το θέμα της μεταγλώττισης
παλαιότερων κειμένων σε δημοτική ή παλαιότερων κειμένων σε δημοτική προς την
καθομιλουμένη. Δεν υποστηρίζει την άποψη να μη γίνονται καθόλου μεταφράσεις,
αλλά ούτε και να μεταφράζονται τα πάντα και δίχως το κείμενο να διατηρεί την
ιδιαιτερότητά του. Για τον λόγο αυτό περισσότερο θέτει ερωτήματα.
Η ανίχνευση του τριπτύχου Ροΐδης – Καβάφης
– Σεφέρης σε σχέση με τη γλώσσα περικλείει όλη την περιπέτεια του σχετικού
ζητήματος. Για τον πρώτο συνοψίζονται τα ήδη γνωστά περί εμμονών του Ροΐδη, στη
μέθοδο και το ύφος, εκτός από τη γλώσσα με μια υποβόσκουσα αρνητική γνώμη για
τον δογματισμό του. Σημαντική είναι η προβολή της διάκρισης που επιχειρεί ο
Ροΐδης ανάμεσα στη Γραμματική και τη Ρητορική, η οποία θα μπορούσε (αν υπήρχε
περισσότερος χώρος) να οδηγήσει τους μελετητές στην αντίθετη εικόνα του Ροΐδη
από αυτή που συνήθως παρουσιάζεται, περιλαμβανομένης και της παρούσας
ανάγνωσης, του θετικιστή ταινικού στη μέθοδο. Η παρόμοια κατάσταση του Καβάφη
και η σύγκριση με τον Ροΐδη είναι πολύ ενδιαφέρουσα αφού έχουμε συγκεκριμένες
αναφορές οι οποίες θα μπορούσαν να είναι και περισσότερες. Η σύγκριση του
Καβάφη με τον Ροΐδη μπορεί σίγουρα να δώσει πολλά χρήσιμα συμπεράσματα, κατά τη
γνώμη του γράφοντος, ίσως περισσότερα από εκείνα της σύγκρισης του πρώτου με
τον Παλαμά, όπως έκανε ο Beaton στην Εισαγωγή του. Για τον Σεφέρη και την
στάση του απέναντι στους άλλους δύο της ομάδας, ο Δημηρούλης είναι από τους
πλέον αρμόδιους να μιλήσει, αφού το έχει πράξει και άλλοτε με καίριο τρόπο.
Ωστόσο, η εικόνα που αποκομίζει ο αναγνώστης για τον Σεφέρη είναι θετικότερη
από εκείνες για τους άλλους.
Η
ενότητα για την πεζογραφία αρχίζει με μια ενδιαφέρουσα μελέτη περί
μυθιστορήματος από τον 19ο αιώνα, με την επικράτηση του και την εμπορική μορφή,
ως τον 20ό και τη “μαζική” μορφή του, ανιχνεύοντας επίσης και τη σχέση του με
την τηλεοπτική παραγωγή. Στις επόμενες μελέτες εξετάζει την ταυτότητα (ή τον
λεγόμενο “θάνατο”) του συγγραφέα, τις τεχνικές της νεοτερικότητας και της
μετανεοτερικότητας σε είδη (π.χ. ημερολόγιο και μυθιστόρημα) ή συγγραφείς,
Έλληνες και ξένους (π.χ. Πίντσον, Πάνου, Βιζυηνός κλπ.).
Η ενότητα για την ποίηση ξεκινά με την
αμφισβήτηση της “βαριάς σκιάς” του Παλαμά, ένα ερώτημα (ή μάλλον ερωτήματα) για
τους παγιωμένους μύθους της Ιστορίας της Λογοτεχνίας και της Κριτικής μας, αλλά
και τον τρόπο αξιολόγησης των έργων μέσω του μύθου παρά ως έργα καθαυτά. Μετά
το σχήμα του Δημαρά θίγεται και η σαββιδική αποκατάσταση του Ρίτσου με
εξωλογοτεχνικά περισσότερο κριτήρια. Κάτι ανάλογο εντοπίζει και σε παλιότερους
κριτικούς, όπως ο Μητσάκης, που αντέδρασαν στη δημιουργία των “μύθων” εν τη
γενέσει τους και θα μπορούσαν σήμερα να αναγνωστούν ως βοηθητικά εργαλεία για την
απομυθοποίηση των συγγραφέων όπως ο Παλαμάς. Το τρίτο κείμενο είναι το μόνο που
αφορά ξένο συγγραφέα και μάλιστα θεωρητικό, τον Χ. Μπλουμ, επαναφέροντας στο
προσκήνιο όχι τόσο ή μόνο το έργο του θεωρητικού που προκάλεσε, αλλά και τη
διαμάχη που είχε ο Δημηρούλης για τη μετάφραση του έργου τη δεκαετία του
'80. Το κείμενο για τον Σεφέρη και τον
Καρυωτάκη είναι σχετικό με τη θεωρία αυτή, λόγω της αναφοράς στην τάση των
ποιητών να αποδεσμευτούν από τους προκατόχους τους παραμορφώνοντάς τους, αλλά ο
βασικός στόχος είναι ο τρόπος με τον οποίο το φιλολογικό κατεστημένο διαιωνίζει
“μύθους”. Ο Δ. Δημηρούλης συνεχίζει έτσι και εδώ την προαναφερθείσα διαμάχη.
Αξιοπρόσεκτα είναι και τα κείμενα σχετικά με την ίδια την υπόσταση της ποίησης
στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Με αφορμή δύο συλλογές του Αρανίτση γίνεται
αναφορά στη σχέση ποίησης και νέων τεχνολογιών, και την γενικότερη αλλαγή στην
ίδια την υπόσταση της γραφής και της διάδοσής της, θέμα που θίγει και σε άλλες
ενότητες του βιβλίου. Αναλόγως κινείται και στον ροϊδίζοντα δεκάλογο για την
ποίηση.
Η ενότητα για την κριτική αποτελείται από
μικρά κείμενα ενίοτε παιγνιώδη, που αφορούν στην έννοια της κριτικής και του
τρόπου εξάσκησής της. Εξαιρετικά μεστή, παρόλο το σύντομο χαρακτήρα της, είναι
η παρουσίαση της “γραφής” του Ροΐδη, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει
εξαιρετική εισαγωγή στον Ροΐδη, για κάποιον που δεν τον ξέρει καλά. Εξίσου
σημαντική για τη σχέση της κριτικής με τη θεωρία μπορεί να χαρακτηριστεί και η
εισαγωγή στη ρητορική του Νίτσε.
Η τελευταία ενότητα, πιο εκτεταμένη από τις
άλλες, περιέχει δύο αρκετά μεγάλες μελέτες πολύ παλιές (1982 και 1986), αλλά
πάντα με ενδιαφέρουσες σκέψεις για το είδος της θεωρητικής σκευής που τότε ήταν
πρωτοπόρο. Η θεωρία του Wittgenstein για τη
γλώσσα αποτέλεσε βασικό εργαλείο για τους θεωρητικούς, όπως και οι θεωρίες του Auerbach, του Heidegger, του De
Man και του Derrida, για τις οποίες έχουμε συνοπτικές, αλλά καίριες στις
παρατηρήσεις τους παρουσιάσεις. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει το πέρασμα από τη
νεοτερικότητα στη μετανεοτερικότητα με τρόπο “ψηλαφητό”, που θα έλεγε και ο
Ροΐδης.
Τα κείμενα Γ΄ και Η΄ αφορούν στην τύχη που
είχε η θεωρία της λογοτεχνίας ως μεθοδολογικό εργαλείο στην Ελλάδα και θίγουν
καίρια τα ζητήματα της φοβίας για αυτή, της καχυποψίας για τους “χρήστες” της,
αλλά και την εν τέλει τυπική ενσωμάτωση κάποιων όρων από τη θεωρία στο
λεξιλόγιο μιας κατά τα άλλα παραδοσιακής και στεγνής κριτικής αντιμετώπισης του
λογοτεχνικού φαινομένου. Κάτι ανάλογο διαπιστώνει και για την κανονικοποίηση
του υπερρεαλισμού (κείμενο Θ΄) μετά την περίοδο αμηχανίας μετά την εμφάνισή
του.
Τα υπόλοιπα κείμενα αφορούν την πλευρά του
αποδέκτη στο επικοινωνιακό πλαίσιο, είτε με πιο “παραδοσιακό” θεωρητικό τρόπο,
δηλαδή η σύντομη περιγραφή του έργου των δύο βασικών θεωρητικών της πρόσληψης (Jauss και Iser) και η
αναφορά στην έννοια της ανάγνωσης ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Το τελευταίο
μάλιστα κείμενο, παιγνιωδέστερο ειδολογικά, ανήκει στην ειδολογική κατηγορία
των “αποσημειωμάτων”, αγαπημένη σε συγγραφείς πολύ παλαιότερων εποχών –π.χ. της
πρώιμης νεοτερικότητας, όπως ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος. Αυτή η ταυτότητα δηλώνει
ότι και το περιεχόμενο τη διαφορά της παλαιάς μορφής, τόσο της ανάγνωσης όσο
και της καταγραφής των σκέψεων του αναγνώστη,
από τη νέα μορφή της ψηφιακής εποχής. Τέλος, τα δύο κείμενα για την
ψηφιακή εποχή και το διαδίκτυο θίγουν για άλλη μία φορά τον τρόπο ύπαρξης ή/και
διάδοσης της λογοτεχνίας, με άξονα την έννοια της ανάγνωσης. Οι “σημειώσεις
ενός ερασιτέχνη” (κείμενο Ζ΄) είναι το ανανεωμένο ειδολογικό αντίστοιχο των
αποσημειώσεων, ως προς ταυτότητα του αντικειμένου (λογοτεχνίας) σε σχέση με τον
αναγνώστη, με βασική τη διάκριση σε γόνιμα σκεπτόμενους πολίτες (citizens) και
ομογενοποιημένους σκηνίτες (netizens). Το σημαντικότερο κείμενο και
συνάμα μεστά συνοπτικό είναι εκείνο για τον αναγνώστη της ψηφιακής εποχής, όπου
απλά δηλώνεται ότι η μετάβαση στην “ψηφιακή εποχή” μας εισάγει αργά αλλά
σταθερά στον νέο πολιτισμό (μετά την τυπογραφία) διάδοσης της λογοτεχνίας και
της γνώσης εν γένει, παρατηρώντας ότι χρειάζεται ψυχραιμία στην καταδίκη ή
υπεράσπιση των νέων μέσων. Όλα καθορίζονται από τη χρήση και η έκβαση είναι
ακόμα νωρίς να προβλεφθεί.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως ο συγγραφέας ακολουθεί σταθερή
πορεία στην θεωρητική και κριτική του σκέψη, δίχως να χαρίζεται σε κανέναν.
Συγκρούεται με κατεστημένες ιδέες και ομάδες, επιχειρεί την αναδιατύπωση ή
επανεξέταση δεδομένων που άπτονται τόσο της ιστορίας όσο και της θεωρίας της
λογοτεχνίας στη χώρα μας και όχι μόνο. Ανοίγεται και σε γενικότερα θέματα για
τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό, πάντα με μεθοδολογική συνέπεια και εξαιρετικά
προσεγμένο στιβαρό λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου